Γράφει η Ελενα Ακρίτα
...Στο μαγαζάκι της κεντρικής οδού - κεντρική, τρόπος του λέγειν. Έρημη πια. Καταστήματα με κλειστά ρολά. Ξεκολλημένες πινακίδες όπου ‘ΠΩΛΕΙΤΑΙ’ ή 'ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ' το σύμπαν. Ξεχαρβαλωμένα πεζοδρόμια, ένα γκρι σίχαμα που ‘άσφαλτο’ δεν το λες και γκράφιτι που καυγαδίζουν μεταξύ τους. ‘‘Λευτεριά στον Μαζιώτη’’, ‘‘Λευτεριά στον Ρουπακιά’’. Σβάστικες με σφυροδρέπανα αγκαζέ. Ξενοίκιαστα διαμερίσματα. Στο άθλιο βεραντάκι, σφουγγαρίστρες παρατημένες στην αρχαία σκουριά.
Το μαγαζάκι της κεντρικής οδού διαθέτει λίγο απ’ όλα. Σκονισμένα σκατολοϊδια υποδύονται τα είδη δώρων. Σιωπηλά CD, ξεχασμένα απ’ την τεχνολογία. Όποιος τραγούδησε μαζί τους, σώπασε. Όποιος χόρεψε μαζί τους, κουράστηκε. Στα ράφια, μπρελόκ – αρκουδάκια με ονόματα. Ένα φωτοτυπικό μηχάνημα. Δηλώσεις του νόμου 105. Φωτογραφίες για έκδοση διαβατηρίου και ταυτότητας. Τυπωτήριο για δυνατότητα παραδοσιακού φιλμ με φωτογραφίες από γάμους, βαφτίσια, κι αποφοιτήσεις.
Στο μαγαζάκι της κεντρικής οδού, ο κοντοκουρεμένος νεαρός υπάλληλος – είναι δεν είναι.. 20-22 χρονών - εξυπηρετεί την κυρία που θαυμάζει μια κορνίζα από κοχύλια και καρδούλες. Τον 40άρη που βγάζει φωτοτυπίες. Τον συνταξιούχο που ελέγχει σχολαστικά τις φωτό από την εκδρομή του συλλόγου στα Ζαγοροχώρια. Προσηνής ο υπάλληλος. Χαμογελαστός. Παίρνει τα χρήματα. Δίνει ρέστα. Κόβει πλαστή απόδειξη.
Ο ‘‘ξένος’’, χρόνια πια στην Ελλάδα, μπαίνει αθόρυβα. Αθόρυβα στέκει δίπλα στον πάγκο. Αθόρυβα περιμένει. Στο δεξί χέρι κρατάει ένα μεγάλο ντοσιέ. Ένα χαρτί του γλιστράει. Το σηκώνει και το καθαρίζει με προσοχή. Σφραγίδες, χαρτόσημα, υπογραφές. Πράσινη κάρτα. Στο αριστερό χέρι, κρατάει ένα 5χρονο αγοράκι.
«Καλημέρα σας…»
Καμία απάντηση. Η κυρία μετακινείται λίγο πιο αριστερά του. Μια ιδέα. Ο υπάλληλος δεν γυρίζει καν να τον κοιτάξει.
«Καλημέρα σας» επαναλαμβάνει.
Μιλάει τόσο αστεία. Με μια αλλόκοτη, βαριά προφορά. Ο συνταξιούχος, χωρίς να σηκώσει το βλέμμα από το Μεγάλο Πάπιγκο, χαμογελάει ειρωνικά.
Όχι πολύ. Μια ιδέα.
Η πόρτα ξανανοίγει κι άλλος πελάτης μπαίνει μέσα :
«Γεια σας»
«Χαίρετε, σε τι μπορώ να σας εξυπηρετήσω;»
Ο ‘‘ξένος’’ περιμένει κρατώντας σφιχτά το χέρι του τζιχαντιστή που έχει μεταμφιεστεί σε 5χρονο αγοράκι. Δεν διανοείται να διαμαρτυρηθεί. Να ξεστομίσει ότι προηγείται. Ψελλίζει μόνο με μισή – με εν τέταρτον φωνής :
«Δυο φωτογραφίες ταυτότητας παρακαλώ για ταυτ...»
«Να περιμένεις»
Δεν υψώνεται η φωνή του υπαλλήλου. Δεν φωνάζει, δεν βρίζει. Απλά ο τόνος του γίνεται πιο κοφτός. Πιο οξύς κι απότομος.
Όχι πολύ. Μια ιδέα.
«Να περιμένεις».
Ενικός. Αυτός ο σεσημασμένος ενικός. Όχι της ζεστασιάς. Όχι της φιλίας, της οικειότητας. Ο ενικός του υποδεέστερου. Του κατώτερου. Του μετανάστη.
«Μα προηγείται ο κύριος» λέει ο πελάτης πίσω του. Κύριος, άκου τώρα.
