Όταν δεν αξίζεις ούτε να σε κουτσουλήσουν τα παπαγαλάκια σου
Γράφει ο Χρήστος Ξανθάκης
ΘΥΜΑΜΑΙ την «Ελευθεροτυπία» όταν έκλεισε. Εικοσιμία Δεκεμβρίου του 2011 πήραμε την απόφαση για κυλιόμενες διήμερες απεργίες, στις εικοσιδύο κατέβηκαν τα ρολά. Αλλά κάπως σαν να ζούσε ακόμη το κτίριο, με τα κομπιούτερ ανοιχτά, τα φώτα, τα νερά, το δίκτυο το εσωτερικό, όπου μπορούσες να μπεις και να γράψεις ή να αναζητήσεις ειδήσεις. Για κάποιο καιρό μάλιστα εξακολουθούσαμε αρκετοί να περνάμε από τη Μίνωος, ακόμη και το κυλικείο ήταν ανοιχτό. Να ζεις και να πεθαίνεις με την ελπίδα…
OTAN KΛΕΙΣΑME για δεύτερη φορά, τον Νοέμβριο του 2015, η κατάσταση δεν είχε κανέναν ρομαντισμό. Ούτε νερό δεν είχε το κτίριο πια, κατουριόσουνα κι έπρεπε να βγεις έξω στα παρτέρια να κάνεις την ανάγκη σου. Ούτε ρεύμα, αγοράσαμε ομαδικά φακούς από παρακείμενο κατάστημα σιδηρικών για να..
ανεβοκατεβαίνουμε τις σκάλες και να μαζέψουμε τα πράγματά μας. Τη δεύτερη φορά τα μαζέψαμε, γιατί ξέραμε πλέον ότι επιστροφή δεν υπάρχει. Και πήραμε το δρόμο μας ο καθένας και η καθεμιά.
ΤΑ ΒΛΕΠΩ τώρα τα ίδια και στον Δημοσιογραφικό Οργανισμό Λαμπράκη. Θλίψη, κατήφεια, στενοχώρια. Και κραυγές, βεβαίως, από κάποιες και κάποιους που αρχίσανε ξανά τα «ψόφος» και να «κλείσει το μπουρδέλο» και άλλα τέτοια εδώδιμα και αποικιακά. Πράγμα το οποίο δεν με βρίσκει διόλου σύμφωνο. Ναι, το ομολογώ, υπάρχουν κάποιοι τύποι στο «συγκρότημα» που ευχαρίστως θα τους γιαούρτωνα, αλλά πείτε μου εσείς ένα μαγαζί δίχως μαλάκες. Δίχως κανέναν μαλάκα. Ας έρθει παρακαλώ ο αναμάρτητος να ρίξει τον πρώτο λίθο.
ΚΙ ΑΣ ΠΑΡΕΙ επίσης στα χέρια το σημερινό φύλλο των «Νέων» για να δει πρόσωπα. Να δει φάτσες δημοσιογραφικές, που δουλεύουν για την είδηση και το σχόλιο. Χρόνια τώρα, δεκαετίες, από το «μάρμαρο» και τον «τσίγκο» ως την ψηφιακή τεχνολογία. Εντάξει, έχει και Χυτήρη και Κρεμαστινό το πάνελ, αλλά αυτές είναι οι λεγόμενες «δουλείες» του λειτουργήματός μας, δεν γλυτώνεις. Ουδείς αναμάρτητος…
ΚΑΙ ΚΑΠΟΥ εδώ θα έπρεπε να γράψω κάτι για το «δια ταύτα» και να το κλείσω το κομμάτι. Μόνο που στην υπόθεση του ΔΟΛ, δεν υπάρχει κανένα «δια ταύτα». Υπάρχουν μόνο κακές προθέσεις και κακό κάρμα και κακή πίστη, όπως συμβαίνει σε όλα τα μεγάλα μαγαζιά που συσσωρεύουν αμαρτίες με το πέρασμα των ετών. Και βλέπουν ότι τόσον καιρό περπατούσαν στον αέρα και ότι το δίχτυ προστασίας έχει πουληθεί. Σε τιμή ευκαιρίας, όπως αναμένουν διάφοροι καρχαρίες ότι θα ψωνίσουν από τα σπαράγματα του ΔΟΛ. Από τα συντρίμμια που άφησαν πίσω τους κάποια καϊνάρια που ήθελαν να παραστήσουν τους εκδότες και να αποκτήσουν κούτελο στην κοινωνία. Ούτε να τους κουτσουλήσουν τα παπαγαλάκια τους δεν αξίζουν τώρα, ούτε να τους φτύσουν τα τσατσόνια τους…
Υ.Γ.: Έβλεπα χθες στον ΣΚΑΪ τον εκπρόσωπο της Νέας Δημοκρατίας Βασίλη Κικίλια να μιλάει για το ταξίδι του πρωθυπουργού στο Παρίσι και όταν έφτασε η κουβέντα στις επαφές με τη L’ Oreal δήλωσε με έμφαση ότι «υπάρχουν καρτέλ στο χώρο των καλλυντικών»! Να τα ακούνε αυτά κάτι βλήματα σαν εμένα, που είχαμε βγάλει γλώσσα σε εκείνον τον άγιο άνθρωπο τον Κουμουτσάκο!
