Γράφει ο Δημήτρης Ν. Μανιάτης*
Ο μέσος άνδρας κάνει πολλούς κύκλους στη ζωή του για να φτάσει σε ένα σημείο όπου συνειδητοποιεί πως οι νέοι κύκλοι πια δεν τον συμπεριλαμβάνουν. Αυτό ακριβώς γεννάει τους αρνησίγερους. Και τους ηττημένους. Ο Λουκιανός, εκεί περίπου στα 40 του, είχε σχεδόν οριστικοποιήσει πως δεν ανήκε σε καμία από τις δύο παραπάνω κατηγορίες. Ηταν η χρονιά (1983) που οργάνωσε το πρώτο μεταπολιτικό γλέντι ή απλώς ένα μεγάλο πάρτι στη Βουλιαγμένη. Γέρος δεν ήταν, ούτε ακριβώς νέος αλλά το κάλεσμα εκείνο χάραξε μια νεωτερική τομή στο τότε τοπίο. Αν και νομίζω πως το στερεότυπο που θέλει τη Μεταπολίτευση ως μια σκηνή μπουχτισμένη από το πολιτικό τραγούδι ή το μαζικό λαϊκό μάλλον αδικεί την εποχή..
Ο Λουκιανός απλώς συνέχισε τη δική του αταξινόμητη πορεία με εκείνο το event. Μια πορεία εντελώς ασυνήθιστη, μα καθόλου ξεκομμένη από τις ανησυχίες του τοπίου που διαμόρφωνε όλα τα χρόνια τον συνθέτη. Με έναν παράδοξο τρόπο ο Λουκιανός κατάφερε να εικονογραφήσει τη μετάβαση του Νεοέλληνα. Την πρώτη εποχή κανονικότητας. Αυτήν μετά το '74. Τότε που σταθεροποιήθηκαν μια σειρά πραγμάτων τα οποία εμφανώς - αλλά όχι κραυγαλέα ή διδακτικά - ο Λουκιανός μεταστρεφόταν. Από την κλασική καταναλωτική συμπεριφορά μέχρι την ανία της οικογενειακής εύτακτης ζωής. Η ματιά του ήταν λοξή και μαρξογενής χωρίς να είναι ταυτόχρονα κραυγαλέα πολιτική. Και δεν υπέκυπτε σε όρους διαφώτισης. Ο Λουκιανός δεν λαχάνιασε πίσω από τη γενιά του για να την παλμογραφήσει με τα τραγούδια του. Ούτε και κράτησε τον φακό των πεφωτισμένων δεσποτειών που έχουν μπερδέψει την κιθάρα με το έδρανο.
Ραψωδός του οικείου και του καθημερινού ύμνησε τις γειτονιές. Την Αθήνα. Τις γυναίκες. Τον Γιάννη Διακογιάννη. Τους εργένηδες (ως τους τελευταίους των ρομαντικών). Ενέταξε τους παιδικούς του ήρωες στις μουσικές του ιστορίες. Συμφιλίωσε μια κοινωνία κάτω από τη νοσταλγία. Παιδί βασανισμένου κομμουνιστή ο ίδιος, ήξερε πολύ καλά πως οι γενιές ήταν ενιαίες πέραν των διαιρετικών τομών. Απενοχοποίησε το ελαφρό αστικό τραγούδι. Εγραψε για θέατρο και σινεμά. Συχνά όχι τυχαία, τα τραγούδια του τραγουδιούνται ωραιότερα και σωστότερα από ηθοποιούς της εποχής του αλλά και σημερινούς. Εχω την αίσθηση πως και η σταθερή του αποστροφή για τους μικροαστούς πάλι από αγάπη προς αυτούς γινόταν.
Ο Λουκιανός ένιωθε, ήξερε, πως ο μικροαστός δεν είναι ένα «τέρας» με μια συνείδηση που δεν μετατοπίστηκε επαρκώς. Είναι το βαθύ σύμπτωμα μιας ματαιωμένης κοινωνικής μεταβολής. Και η Ρίτα, που «βιάστηκε να μπει σε μια σειρά», ήταν μια γυναίκα από την οποία ο ίδιος περίμενε πολλά. Και απλά τής το υπενθύμισε.
