Γράφει ο Χριστόφορος Κάσδαγλης*
Ο γέρος μου με έδιωξε απ’ το σπίτι δυο μέρες μετά τα εικοστά γενέθλιά μου. Εκείνη τη μέρα μού είχε φέρει μια αίτηση να συμπληρώσω για μια εποχική θέση σε δημόσια υπηρεσία – να τρουπώσω. Αρνήθηκα να αναμιχθώ και του αντέτεινα ότι αν το θέλει τόσο πολύ, ας υποβάλει την αίτηση για πάρτη του κι ας πάει εκείνος να εργαστεί στο Δημόσιο.
Βασικά, ο γέρος μου δεν ήθελε να με κάνει δημόσιο υπάλληλο. Ήθελε να πάρω γρήγορα το πτυχίο μου και να φύγω για σπουδές στο εξωτερικό. Ήταν εξωστρεφής ο πατέρας μου, του το αναγνωρίζω αυτό, σε μια εποχή που η εξωστρέφεια εθεωρείτο εντελώς μπανάλ και το σύνθημα που κυριαρχούσε ακόμα ήταν η.. «Επιστροφή στις ρίζες». Ήταν μάλιστα διατεθειμένος να συμβάλει στη χρηματοδότηση του πρότζεκτ από το υστέρημά του.
Η επιμονή του να διεκδικήσω τη θέση ήταν ο τρόπος του να δηλώσει ότι με αγαπάει ακόμη, παρά τα ξενύχτια και τα παραστρατήματά μου, κυρίως όμως να με πιέσει να ξεμπερδεύω με το πανεπιστήμιο και να την κάνω για έξω. Nα πάψω να ασχολούμαι νύχτα μέρα με την πολιτική και το συνδικαλισμό, να μην ξυπνάω μεσημέρι, να μην ξημεροβραδιάζομαι σε ταβέρνες, να μην πίνω, να μη χαρτοπαίζω, να μην καπνίζω , να μην κοπροσκυλιάζω.
Εγώ δεν ενδιαφερόμουν ούτε για τη θέση εργασίας αλλά ούτε και για το μεταπτυχιακό. Το μόνο που με ενδιέφερε ήταν το κίνημα. Με απώτερο στόχο, βέβαια, την κατάληψη της εξουσίας και τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της χώρας. Για μια εργατική κοινωνία ελεύθερη και πλουραλιστική, που θα χειραφετούνταν, που θα έπαιρνε την τύχη της στα χέρια της και θα βάδιζε στο δρόμο της αυτοδιαχείρισης μέχρι τον οριστικό μαρασμό της ιδιοκτησίας και του κράτους. Το να φύγω απ’ το σπίτι και να τα βγάλω πέρα μόνος μου χωρίς οικονομική υποστήριξη ήταν κάπως άβολο, αλλά ήταν απολύτως συμβατό με τη γενική κατεύθυνση του κινήματος, με τους θεσμούς της κοινωνικοποίησης των μέσων παραγωγής και με την αταξική κοινωνία που αχνοφαινόταν στο βάθος.
Παρότι δεν πίστευα στη θεωρία των σταδίων, προϊόν προγενέστερης φάσης του κινήματος που είχε διαψευστεί από την ίδια την πείρα του και είχε καταδικαστεί από διαδοχικά εθνικά συνέδρια και διεθνείς συνδιασκέψεις, δέχτηκα την αποπομπή από το σπίτι ως διαρθρωτική αλλαγή η οποία, ως γνωστόν, θα μπορούσε κάτω από την πίεση του λαϊκού παράγοντα να καταστεί μη αναστρέψιμη και να οδηγήσει στην ωρίμανση των αντικειμενικών και υποκειμενικών συνθηκών ώστε να επιχειρηθεί μια νέα γενιά διαρθρωτικών αλλαγών, σε υψηλότερο διαλεκτικά επίπεδο.
Από την πρώτη στιγμή η μάνα μου προσπάθησε, όπως συνήθως κάνουν οι μανάδες, να κρατήσει ανοιχτό ένα κανάλι επικοινωνίας -για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, τροφοδοσίας μου-, χωρίς πάντως να αντιταχθεί στην επιλογή του πατέρα. Παρά λίγο να λυγίσω, αλλά εξέλαβα αυτή τη ρύθμιση ως οπορτουνιστική παρέκκλιση και την απέφυγα. Προτίμησα να βιώσω το νέο στάτους της ζωής μου στην πιο δραματική εκδοχή του, να πιω το πικρό ποτήρι μέχρι τον πάτο με το μαζοχιστικό παράπονο εκείνου που κανείς δεν τον καταλαβαίνει και με την άρτι αποκτηθείσα αίσθηση του προλετάριου που δεν κατέχει τίποτα πέρα από τις αλυσίδες του.