- από το newpost.gr
Γράφει ο Χρήστος Ξανθάκης
ΘΥΜΑΜΑΙ την «Ελευθεροτυπία» όταν έκλεισε. Εικοσιμία Δεκεμβρίου του 2011 πήραμε την απόφαση για κυλιόμενες διήμερες απεργίες, στις εικοσιδύο κατέβηκαν τα ρολά. Αλλά κάπως σαν να ζούσε ακόμη το κτίριο, με τα κομπιούτερ ανοιχτά, τα φώτα, τα νερά, το δίκτυο το εσωτερικό, όπου μπορούσες να μπεις και να γράψεις ή να αναζητήσεις ειδήσεις. Για κάποιο καιρό μάλιστα εξακολουθούσαμε αρκετοί να περνάμε από τη Μίνωος, ακόμη και το κυλικείο ήταν ανοιχτό. Να ζεις και να πεθαίνεις με την ελπίδα…
OTAN KΛΕΙΣΑME για δεύτερη φορά, τον Νοέμβριο του 2015, η κατάσταση δεν είχε κανέναν ρομαντισμό. Ούτε νερό δεν είχε το κτίριο πια, κατουριόσουνα κι έπρεπε να βγεις έξω στα παρτέρια να κάνεις την ανάγκη σου. Ούτε ρεύμα, αγοράσαμε ομαδικά φακούς από παρακείμενο κατάστημα σιδηρικών για να..
ανεβοκατεβαίνουμε τις σκάλες και να μαζέψουμε τα πράγματά μας. Τη δεύτερη φορά τα μαζέψαμε, γιατί ξέραμε πλέον ότι επιστροφή δεν υπάρχει. Και πήραμε το δρόμο μας ο καθένας και η καθεμιά.
ΤΑ ΒΛΕΠΩ τώρα τα ίδια και στον Δημοσιογραφικό Οργανισμό Λαμπράκη. Θλίψη, κατήφεια, στενοχώρια. Και κραυγές, βεβαίως, από κάποιες και κάποιους που αρχίσανε ξανά τα «ψόφος» και να «κλείσει το μπουρδέλο» και άλλα τέτοια εδώδιμα και αποικιακά. Πράγμα το οποίο δεν με βρίσκει διόλου σύμφωνο. Ναι, το ομολογώ, υπάρχουν κάποιοι τύποι στο «συγκρότημα» που ευχαρίστως θα τους γιαούρτωνα, αλλά πείτε μου εσείς ένα μαγαζί δίχως μαλάκες. Δίχως κανέναν μαλάκα. Ας έρθει παρακαλώ ο αναμάρτητος να ρίξει τον πρώτο λίθο.
ΚΙ ΑΣ ΠΑΡΕΙ επίσης στα χέρια το σημερινό φύλλο των «Νέων» για να δει πρόσωπα. Να δει φάτσες δημοσιογραφικές, που δουλεύουν για την είδηση και το σχόλιο. Χρόνια τώρα, δεκαετίες, από το «μάρμαρο» και τον «τσίγκο» ως την ψηφιακή τεχνολογία. Εντάξει, έχει και Χυτήρη και Κρεμαστινό το πάνελ, αλλά αυτές είναι οι λεγόμενες «δουλείες» του λειτουργήματός μας, δεν γλυτώνεις. Ουδείς αναμάρτητος…
ΚΑΙ ΚΑΠΟΥ εδώ θα έπρεπε να γράψω κάτι για το «δια ταύτα» και να το κλείσω το κομμάτι. Μόνο που στην υπόθεση του ΔΟΛ, δεν υπάρχει κανένα «δια ταύτα». Υπάρχουν μόνο κακές προθέσεις και κακό κάρμα και κακή πίστη, όπως συμβαίνει σε όλα τα μεγάλα μαγαζιά που συσσωρεύουν αμαρτίες με το πέρασμα των ετών. Και βλέπουν ότι τόσον καιρό περπατούσαν στον αέρα και ότι το δίχτυ προστασίας έχει πουληθεί. Σε τιμή ευκαιρίας, όπως αναμένουν διάφοροι καρχαρίες ότι θα ψωνίσουν από τα σπαράγματα του ΔΟΛ. Από τα συντρίμμια που άφησαν πίσω τους κάποια καϊνάρια που ήθελαν να παραστήσουν τους εκδότες και να αποκτήσουν κούτελο στην κοινωνία. Ούτε να τους κουτσουλήσουν τα παπαγαλάκια τους δεν αξίζουν τώρα, ούτε να τους φτύσουν τα τσατσόνια τους…
Υ.Γ.: Έβλεπα χθες στον ΣΚΑΪ τον εκπρόσωπο της Νέας Δημοκρατίας Βασίλη Κικίλια να μιλάει για το ταξίδι του πρωθυπουργού στο Παρίσι και όταν έφτασε η κουβέντα στις επαφές με τη L’ Oreal δήλωσε με έμφαση ότι «υπάρχουν καρτέλ στο χώρο των καλλυντικών»! Να τα ακούνε αυτά κάτι βλήματα σαν εμένα, που είχαμε βγάλει γλώσσα σε εκείνον τον άγιο άνθρωπο τον Κουμουτσάκο!
- από το newpost.gr