Xθες στο σώμα των εφημερίδων δεν υπήρχαν τα «Νέα». Καθώς ανήκω σε μια
δημοσιογραφική γενιά που διάβαζε, τουλάχιστον ξεφύλλιζε, τον ημερήσιο
Τύπο στο γραφείο, η απουσία μιας εφημερίδας-πυλώνα δεν φτωχαίνει,
διαταράσσει όλο το τοπίο.(...)
Το «σώμα των εφημερίδων» ήταν ένας αφανής δεσμός, μια πυξίδα και ένα μέτρο σύγκρισης. Τι είχαν τα «Νέα», για παράδειγμα, ως θεματολογία στις πολιτιστικές σελίδες τους, τι δεν είχαμε «εμείς» ή πού υπερείχαμε, ποια είδηση «χάσαμε», τι αξιολογήσαμε διαφορετικά.
Αυτό το «σώμα», βέβαια, συρρικνώθηκε συν τω χρόνω με απώλειες σημαντικών εντύπων (όπως η «Ελευθεροτυπία»), όταν δε, τα ειδησεογραφικά σάιτ πολλαπλασιάστηκαν και το Διαδίκτυο άρχισε να απορροφά χρόνο και χώρο στην ενημέρωση,..
ήταν και είναι όλο και λιγότεροι οι δημοσιογράφοι που συντηρούν τη συνήθεια του ξεφυλλίσματος των εφημερίδων μέσα στη μέρα.
Στα «Νέα» έριχνα, ανελλιπώς, μια έστω και σύντομη ματιά. Δεν θα επιμείνω στον παρελθόντα χρόνο γιατί κανείς δεν γνωρίζει με βεβαιότητα –την απεύχεται κιόλας– πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα.
Oμως όταν μια ιστορική εφημερίδα αρχίζει να λείπει από τα περίπτερα, τα γραφεία, τα χέρια του αναγνώστη, η απουσία αυτή δεν είναι υπέρ κανενός. Ούτε ενισχύει τις υπόλοιπες εφημερίδες ούτε προσφέρει στους εναπομείναντες αίσθημα παντοδυναμίας.Το αντίθετο συμβαίνει. Πολλαπλασιάζεται η μοναξιά, ερημώνει το τοπίο, πλήττεται ζωτικά η ενημέρωση.
Λείπουν ο αλληλοπροσδιορισμός, η γκρίνια, ο θυμός, ο θαυμασμός, η σύγκρουση με τον εαυτό ή με τον συνάδελφο της άλλης εφημερίδας, η δυσφορία, το τηλεφώνημα (ή το sms) για ένα ρεπορτάζ που πρέπει να γίνει ή να συνεχιστεί η επιμελής σιωπή όταν ήξερες ότι έχεις την «είδηση» στα χέρια σου.
Τώρα, όλα αυτά, συναισθήματα και σχέσεις, οδεύουν, αν δεν έχουν πάρει ήδη τη θέση τους, στην προθήκη του μουσείου του χρόνου. Σιωπή. Αυτή η ησυχία που απλώνεται σε γραφεία που αδειάζουν, σε θέσεις που μένουν κενές χωρίς να ξέρεις αν ποτέ αναπληρωθούν, σε υπολογιστές που αποσυνδέονται, σε συρτάρια που ανοιγοκλείνουν με μεγάλη ευκολία χωρίς να φρακάρουν από χαρτιά ή βιβλία(...)
- από άρθρο της Μαρίας Κατσουνάκη στην Καθημερινή
Το «σώμα των εφημερίδων» ήταν ένας αφανής δεσμός, μια πυξίδα και ένα μέτρο σύγκρισης. Τι είχαν τα «Νέα», για παράδειγμα, ως θεματολογία στις πολιτιστικές σελίδες τους, τι δεν είχαμε «εμείς» ή πού υπερείχαμε, ποια είδηση «χάσαμε», τι αξιολογήσαμε διαφορετικά.
Αυτό το «σώμα», βέβαια, συρρικνώθηκε συν τω χρόνω με απώλειες σημαντικών εντύπων (όπως η «Ελευθεροτυπία»), όταν δε, τα ειδησεογραφικά σάιτ πολλαπλασιάστηκαν και το Διαδίκτυο άρχισε να απορροφά χρόνο και χώρο στην ενημέρωση,..
ήταν και είναι όλο και λιγότεροι οι δημοσιογράφοι που συντηρούν τη συνήθεια του ξεφυλλίσματος των εφημερίδων μέσα στη μέρα.
Στα «Νέα» έριχνα, ανελλιπώς, μια έστω και σύντομη ματιά. Δεν θα επιμείνω στον παρελθόντα χρόνο γιατί κανείς δεν γνωρίζει με βεβαιότητα –την απεύχεται κιόλας– πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα.
Oμως όταν μια ιστορική εφημερίδα αρχίζει να λείπει από τα περίπτερα, τα γραφεία, τα χέρια του αναγνώστη, η απουσία αυτή δεν είναι υπέρ κανενός. Ούτε ενισχύει τις υπόλοιπες εφημερίδες ούτε προσφέρει στους εναπομείναντες αίσθημα παντοδυναμίας.Το αντίθετο συμβαίνει. Πολλαπλασιάζεται η μοναξιά, ερημώνει το τοπίο, πλήττεται ζωτικά η ενημέρωση.
Λείπουν ο αλληλοπροσδιορισμός, η γκρίνια, ο θυμός, ο θαυμασμός, η σύγκρουση με τον εαυτό ή με τον συνάδελφο της άλλης εφημερίδας, η δυσφορία, το τηλεφώνημα (ή το sms) για ένα ρεπορτάζ που πρέπει να γίνει ή να συνεχιστεί η επιμελής σιωπή όταν ήξερες ότι έχεις την «είδηση» στα χέρια σου.
Τώρα, όλα αυτά, συναισθήματα και σχέσεις, οδεύουν, αν δεν έχουν πάρει ήδη τη θέση τους, στην προθήκη του μουσείου του χρόνου. Σιωπή. Αυτή η ησυχία που απλώνεται σε γραφεία που αδειάζουν, σε θέσεις που μένουν κενές χωρίς να ξέρεις αν ποτέ αναπληρωθούν, σε υπολογιστές που αποσυνδέονται, σε συρτάρια που ανοιγοκλείνουν με μεγάλη ευκολία χωρίς να φρακάρουν από χαρτιά ή βιβλία(...)
- από άρθρο της Μαρίας Κατσουνάκη στην Καθημερινή