Δεν μου πέρναγε καν απ’ το μυαλό η ιδέα ότι ο πάτος του ποτηριού μπορεί να ήταν πλασματικός και να υπήρχε από κάτω κι άλλος πάτος, ακόμα πιο οδυνηρός, κατά τον τρόπο που στο σινεμά η βαλίτσα κρύβει και δεύτερο επίπεδο εν είδει κρυψώνας για τη μεταφορά οπλισμού, δεσμίδων με χρήματα ή λαθραίων αντικειμένων. Ή, ακόμα χειρότερα, ότι μπορεί και να μην είχε καθόλου πάτο, ακριβώς όπως το βαρέλι μέσα στο οποίο κατρακυλάει το καπιταλιστικό σύστημα, η κατάπτωση του οποίου διαχρονικά συναντά όλο και πιο χαμηλούς αναβαθμούς χωρίς ποτέ να τελειώνει, αλλά και χωρίς εντέλει να βρίσκει ευσταθή ισορροπία ώστε να σταθεί στα πόδια του οριστικά.
Δεν σκεπτόμουν καθόλου την πιθανότητα να πεινάσω, να μπλέξω με ύποπτες παρέες, να κατρακυλήσω στα ναρκωτικά, στην παρανομία και τη διαφθορά, στο αγοραίο -ου μην αλλά και στο ομοφυλοφιλικό- σεξ, που μπορεί αργά αλλά σταθερά να σε οδηγήσει νύχτα στις παρυφές της λεωφόρου Συγγρού. Πολλώ μάλλον δεν σκεπτόμουν το ενδεχόμενο να περιπέσω σε συνδυασμό όλων αυτών των ατυχιών και να περάσω δύσκολα γεράματα. Ούτως ή άλλως τα γηρατειά ήταν κάτι πολύ μακρινό, ενώ υπήρχε πάντα η καβάντζα – το ενδεχόμενο να γυρίσω στο πατρικό μου ως άσωτος υιός ή, έστω, ως μετανοημένη Μαγδαληνή. Αλλά την ύπαρξη αυτού του απώτατου σεναρίου δεν υπήρχε καμία περίπτωση να την ομολογήσω τότε. Ούτε στον ίδιο μου τον εαυτό.
—————————
* Μόλις διαβάσατε το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου που γράφω αυτό τον καιρό, με τον προσωρινό τίτλο «1883». Πρόκειται για τη φάση ενηλικίωσης ενός αγαπημένου μου ήρωα, του Βλαδίμηρου Δημητριάδη. Επειδή το έργο είναι δύσκολο, ενδέχεται η ολοκλήρωσή του να καθυστερήσει κάπως.
Ο γέρος μου με έδιωξε απ’ το σπίτι δυο μέρες μετά τα εικοστά γενέθλιά μου. Εκείνη τη μέρα μού είχε φέρει μια αίτηση να συμπληρώσω για μια εποχική θέση σε δημόσια υπηρεσία – να τρουπώσω. Αρνήθηκα να αναμιχθώ και του αντέτεινα ότι αν το θέλει τόσο πολύ, ας υποβάλει την αίτηση για πάρτη του κι ας πάει εκείνος να εργαστεί στο Δημόσιο.
Βασικά, ο γέρος μου δεν ήθελε να με κάνει δημόσιο υπάλληλο. Ήθελε να πάρω γρήγορα το πτυχίο μου και να φύγω για σπουδές στο εξωτερικό. Ήταν εξωστρεφής ο πατέρας μου, του το αναγνωρίζω αυτό, σε μια εποχή που η εξωστρέφεια εθεωρείτο εντελώς μπανάλ και το σύνθημα που κυριαρχούσε ακόμα ήταν η.. «Επιστροφή στις ρίζες». Ήταν μάλιστα διατεθειμένος να συμβάλει στη χρηματοδότηση του πρότζεκτ από το υστέρημά του.
Η επιμονή του να διεκδικήσω τη θέση ήταν ο τρόπος του να δηλώσει ότι με αγαπάει ακόμη, παρά τα ξενύχτια και τα παραστρατήματά μου, κυρίως όμως να με πιέσει να ξεμπερδεύω με το πανεπιστήμιο και να την κάνω για έξω. Nα πάψω να ασχολούμαι νύχτα μέρα με την πολιτική και το συνδικαλισμό, να μην ξυπνάω μεσημέρι, να μην ξημεροβραδιάζομαι σε ταβέρνες, να μην πίνω, να μη χαρτοπαίζω, να μην καπνίζω , να μην κοπροσκυλιάζω.
