Γράφει ο Τάσος Παππάς*
Αμφίπλευρη διεύρυνση. Αυτή είναι η στρατηγική που θέλει να ακολουθήσει η ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας στην προσπάθειά της να διεκδικήσει με αξιώσεις την αυτοδυναμία. Η επιλογή είναι σωστή. Πρόκειται για τη γνωστή συνταγή όλων των κομμάτων εξουσίας που αγωνίζονται να διεισδύσουν σε διπλανούς χώρους κάνοντας ανοίγματα και προς τα δεξιά τους και προς τα αριστερά τους.
Την εφάρμοσε με επιτυχία ο Ανδρέας Παπανδρέου την περίοδο της παντοδυναμίας του. Το ΠΑΣΟΚ πριν και μετά τις εκλογές του 1981 ήταν ελκυστικός προορισμός για τις ανέστιες προσωπικότητες της Δεξιάς και της Αριστεράς.
Ο ιδρυτής του ήταν μανούλα σε τέτοιου τύπου μεθοδεύσεις. Κινήθηκε στη λογική..
«ένας από εδώ και ένας από ’κεί» με προσοχή παίρνοντας υπόψη του τις ισορροπίες στην Κοινοβουλευτική Ομάδα, τις διαθέσεις του πανίσχυρου τότε κομματικού μηχανισμού και υπολόγιζε πολύ τις ευαισθησίες του ακροατηρίου του, το οποίο ο ίδιος είχε διαπαιδαγωγήσει με αντιδεξιά και ενίοτε με αντισυστημική ρητορική.
Ετσι, δεν εκδηλώθηκαν αντιδράσεις για τη συνεργασία με τον κεντρώο Γεώργιο Μαύρο και τον δεξιό Γιάννη Μπούτο, επειδή ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα Παπανδρέου και οι πέραν πάσης αμφιβολίας αριστεροί, υψηλού κύρους και εξαιρετικά δημοφιλείς στις τάξεις των οπαδών του ΠΑΣΟΚ, Μάρκος Βαφειάδης και Μανώλης Γλέζος.
Με την ίδια γραμμή πορεύτηκε και ο Γιώργος Παπανδρέου: Ανδριανόπουλος και Μάνος από τη νεοφιλελεύθερη Δεξιά, Ανδρουλάκης και Δαμανάκη από την ανανεωτική Αριστερά. Οι κινήσεις και των δύο Παπανδρέου είχαν εκλογικό αντίκρισμα. Τα συγκεκριμένα πρόσωπα, λόγω του καλού βιογραφικού τους, έφεραν προστιθέμενη αξία και το κόμμα ενίσχυσε την πολυσυλλεκτική φυσιογνωμία του.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, όμως, φαίνεται να έχει πιο χαμηλές προσδοκίες. Οι λόγοι είναι προφανείς. Το κόμμα του δεν είναι παρθένο, έχει κυβερνητικό παρελθόν και μάλιστα κακόφημο, στο εσωτερικό του υπάρχουν ισχυρές ακροδεξιές ομαδοποιήσεις που αντιστέκονται, ο ίδιος, παρά τη φιλότιμη προσπάθεια που καταβάλλει, δυσκολεύεται να διασκεδάσει την εντύπωση ότι είναι νεοφιλελεύθερος και το σχέδιό του για τη χώρα δεν είναι δελεαστικό.
Ετσι, εκτός από τη φυσιολογική και αναμενόμενη ένταξη των πατενταρισμένων νεοφιλελεύθερων («Δράση»), ελπίζει να προσέλθουν οι επαγγελματίες οπορτουνιστές του Κέντρου, οι γυρολόγοι της πολιτικής που ψάχνουν σωσίβιο για να επιπλεύσουν και ίσως κάποιοι από την Κεντροαριστερά, που δεν μπορούν να φανταστούν τον εαυτό τους εκτός κυβερνητικών πόστων και μισούν τον ΣΥΡΙΖΑ περισσότερο και από τις αμαρτίες τους.
Προστιθέμενοι όλοι αυτοί δεν είναι αμελητέα ποσότητα, τουλάχιστον σε επίπεδο εντυπώσεων. Θα φανεί στην κάλπη αν συγκροτούν αξιόλογο πολιτικό και εκλογικό μέγεθος, ικανό να κάνει τη διαφορά.