«Να περιμένει»
Να περιμένει. Δεν θα τον διώξουμε. Δεν θα τον πετάξουμε έξω. Δεν θα τον πλακώσουμε. Δεν θα τον ξεφτιλίσουμε. Θα εξυπηρετηθεί. Λίγο λιγότερο από τους άλλους. Αλλά να περιμένει. Λίγο περισσότερο από τους άλλους.
Όχι πολύ. Μια ιδέα.
Ο ‘‘ξένος’’ στέκει. Κάποτε θα έρθει η σειρά του. Κάποτε θα στραφεί και σ’ αυτόν ο υπάλληλος. Έστω αγέλαστα. Έστω βλοσυρά. Έστω στον ενικό.
Και περιμένει. Δίπλα του ένα κορίτσι ύποπτα ξανθό. Ρωσίδα σε μπορντέλο; Στρίπερ; Βίζιτα; Αυτές οι βρώμες που έρχονται και ξελογιάζουν τα στεφάνια μας και τα γεράνια μας.
Τον κοιτάζει. Δεν μιλάει. Δεν διεκδικεί για λογαριασμό του. Δεν τολμάει. Μονάχα όταν δεν κοιτάζουν οι αυτόχθονες της διπλανής πόρτας, του χαμογελάει.
Όχι πολύ. Μια ιδέα.
Κι εκείνος το ανταποδίδει.
Όχι πολύ. Μια ιδέα.
Ευχαριστεί τον όποιο θεό του που το αγοράκι δεν έκλαψε, δεν μίλησε, δεν ενόχλησε. Άλλωστε, φοβισμένο και σκυφτό μεγαλώνει κι αυτό. Προπονημένο. Για το λουκέτο στο σχολείο, το μπούλινγκ, τον χλευασμό, το ξύλο. Από τα πέντε του, δεν φοβάται τίποτα, δεν ελπίζει τίποτα, είναι απελεύθερος. Δέσμιος, είλωτας των σύγχρονων Δωριέων. Ξένος.
Τα μαγαζιά κλείνουν.
«Εγώ είμαι δημοκράτης άνθρωπος» θα έλεγε το απόγευμα ο συνταξιούχος στο σωματείο. «Αλλά τους βλέπω όλους αυτούς και σκέφτομαι α, ρε Παπαδόπουλος που σας χρειάζεται. Κρεμάλες να στήσει στο Σύνταγμα. Να δούμε άσπρη μέρα κι εμείς οι μαύροι με τον μαύρους που μπλέξαμε».
- εφημερίδα «Τα Νέα» 15/10/2016
...Στο μαγαζάκι της κεντρικής οδού - κεντρική, τρόπος του λέγειν. Έρημη πια. Καταστήματα με κλειστά ρολά. Ξεκολλημένες πινακίδες όπου ‘ΠΩΛΕΙΤΑΙ’ ή 'ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ' το σύμπαν. Ξεχαρβαλωμένα πεζοδρόμια, ένα γκρι σίχαμα που ‘άσφαλτο’ δεν το λες και γκράφιτι που καυγαδίζουν μεταξύ τους. ‘‘Λευτεριά στον Μαζιώτη’’, ‘‘Λευτεριά στον Ρουπακιά’’. Σβάστικες με σφυροδρέπανα αγκαζέ. Ξενοίκιαστα διαμερίσματα. Στο άθλιο βεραντάκι, σφουγγαρίστρες παρατημένες στην αρχαία σκουριά.
Το μαγαζάκι της κεντρικής οδού διαθέτει λίγο απ’ όλα. Σκονισμένα σκατολοϊδια υποδύονται τα είδη δώρων. Σιωπηλά CD, ξεχασμένα απ’ την τεχνολογία. Όποιος τραγούδησε μαζί τους, σώπασε. Όποιος χόρεψε μαζί τους, κουράστηκε. Στα ράφια, μπρελόκ – αρκουδάκια με ονόματα. Ένα φωτοτυπικό μηχάνημα. Δηλώσεις του νόμου 105. Φωτογραφίες για έκδοση διαβατηρίου και ταυτότητας. Τυπωτήριο για δυνατότητα παραδοσιακού φιλμ με φωτογραφίες από γάμους, βαφτίσια, κι αποφοιτήσεις.
Στο μαγαζάκι της κεντρικής οδού, ο κοντοκουρεμένος νεαρός υπάλληλος – είναι δεν είναι.. 20-22 χρονών - εξυπηρετεί την κυρία που θαυμάζει μια κορνίζα από κοχύλια και καρδούλες. Τον 40άρη που βγάζει φωτοτυπίες. Τον συνταξιούχο που ελέγχει σχολαστικά τις φωτό από την εκδρομή του συλλόγου στα Ζαγοροχώρια. Προσηνής ο υπάλληλος. Χαμογελαστός. Παίρνει τα χρήματα. Δίνει ρέστα. Κόβει πλαστή απόδειξη.