Εγώ δεν ενδιαφερόμουν ούτε για τη θέση εργασίας αλλά ούτε και για το μεταπτυχιακό. Το μόνο που με ενδιέφερε ήταν το κίνημα. Με απώτερο στόχο, βέβαια, την κατάληψη της εξουσίας και τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της χώρας. Για μια εργατική κοινωνία ελεύθερη και πλουραλιστική, που θα χειραφετούνταν, που θα έπαιρνε την τύχη της στα χέρια της και θα βάδιζε στο δρόμο της αυτοδιαχείρισης μέχρι τον οριστικό μαρασμό της ιδιοκτησίας και του κράτους. Το να φύγω απ’ το σπίτι και να τα βγάλω πέρα μόνος μου χωρίς οικονομική υποστήριξη ήταν κάπως άβολο, αλλά ήταν απολύτως συμβατό με τη γενική κατεύθυνση του κινήματος, με τους θεσμούς της κοινωνικοποίησης των μέσων παραγωγής και με την αταξική κοινωνία που αχνοφαινόταν στο βάθος.
Παρότι δεν πίστευα στη θεωρία των σταδίων, προϊόν προγενέστερης φάσης του κινήματος που είχε διαψευστεί από την ίδια την πείρα του και είχε καταδικαστεί από διαδοχικά εθνικά συνέδρια και διεθνείς συνδιασκέψεις, δέχτηκα την αποπομπή από το σπίτι ως διαρθρωτική αλλαγή η οποία, ως γνωστόν, θα μπορούσε κάτω από την πίεση του λαϊκού παράγοντα να καταστεί μη αναστρέψιμη και να οδηγήσει στην ωρίμανση των αντικειμενικών και υποκειμενικών συνθηκών ώστε να επιχειρηθεί μια νέα γενιά διαρθρωτικών αλλαγών, σε υψηλότερο διαλεκτικά επίπεδο.
Από την πρώτη στιγμή η μάνα μου προσπάθησε, όπως συνήθως κάνουν οι μανάδες, να κρατήσει ανοιχτό ένα κανάλι επικοινωνίας -για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, τροφοδοσίας μου-, χωρίς πάντως να αντιταχθεί στην επιλογή του πατέρα. Παρά λίγο να λυγίσω, αλλά εξέλαβα αυτή τη ρύθμιση ως οπορτουνιστική παρέκκλιση και την απέφυγα. Προτίμησα να βιώσω το νέο στάτους της ζωής μου στην πιο δραματική εκδοχή του, να πιω το πικρό ποτήρι μέχρι τον πάτο με το μαζοχιστικό παράπονο εκείνου που κανείς δεν τον καταλαβαίνει και με την άρτι αποκτηθείσα αίσθηση του προλετάριου που δεν κατέχει τίποτα πέρα από τις αλυσίδες του.
Δεν μου πέρναγε καν απ’ το μυαλό η ιδέα ότι ο πάτος του ποτηριού μπορεί να ήταν πλασματικός και να υπήρχε από κάτω κι άλλος πάτος, ακόμα πιο οδυνηρός, κατά τον τρόπο που στο σινεμά η βαλίτσα κρύβει και δεύτερο επίπεδο εν είδει κρυψώνας για τη μεταφορά οπλισμού, δεσμίδων με χρήματα ή λαθραίων αντικειμένων. Ή, ακόμα χειρότερα, ότι μπορεί και να μην είχε καθόλου πάτο, ακριβώς όπως το βαρέλι μέσα στο οποίο κατρακυλάει το καπιταλιστικό σύστημα, η κατάπτωση του οποίου διαχρονικά συναντά όλο και πιο χαμηλούς αναβαθμούς χωρίς ποτέ να τελειώνει, αλλά και χωρίς εντέλει να βρίσκει ευσταθή ισορροπία ώστε να σταθεί στα πόδια του οριστικά.
Δεν σκεπτόμουν καθόλου την πιθανότητα να πεινάσω, να μπλέξω με ύποπτες παρέες, να κατρακυλήσω στα ναρκωτικά, στην παρανομία και τη διαφθορά, στο αγοραίο -ου μην αλλά και στο ομοφυλοφιλικό- σεξ, που μπορεί αργά αλλά σταθερά να σε οδηγήσει νύχτα στις παρυφές της λεωφόρου Συγγρού. Πολλώ μάλλον δεν σκεπτόμουν το ενδεχόμενο να περιπέσω σε συνδυασμό όλων αυτών των ατυχιών και να περάσω δύσκολα γεράματα. Ούτως ή άλλως τα γηρατειά ήταν κάτι πολύ μακρινό, ενώ υπήρχε πάντα η καβάντζα – το ενδεχόμενο να γυρίσω στο πατρικό μου ως άσωτος υιός ή, έστω, ως μετανοημένη Μαγδαληνή. Αλλά την ύπαρξη αυτού του απώτατου σεναρίου δεν υπήρχε καμία περίπτωση να την ομολογήσω τότε. Ούτε στον ίδιο μου τον εαυτό.
—————————
* Μόλις διαβάσατε το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου που γράφω αυτό τον καιρό, με τον προσωρινό τίτλο «1883». Πρόκειται για τη φάση ενηλικίωσης ενός αγαπημένου μου ήρωα, του Βλαδίμηρου Δημητριάδη. Επειδή το έργο είναι δύσκολο, ενδέχεται η ολοκλήρωσή του να καθυστερήσει κάπως.