* Το άρθρο του Δ. Ν. Μανιάτη δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Τα ΝΕΑ Σαββατοκύριακο (18-02-2017 / στήλη «Εναλλακτικά»]
Ο μέσος άνδρας κάνει πολλούς κύκλους στη ζωή του για να φτάσει σε ένα σημείο όπου συνειδητοποιεί πως οι νέοι κύκλοι πια δεν τον συμπεριλαμβάνουν. Αυτό ακριβώς γεννάει τους αρνησίγερους. Και τους ηττημένους. Ο Λουκιανός, εκεί περίπου στα 40 του, είχε σχεδόν οριστικοποιήσει πως δεν ανήκε σε καμία από τις δύο παραπάνω κατηγορίες. Ηταν η χρονιά (1983) που οργάνωσε το πρώτο μεταπολιτικό γλέντι ή απλώς ένα μεγάλο πάρτι στη Βουλιαγμένη. Γέρος δεν ήταν, ούτε ακριβώς νέος αλλά το κάλεσμα εκείνο χάραξε μια νεωτερική τομή στο τότε τοπίο. Αν και νομίζω πως το στερεότυπο που θέλει τη Μεταπολίτευση ως μια σκηνή μπουχτισμένη από το πολιτικό τραγούδι ή το μαζικό λαϊκό μάλλον αδικεί την εποχή..
Ο Λουκιανός απλώς συνέχισε τη δική του αταξινόμητη πορεία με εκείνο το event. Μια πορεία εντελώς ασυνήθιστη, μα καθόλου ξεκομμένη από τις ανησυχίες του τοπίου που διαμόρφωνε όλα τα χρόνια τον συνθέτη. Με έναν παράδοξο τρόπο ο Λουκιανός κατάφερε να εικονογραφήσει τη μετάβαση του Νεοέλληνα. Την πρώτη εποχή κανονικότητας. Αυτήν μετά το '74. Τότε που σταθεροποιήθηκαν μια σειρά πραγμάτων τα οποία εμφανώς - αλλά όχι κραυγαλέα ή διδακτικά - ο Λουκιανός μεταστρεφόταν. Από την κλασική καταναλωτική συμπεριφορά μέχρι την ανία της οικογενειακής εύτακτης ζωής. Η ματιά του ήταν λοξή και μαρξογενής χωρίς να είναι ταυτόχρονα κραυγαλέα πολιτική. Και δεν υπέκυπτε σε όρους διαφώτισης. Ο Λουκιανός δεν λαχάνιασε πίσω από τη γενιά του για να την παλμογραφήσει με τα τραγούδια του. Ούτε και κράτησε τον φακό των πεφωτισμένων δεσποτειών που έχουν μπερδέψει την κιθάρα με το έδρανο.
Ραψωδός του οικείου και του καθημερινού ύμνησε τις γειτονιές. Την Αθήνα. Τις γυναίκες. Τον Γιάννη Διακογιάννη. Τους εργένηδες (ως τους τελευταίους των ρομαντικών). Ενέταξε τους παιδικούς του ήρωες στις μουσικές του ιστορίες. Συμφιλίωσε μια κοινωνία κάτω από τη νοσταλγία. Παιδί βασανισμένου κομμουνιστή ο ίδιος, ήξερε πολύ καλά πως οι γενιές ήταν ενιαίες πέραν των διαιρετικών τομών. Απενοχοποίησε το ελαφρό αστικό τραγούδι. Εγραψε για θέατρο και σινεμά. Συχνά όχι τυχαία, τα τραγούδια του τραγουδιούνται ωραιότερα και σωστότερα από ηθοποιούς της εποχής του αλλά και σημερινούς. Εχω την αίσθηση πως και η σταθερή του αποστροφή για τους μικροαστούς πάλι από αγάπη προς αυτούς γινόταν.
Ο Λουκιανός ένιωθε, ήξερε, πως ο μικροαστός δεν είναι ένα «τέρας» με μια συνείδηση που δεν μετατοπίστηκε επαρκώς. Είναι το βαθύ σύμπτωμα μιας ματαιωμένης κοινωνικής μεταβολής. Και η Ρίτα, που «βιάστηκε να μπει σε μια σειρά», ήταν μια γυναίκα από την οποία ο ίδιος περίμενε πολλά. Και απλά τής το υπενθύμισε.
* Το άρθρο του Δ. Ν. Μανιάτη δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Τα ΝΕΑ Σαββατοκύριακο (18-02-2017 / στήλη «Εναλλακτικά»]