* Εφημερίδα των Συντακτών
Αμφίπλευρη διεύρυνση. Αυτή είναι η στρατηγική που θέλει να ακολουθήσει η ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας στην προσπάθειά της να διεκδικήσει με αξιώσεις την αυτοδυναμία. Η επιλογή είναι σωστή. Πρόκειται για τη γνωστή συνταγή όλων των κομμάτων εξουσίας που αγωνίζονται να διεισδύσουν σε διπλανούς χώρους κάνοντας ανοίγματα και προς τα δεξιά τους και προς τα αριστερά τους.
Την εφάρμοσε με επιτυχία ο Ανδρέας Παπανδρέου την περίοδο της παντοδυναμίας του. Το ΠΑΣΟΚ πριν και μετά τις εκλογές του 1981 ήταν ελκυστικός προορισμός για τις ανέστιες προσωπικότητες της Δεξιάς και της Αριστεράς.
Ο ιδρυτής του ήταν μανούλα σε τέτοιου τύπου μεθοδεύσεις. Κινήθηκε στη λογική..
«ένας από εδώ και ένας από ’κεί» με προσοχή παίρνοντας υπόψη του τις ισορροπίες στην Κοινοβουλευτική Ομάδα, τις διαθέσεις του πανίσχυρου τότε κομματικού μηχανισμού και υπολόγιζε πολύ τις ευαισθησίες του ακροατηρίου του, το οποίο ο ίδιος είχε διαπαιδαγωγήσει με αντιδεξιά και ενίοτε με αντισυστημική ρητορική.
Ετσι, δεν εκδηλώθηκαν αντιδράσεις για τη συνεργασία με τον κεντρώο Γεώργιο Μαύρο και τον δεξιό Γιάννη Μπούτο, επειδή ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα Παπανδρέου και οι πέραν πάσης αμφιβολίας αριστεροί, υψηλού κύρους και εξαιρετικά δημοφιλείς στις τάξεις των οπαδών του ΠΑΣΟΚ, Μάρκος Βαφειάδης και Μανώλης Γλέζος.
Με την ίδια γραμμή πορεύτηκε και ο Γιώργος Παπανδρέου: Ανδριανόπουλος και Μάνος από τη νεοφιλελεύθερη Δεξιά, Ανδρουλάκης και Δαμανάκη από την ανανεωτική Αριστερά. Οι κινήσεις και των δύο Παπανδρέου είχαν εκλογικό αντίκρισμα. Τα συγκεκριμένα πρόσωπα, λόγω του καλού βιογραφικού τους, έφεραν προστιθέμενη αξία και το κόμμα ενίσχυσε την πολυσυλλεκτική φυσιογνωμία του.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, όμως, φαίνεται να έχει πιο χαμηλές προσδοκίες. Οι λόγοι είναι προφανείς. Το κόμμα του δεν είναι παρθένο, έχει κυβερνητικό παρελθόν και μάλιστα κακόφημο, στο εσωτερικό του υπάρχουν ισχυρές ακροδεξιές ομαδοποιήσεις που αντιστέκονται, ο ίδιος, παρά τη φιλότιμη προσπάθεια που καταβάλλει, δυσκολεύεται να διασκεδάσει την εντύπωση ότι είναι νεοφιλελεύθερος και το σχέδιό του για τη χώρα δεν είναι δελεαστικό.
Ετσι, εκτός από τη φυσιολογική και αναμενόμενη ένταξη των πατενταρισμένων νεοφιλελεύθερων («Δράση»), ελπίζει να προσέλθουν οι επαγγελματίες οπορτουνιστές του Κέντρου, οι γυρολόγοι της πολιτικής που ψάχνουν σωσίβιο για να επιπλεύσουν και ίσως κάποιοι από την Κεντροαριστερά, που δεν μπορούν να φανταστούν τον εαυτό τους εκτός κυβερνητικών πόστων και μισούν τον ΣΥΡΙΖΑ περισσότερο και από τις αμαρτίες τους.
Προστιθέμενοι όλοι αυτοί δεν είναι αμελητέα ποσότητα, τουλάχιστον σε επίπεδο εντυπώσεων. Θα φανεί στην κάλπη αν συγκροτούν αξιόλογο πολιτικό και εκλογικό μέγεθος, ικανό να κάνει τη διαφορά.
* Εφημερίδα των Συντακτών