Ο ‘‘ξένος’’, χρόνια πια στην Ελλάδα, μπαίνει αθόρυβα. Αθόρυβα στέκει δίπλα στον πάγκο. Αθόρυβα περιμένει. Στο δεξί χέρι κρατάει ένα μεγάλο ντοσιέ. Ένα χαρτί του γλιστράει. Το σηκώνει και το καθαρίζει με προσοχή. Σφραγίδες, χαρτόσημα, υπογραφές. Πράσινη κάρτα. Στο αριστερό χέρι, κρατάει ένα 5χρονο αγοράκι.
«Καλημέρα σας…»
Καμία απάντηση. Η κυρία μετακινείται λίγο πιο αριστερά του. Μια ιδέα. Ο υπάλληλος δεν γυρίζει καν να τον κοιτάξει.
«Καλημέρα σας» επαναλαμβάνει.
Μιλάει τόσο αστεία. Με μια αλλόκοτη, βαριά προφορά. Ο συνταξιούχος, χωρίς να σηκώσει το βλέμμα από το Μεγάλο Πάπιγκο, χαμογελάει ειρωνικά.
Όχι πολύ. Μια ιδέα.
Η πόρτα ξανανοίγει κι άλλος πελάτης μπαίνει μέσα :
«Γεια σας»
«Χαίρετε, σε τι μπορώ να σας εξυπηρετήσω;»
Ο ‘‘ξένος’’ περιμένει κρατώντας σφιχτά το χέρι του τζιχαντιστή που έχει μεταμφιεστεί σε 5χρονο αγοράκι. Δεν διανοείται να διαμαρτυρηθεί. Να ξεστομίσει ότι προηγείται. Ψελλίζει μόνο με μισή – με εν τέταρτον φωνής :
«Δυο φωτογραφίες ταυτότητας παρακαλώ για ταυτ...»
«Να περιμένεις»
Δεν υψώνεται η φωνή του υπαλλήλου. Δεν φωνάζει, δεν βρίζει. Απλά ο τόνος του γίνεται πιο κοφτός. Πιο οξύς κι απότομος.
Όχι πολύ. Μια ιδέα.
«Να περιμένεις».
Ενικός. Αυτός ο σεσημασμένος ενικός. Όχι της ζεστασιάς. Όχι της φιλίας, της οικειότητας. Ο ενικός του υποδεέστερου. Του κατώτερου. Του μετανάστη.
«Μα προηγείται ο κύριος» λέει ο πελάτης πίσω του. Κύριος, άκου τώρα.
«Να περιμένει»
Να περιμένει. Δεν θα τον διώξουμε. Δεν θα τον πετάξουμε έξω. Δεν θα τον πλακώσουμε. Δεν θα τον ξεφτιλίσουμε. Θα εξυπηρετηθεί. Λίγο λιγότερο από τους άλλους. Αλλά να περιμένει. Λίγο περισσότερο από τους άλλους.
Όχι πολύ. Μια ιδέα.
Ο ‘‘ξένος’’ στέκει. Κάποτε θα έρθει η σειρά του. Κάποτε θα στραφεί και σ’ αυτόν ο υπάλληλος. Έστω αγέλαστα. Έστω βλοσυρά. Έστω στον ενικό.
Και περιμένει. Δίπλα του ένα κορίτσι ύποπτα ξανθό. Ρωσίδα σε μπορντέλο; Στρίπερ; Βίζιτα; Αυτές οι βρώμες που έρχονται και ξελογιάζουν τα στεφάνια μας και τα γεράνια μας.
Τον κοιτάζει. Δεν μιλάει. Δεν διεκδικεί για λογαριασμό του. Δεν τολμάει. Μονάχα όταν δεν κοιτάζουν οι αυτόχθονες της διπλανής πόρτας, του χαμογελάει.
Όχι πολύ. Μια ιδέα.
Κι εκείνος το ανταποδίδει.
Όχι πολύ. Μια ιδέα.
Ευχαριστεί τον όποιο θεό του που το αγοράκι δεν έκλαψε, δεν μίλησε, δεν ενόχλησε. Άλλωστε, φοβισμένο και σκυφτό μεγαλώνει κι αυτό. Προπονημένο. Για το λουκέτο στο σχολείο, το μπούλινγκ, τον χλευασμό, το ξύλο. Από τα πέντε του, δεν φοβάται τίποτα, δεν ελπίζει τίποτα, είναι απελεύθερος. Δέσμιος, είλωτας των σύγχρονων Δωριέων. Ξένος.
Τα μαγαζιά κλείνουν.
«Εγώ είμαι δημοκράτης άνθρωπος» θα έλεγε το απόγευμα ο συνταξιούχος στο σωματείο. «Αλλά τους βλέπω όλους αυτούς και σκέφτομαι α, ρε Παπαδόπουλος που σας χρειάζεται. Κρεμάλες να στήσει στο Σύνταγμα. Να δούμε άσπρη μέρα κι εμείς οι μαύροι με τον μαύρους που μπλέξαμε».
- εφημερίδα «Τα Νέα» 15/10/2016