Γράφει ο Στρατής Αγγελής
Η δημοσιογραφία είναι μια δουλειά στην οποία πρέπει να δίνεις καθημερινά μάχη για το αυτονόητο. Να παρακολουθείς όσο περισσότερες πηγές μπορείς, να «κοσκινίζεις» τις πληροφορίες και να πετάς τις άχρηστες, να ξεχωρίζεις την ουσία και να δίνεις στον αναγνώστη όχι μόνο την είδηση αλλά και τις προεκτάσεις του θέματος. Πριν από τρεις δεκαετίες, στην εποχή του τηλέτυπου και των τηλεγραφημάτων, τα πράγματα ήταν πιο απλά, οι καταστάσεις πιο διακριτές, τα ταξίδια σε εμπόλεμες και μη περιοχές πιο δύσκολα και με λιγότερα μέσα.
Κι ύστερα ήρθε η έκρηξη της τεχνολογίας, η εποχή του Διαδικτύου, που άλλαξε άρδην τον τρόπο που δουλεύουμε και σκεφτόμαστε. Δεν είναι μόνο οι άπειρες πηγές και πληροφορίες. Είναι επίσης η εξέλιξη των προπαγανδιστικών κρατικών και κομματικών μηχανισμών -που κάνουν βέβαια.. τη δουλειά τους- ολοένα πιο βρόμικα, πιο ύπουλα. Σε αυτό τον κυκεώνα προστίθενται τα σενάρια συνωμοσίας που παράγονται και αναπαράγονται, άλλοτε για να καλλιεργήσουν ρατσισμό, άλλοτε για να «ψαρέψουν» αναγνώστες και χρήμα, άλλοτε για όλα αυτά μαζί και άλλοτε για... πλάκα.
Πόσες φορές δεν βρέθηκε κάποιος από εμάς τους δημοσιογράφους στη δύσκολη θέση να εξηγήσει στον προϊστάμενο, τον αρχισυντάκτη, τον διευθυντή ότι αυτό που διάβασε ή είδε ή άκουσε κάπου, απλά δεν ισχύει ή ότι δεν είναι ακριβώς έτσι. Και πόσες φορές δεν ένιωσε ότι δίνει μια άνιση μάχη για να υπερασπιστεί την κοινή λογική, για να πείσει τον αναγνώστη, ακροατή, τηλεθεατή ότι αυτό που του παρουσιάζει δεν είναι άλλη μια κατασκευασμένη είδηση. Στο τέλος της ημέρας, όλοι γινόμαστε περισσότερο φιλύποπτοι, ενώ ακροβατούμε μέσα σε έναν κυκεώνα πληροφοριών.
Δεν είναι μια φιλολογική συζήτηση για τη δεοντολογία. Είναι η καθημερινότητα στα γραφεία των συντακτών, στις συσκέψεις, στα πρωτοσέλιδα, στους ιστότοπους και στα κοινωνικά δίκτυα, μπροστά στις οθόνες μας. Θα περιοριστώ σε δύο χαρακτηριστικά θέματα από την πρώτη γραμμή τής διεθνούς επικαιρότητας, που είναι το αντικείμενο της δικής μου δουλειάς.
Παρενέβησαν, αλήθεια, οι ρωσικές μυστικές υπηρεσίες για να βγάλουν πρόεδρο της Αμερικής τον Τραμπ; Πόσος χρόνος χρειάστηκε για να διαπιστωθεί αυτό; Τι έκαναν η CIA και το FBI; Πόσο άρρωστη ήταν η Κλίντον; Ποιοι κατασκεύασαν το σκάνδαλο της «πιτσαρίας των παιδόφιλων» για να εμπλέξουν τον διευθυντή τής εκστρατείας της;
Είναι πραγματικά από το βομβαρδισμένο Χαλέπι τα βίντεο και οι φωτογραφίες με τα νεκρά παιδιά ή από τη βομβαρδισμένη Γάζα; Βρίσκεται αληθινά σε εμπόλεμη ζώνη ο ακτιβιστής που περιγράφει μια ανθρωπιστική καταστροφή; Και ποιος είναι εκείνος που τον διαψεύδει; Ποιον ωφελεί άραγε η αποκάλυψη της μιας σκηνοθετημένης κατάστασης, αλλά όχι και της άλλης, που βγάζει «αθώα περιστερά» τον Άσαντ;
«Ο πόλεμος βασίζεται στην παραπλάνηση», ανέφερε σε ένα από τα κλασικά αποφθέγματά του ο Κινέζος στρατηγός και φιλόσοφος Σουν Τζου («Η τέχνη του πολέμου», 6ος αιώνας π.Χ.). Θεωρητικά δεν άλλαξαν πολλά από τότε. Αλλά ο καθένας μας μπορεί πλέον να παραπλανεί και να παραπλανάται ευκολότερα. Εκτός αν έχει χρόνο και διάθεση να προβληματιστεί.
