Γράφει ο Διονύσης Βραϊμάκης*
Εν αρχή είναι το «εν συντομία»:
** Με τα παιδιά δεν παίζεις. Δεν παίζεις δηλαδή παράξενα, επικίνδυνα, πολιτικά, δημοσιογραφικά ή όποια άλλα τοξικά παιχνίδια.
** Τη δημοσιογραφία όταν έχει άποψη, κρίση, γνώμη, καθαρότητα δεν τη φυλακίζεις, την προστατεύεις. Τη δημοσιογραφία, όμως, όχι την κάτι σαν δημοσιογραφία. Όχι την ανάλγητη δημοσιογραφία που σημαδεύει
το παιδί για να πλήξει τον πατέρα.
** Η ελευθερία της δημοσιογραφίας δεν είναι απεριόριστη. Έχει φραγμούς και όρια που (όχι μόνο στις μέρες μας) καταπατήθηκαν και κάποιες φορές παραβιάστηκαν από λειτουργούς της με χαλαρή συνείδηση.
** Η κοινοβουλευτική Δημοκρατία στην Ελλάδα, τουλάχιστον αυτή που βιώνουμε μετά τη
Μεταπολίτευση για 43 χρόνια, δεν είναι χούντα. Όσοι έζησαν πραγματικές χούντες ξέρουν τη σημασία της λέξης. Ξέρουν την πραγματική λογοκρισία, τη βία της, τον τρόμο που προκαλεί.
Αυτά τα λίγα προκαταρκτικά για όσα έγιναν ή ειπώθηκαν τον τελευταίο καιρό γύρω από το εξάχρονο της Ρούπα και το δεκαπεντάχρονο του Καμμένου. Το ένα κρατήθηκε για μέρες υπό φρούρηση, το άλλο κατηγορήθηκε δημοσίως και αβασάνιστα. Και στις δύο περιπτώσεις τα παιδιά δεν ήταν ο στόχος, ήταν το εργαλείο, ήταν ο επικρουστήρας τού όπλου που στόχευε τους γονείς.
Η δημοσιογραφία έχει αλλάξει σε ποιότητα, σε λειτουργία, σε ανθρώπους. Έγινε κυνική, ελευθερόστομη και σε πολλές περιπτώσεις ψευδεπίγραφη. Γιατί βαφτίστηκε «δημοσιογραφία» ο εκβιασμός, το αβαντάρισμα της εξουσίας (της οποιασδήποτε εξουσίας), η χυδαιολογία, το εμπόριο φανατισμού, ακόμα και το διατρητικό βλέμμα μέσα από κλειδαρότρυπες.
Συχνά η Πρώτη και η Τέταρτη εξουσία, όταν τις κακομεταχειρίζονται, συμπορεύονται. Πάνε μαζί, χέρι χέρι, σε αδικία και σε επικινδυνότητα. Όπως έγινε, δηλαδή, αυτές τις μέρες γύρω από τα δυο παιδιά, με την άθλια μεταχείριση του ενός και με την ηθική κακοποίηση του άλλου. Καμιά από τις δύο δεν μπορεί να νιώσει τη συγκίνηση που προκαλεί και το μήνυμα που στέλνει η φράση «Οι ζευγάδες φεύγουν, η σπορά μένει». Και τα παιδιά είναι σπορά, είναι το μέλλον. Είχα ακούσει αυτά τα σοφά λόγια, πολλά χρόνια πίσω, από τον Χαρίλαο Φλωράκη. Και χαράχθηκαν στο μυαλό και στην καρδιά μου. Πολύ βαθιά.
*Το άρθρο του Διον. Βραϊμάκη δημοσιεύεται στη Live Sport της Πέμπτης
- από το μπλογκ harddog-sport
Εν αρχή είναι το «εν συντομία»:
** Με τα παιδιά δεν παίζεις. Δεν παίζεις δηλαδή παράξενα, επικίνδυνα, πολιτικά, δημοσιογραφικά ή όποια άλλα τοξικά παιχνίδια.
** Τη δημοσιογραφία όταν έχει άποψη, κρίση, γνώμη, καθαρότητα δεν τη φυλακίζεις, την προστατεύεις. Τη δημοσιογραφία, όμως, όχι την κάτι σαν δημοσιογραφία. Όχι την ανάλγητη δημοσιογραφία που σημαδεύει
το παιδί για να πλήξει τον πατέρα.
** Η ελευθερία της δημοσιογραφίας δεν είναι απεριόριστη. Έχει φραγμούς και όρια που (όχι μόνο στις μέρες μας) καταπατήθηκαν και κάποιες φορές παραβιάστηκαν από λειτουργούς της με χαλαρή συνείδηση.
** Η κοινοβουλευτική Δημοκρατία στην Ελλάδα, τουλάχιστον αυτή που βιώνουμε μετά τη
Μεταπολίτευση για 43 χρόνια, δεν είναι χούντα. Όσοι έζησαν πραγματικές χούντες ξέρουν τη σημασία της λέξης. Ξέρουν την πραγματική λογοκρισία, τη βία της, τον τρόμο που προκαλεί.
Αυτά τα λίγα προκαταρκτικά για όσα έγιναν ή ειπώθηκαν τον τελευταίο καιρό γύρω από το εξάχρονο της Ρούπα και το δεκαπεντάχρονο του Καμμένου. Το ένα κρατήθηκε για μέρες υπό φρούρηση, το άλλο κατηγορήθηκε δημοσίως και αβασάνιστα. Και στις δύο περιπτώσεις τα παιδιά δεν ήταν ο στόχος, ήταν το εργαλείο, ήταν ο επικρουστήρας τού όπλου που στόχευε τους γονείς.
Η δημοσιογραφία έχει αλλάξει σε ποιότητα, σε λειτουργία, σε ανθρώπους. Έγινε κυνική, ελευθερόστομη και σε πολλές περιπτώσεις ψευδεπίγραφη. Γιατί βαφτίστηκε «δημοσιογραφία» ο εκβιασμός, το αβαντάρισμα της εξουσίας (της οποιασδήποτε εξουσίας), η χυδαιολογία, το εμπόριο φανατισμού, ακόμα και το διατρητικό βλέμμα μέσα από κλειδαρότρυπες.
Συχνά η Πρώτη και η Τέταρτη εξουσία, όταν τις κακομεταχειρίζονται, συμπορεύονται. Πάνε μαζί, χέρι χέρι, σε αδικία και σε επικινδυνότητα. Όπως έγινε, δηλαδή, αυτές τις μέρες γύρω από τα δυο παιδιά, με την άθλια μεταχείριση του ενός και με την ηθική κακοποίηση του άλλου. Καμιά από τις δύο δεν μπορεί να νιώσει τη συγκίνηση που προκαλεί και το μήνυμα που στέλνει η φράση «Οι ζευγάδες φεύγουν, η σπορά μένει». Και τα παιδιά είναι σπορά, είναι το μέλλον. Είχα ακούσει αυτά τα σοφά λόγια, πολλά χρόνια πίσω, από τον Χαρίλαο Φλωράκη. Και χαράχθηκαν στο μυαλό και στην καρδιά μου. Πολύ βαθιά.
*Το άρθρο του Διον. Βραϊμάκη δημοσιεύεται στη Live Sport της Πέμπτης
- από το μπλογκ harddog-sport