
Ολοι συμφωνούν ότι ο Κοέν, που γεννήθηκε το 1934 στο Μόντρεαλ του Καναδά, ανδρώθηκε..
καλλιτεχνικά στη Νέα Υόρκη των 60s και λάτρεψε την Υδρα, ήταν ένας οραματιστής.
O Τζάστιν Τριντό, πρωθυπουργός του Καναδά, έσπευσε να αποχαιρετήσει τον μέγα Κοέν, γράφοντας ότι «κανενός άλλου η μουσική δεν ακουγόταν σαν του Λέοναρντ Κοέν. Αλλά η δουλειά του διέτρεξε γενιές. Θα λείψει στον Καναδά και στον κόσμο».
Ο Κόεν ήταν ήδη αναγνωρισμένος ποιητής και λογοτέχνης σε κάποιους κύκλους στο Κεμπέκ όταν μετακόμισε στη Νέα Υόρκη το 1966 στα 32 του χρόνια για να κάνει καριέρα στη μουσική βιομηχανία· η ποίηση δεν μπορούσε να του προσφέρει τα προς το (ευ) ζην και από έφηβος γρατζουνούσε μια κιθάρα σε ένα συγκρότημα κάντρι, «οι κιθάρες εντυπωσιάζουν τα κορίτσια» έλεγε. Οι συγκρίσεις με τον Μπομπ Ντίλαν δεν άργησαν καθόλου να έρθουν για τη λυρική δύναμη των στίχων των τραγουδιών του. Πάνω απ’ όλα, όπως και ο Ντίλαν, ο Κοέν ήταν ένας άνθρωπος των λέξεων και των εννοιών· έγραψε άλλωστε αμέτρητα ποιήματα και 12 βιβλία.
Ηταν 33 ετών όταν ηχογράφησε το πρώτο του άλμπουμ, το 1967. Η Τζόνι Μίτσελ, η οποία έχει ερμηνεύσει πολλά τραγούδια του, τον σύστησε στον παραγωγό του Ντίλαν, τον Τζον Χάμοντ.
Ωστόσο η καριέρα του στη μουσική υπήρξε άνιση. Παρότι επηρέασε πολλούς καλλιτέχνες και του αποδόθηκαν πολλές τιμές, όπως μια θέση στο Rock & Roll Hall of Fame, η απονομή του μεταλλίου της Τάξεως του Καναδά -της δεύτερης υψηλότερης διάκρισης σε καναδό πολίτη- και το Grammy το 2010 για το σύνολο του έργου του, τα τραγούδια του Κοέν με τη μελαγχολική μουσική του και τα ενίοτε σκοτεινά συναισθήματα έμπαιναν στους καταλόγους των επιτυχιών σπάνια.
Ισως αυτό έχει να κάνει με τη φωνή του, αυτήν που τον έκανε υπέροχο, έναν βάρδο της μελαγχολίας, αλλά και τον περιόριζε ταυτόχρονα. Ο «βραχνός βαρύτονος» όπως τον είχε χαρακτηρίσει προ ετών ο βρετανικός Observer, είχε περιορισμένο εύρος. Και ο ίδιος ο Κοέν το ήξερε. «Μόνο στον Καναδά θα μπορούσε κάποιος με φωνή σαν τη δική μου να κερδίσει τον τίτλο του Τραγουδιστή της Χρονιάς», είχε αστειευτεί όταν παραλάμβανε το σχετικό βραβείο το 1992.
Ηταν, λένε, ένας μάστορας των τραγουδιών. Αυτή η πρωτοτυπία του και το παιχνίδι με τον έρωτα και το θείο που τον βοήθησε να κρατήσει ζωντανή την καριέρα του όταν έσβησε η πρώτη έξαψη στα μέσα της δεκαετίας του ’70. Τα τραγούδια του –το «Suzanne», το «So Long Marianne», το «Dance Me to the End of Love» και το «Bird on Wire», μεταξύ τόσων και τόσων άλλων –έχουν αποκτήσει εδώ και δεκαετίες θέση στη δισκοθήκη κάθε νέου και νέας σε όλον τον κόσμο. Και συνόδευσαν τις πιο βαθιές στιγμές μιας ολόκληρης γενιάς.
Ηταν ένας άνδρας του καιρού του. Εγραφε και ερμήνευε τραγούδια για τη θρησκεία και τις γυναίκες με την ίδια μοναδική ικανότητα, επιτυχία και γοητεία. Αλλωστε και οι γυναίκες είχαν τον ρόλο των θεοτήτων στη ζωή του. Πολύ συχνά ήταν οι μούσες του.

Από την άλλη το «Σουζάν» ήταν εμπνευσμένο από τη γυναίκα ενός γλύπτη φίλου του, τη Σουζάν Βερντάλ· ο Κοέν επέμενε ότι άγγιξε «το τέλειο σώμα της (μόνο) με το μυαλό μου». Το «Chelsea Hotel» αναφέρεται σε μια σύντομη και καθόλου ρομαντική επαφή του με την Τζάνις Τζόπλιν. Το «Sisters of Mercy» γράφτηκε έπειτα από την περιπέτειά του με δύο αδελφές, στις οποίες είχε προσφέρει καταφύγιο στο δωμάτιό του στο ξενοδοχείο.
Eνα από τα πιο γνωστά τραγούδια του, «Hallelujah» (1984) ανακαλεί τον βασιλιά Δαβίδ της Βίβλου και παραλληλίζει τη σωματική έλξη με την επιθυμία για πνευματική σύνδεση. Ετσι δεν είναι άλλωστε;
- αναδημοσίευση από το protagon.gr