- Αυγή
Η δημοσιογραφία είναι μια δουλειά στην οποία πρέπει να δίνεις καθημερινά μάχη για το αυτονόητο. Να παρακολουθείς όσο περισσότερες πηγές μπορείς, να «κοσκινίζεις» τις πληροφορίες και να πετάς τις άχρηστες, να ξεχωρίζεις την ουσία και να δίνεις στον αναγνώστη όχι μόνο την είδηση αλλά και τις προεκτάσεις του θέματος. Πριν από τρεις δεκαετίες, στην εποχή του τηλέτυπου και των τηλεγραφημάτων, τα πράγματα ήταν πιο απλά, οι καταστάσεις πιο διακριτές, τα ταξίδια σε εμπόλεμες και μη περιοχές πιο δύσκολα και με λιγότερα μέσα.
Κι ύστερα ήρθε η έκρηξη της τεχνολογίας, η εποχή του Διαδικτύου, που άλλαξε άρδην τον τρόπο που δουλεύουμε και σκεφτόμαστε. Δεν είναι μόνο οι άπειρες πηγές και πληροφορίες. Είναι επίσης η εξέλιξη των προπαγανδιστικών κρατικών και κομματικών μηχανισμών -που κάνουν βέβαια.. τη δουλειά τους- ολοένα πιο βρόμικα, πιο ύπουλα. Σε αυτό τον κυκεώνα προστίθενται τα σενάρια συνωμοσίας που παράγονται και αναπαράγονται, άλλοτε για να καλλιεργήσουν ρατσισμό, άλλοτε για να «ψαρέψουν» αναγνώστες και χρήμα, άλλοτε για όλα αυτά μαζί και άλλοτε για... πλάκα.
Πόσες φορές δεν βρέθηκε κάποιος από εμάς τους δημοσιογράφους στη δύσκολη θέση να εξηγήσει στον προϊστάμενο, τον αρχισυντάκτη, τον διευθυντή ότι αυτό που διάβασε ή είδε ή άκουσε κάπου, απλά δεν ισχύει ή ότι δεν είναι ακριβώς έτσι. Και πόσες φορές δεν ένιωσε ότι δίνει μια άνιση μάχη για να υπερασπιστεί την κοινή λογική, για να πείσει τον αναγνώστη, ακροατή, τηλεθεατή ότι αυτό που του παρουσιάζει δεν είναι άλλη μια κατασκευασμένη είδηση. Στο τέλος της ημέρας, όλοι γινόμαστε περισσότερο φιλύποπτοι, ενώ ακροβατούμε μέσα σε έναν κυκεώνα πληροφοριών.
Δεν είναι μια φιλολογική συζήτηση για τη δεοντολογία. Είναι η καθημερινότητα στα γραφεία των συντακτών, στις συσκέψεις, στα πρωτοσέλιδα, στους ιστότοπους και στα κοινωνικά δίκτυα, μπροστά στις οθόνες μας. Θα περιοριστώ σε δύο χαρακτηριστικά θέματα από την πρώτη γραμμή τής διεθνούς επικαιρότητας, που είναι το αντικείμενο της δικής μου δουλειάς.
Παρενέβησαν, αλήθεια, οι ρωσικές μυστικές υπηρεσίες για να βγάλουν πρόεδρο της Αμερικής τον Τραμπ; Πόσος χρόνος χρειάστηκε για να διαπιστωθεί αυτό; Τι έκαναν η CIA και το FBI; Πόσο άρρωστη ήταν η Κλίντον; Ποιοι κατασκεύασαν το σκάνδαλο της «πιτσαρίας των παιδόφιλων» για να εμπλέξουν τον διευθυντή τής εκστρατείας της;
Είναι πραγματικά από το βομβαρδισμένο Χαλέπι τα βίντεο και οι φωτογραφίες με τα νεκρά παιδιά ή από τη βομβαρδισμένη Γάζα; Βρίσκεται αληθινά σε εμπόλεμη ζώνη ο ακτιβιστής που περιγράφει μια ανθρωπιστική καταστροφή; Και ποιος είναι εκείνος που τον διαψεύδει; Ποιον ωφελεί άραγε η αποκάλυψη της μιας σκηνοθετημένης κατάστασης, αλλά όχι και της άλλης, που βγάζει «αθώα περιστερά» τον Άσαντ;
«Ο πόλεμος βασίζεται στην παραπλάνηση», ανέφερε σε ένα από τα κλασικά αποφθέγματά του ο Κινέζος στρατηγός και φιλόσοφος Σουν Τζου («Η τέχνη του πολέμου», 6ος αιώνας π.Χ.). Θεωρητικά δεν άλλαξαν πολλά από τότε. Αλλά ο καθένας μας μπορεί πλέον να παραπλανεί και να παραπλανάται ευκολότερα. Εκτός αν έχει χρόνο και διάθεση να προβληματιστεί.
- Αυγή