Γράφει ο Κώστας Γιαννακίδης (protagon)
Οταν ο γιος μου πήγε στην Α’ Δημοτικού, στην πρώτη συγκέντρωση των γονέων της τάξης κάποιος είπε να μαζέψει τα e-mail και να φτιάξει μία mailing list για να κάνει πιο εύκολη την επικοινωνία μας. «Α, αυτά τα χειρίζεται ο σύζυγος», είπαν δύο μαμάδες, ούτε 35 ετών. Και άλλες δύο μας εξήγησαν ότι «παιδιά έχουμε σπίτι, δεν θα βάλουμε και Ιnternet». Ηταν 2005, στα Βριλήσσια.
Με το παιδί πηγαίνεις για δεύτερη φορά σχολείο. Ξεκινάς και πάλι ως φοβισμένο πρωτάκι και σταδιακά εξελίσσεσαι σε κουρασμένο βετεράνο: μελετάς τις βάσεις σαν coach πάνω από τα.. στατιστικά του αντιπάλου και βλέπεις με πραγματικό οίκτο (και τρομακτική κούραση) τους κακομοίρηδες με τα πρωτάκια στο χέρι – ούτε τα χρόνια τους δεν ζηλεύεις.
Οταν, λοιπόν, πήγα για δεύτερη φορά στο Δημοτικό, ξεκίνησα να παρατηρώ τους άλλους γονείς. Για την ακρίβεια, τις μαμάδες. Δεν υπάρχει τίποτα σεξιστικό σε αυτό, απλώς, στη μέση ελληνική οικογένεια είναι η μητέρα που αναλαμβάνει τα του σχολείου. Είναι ζήτημα αν σε μία τάξη με 25 παιδάκια εμφανιζόμασταν τρεις μπαμπάδες. Εβλεπα, λοιπόν, τις μαμάδες. Κατά βάση νέες εργαζόμενες γυναίκες, οι περισσότερες με μια κάποια μόρφωση. Το πρώτο που πρόσεξα είναι πως στο περιβάλλον του σχολείου αποβάλλουν τη θηλυκότητά τους. Ω, ναι παραμένουν γυναίκες. Ομορφες, νόστιμες, χαριτωμένες ή αδιάφορες. Ομως το σχολείο διώχνει από πάνω τους οτιδήποτε θηλυκό. Είναι μάνες. Εδώ θα πεταχτεί κάποιος και θα μου πει ότι είναι το περιβάλλον που έβαζε φίλτρο στη ματιά μου: ήταν ο χώρος του σχολείου που με έκανε να τις βλέπω με αυτόν τον τρόπο. Ισως, αλλά είναι και πολλά παραπάνω. Οι άνθρωποι σε περιβάλλον σχολείου γίνονται συντηρητικοί. Γίνονται μόνο γονείς. Ελληνες γονείς. Και δεν τους ενδιαφέρει μόνο το παιδί τους. Tους απασχολεί και η εικόνα που θα εκπέμψουν οι ίδιοι για τον εαυτό τους. Δεν είναι εύκολη κατάσταση: υποσυνείδητα και ενδόμυχα βλέπεις τους άλλους –γονείς και παιδιά– και κάνεις τις συγκρίσεις. Και αυτό συμβαίνει σε ένα περιβάλλον βαθιά συντηρητικό που έχει σκοπό να φτιάξει καλούς Ελληνες. Πατρίδα και Ορθοδοξία. Οι αποκλίσεις από τον άξονα του Kαλού ελέγχονται από τον συντηρητικό μικρόκοσμο του σχολείου. Πριν φτάσουμε στους πρόσφυγες, αναρωτηθείτε πόσο εύκολα μπορεί να σταθεί σε ελληνικό σχολείο ένας δάσκαλος που δεν κρύβει την ομοφυλοφιλία του, μία δασκάλα με κάπως περίεργη κόμμωση ή τατουάζ σε εμφανές σημείο.
Το Ωραιόκαστρο είναι ένα καθώσπρέπει πράσινο αστικό προάστιο της Θεσσαλονίκης. Εχει πια και πολλά ακριβά σπίτια, ωραίους δρόμους, μεγάλα δένδρα και κοντινές εξοχές. Οι παλαιοί του κάτοικοι έχουν προσφυγικές καταβολές, αλλά αυτό δεν μας λέει τίποτα, η μισή Θεσσαλονίκη έχει παππούδες πρόσφυγες. Για ποιο λόγο, λοιπόν, το αίσχος άνθισε εκεί; Εχω την αίσθηση πως είναι τυχαίο. Θα μπορούσε να ανθίσει οπουδήποτε στην Ελλάδα και είναι βέβαιο ότι θα το ξαναδούμε σε σημεία όπου θα απαιτηθεί ο συγχρωτισμός των ελληνόπουλων με τα παιδιά των προσφύγων.
Διότι η ροπή μας προς το ρατσισμό πάει και κρύβεται πίσω από το ενδιαφέρον για τα παιδιά μας, το πλέον καθαγιασμένο ένστικτο που συχνά λειτουργεί και ως άλλοθι για απάνθρωπες συμπεριφορές. Ρωτήστε μαύρους ή Εβραίους συμπολίτες μας να σας διηγηθούν τα σχολικά τους χρόνια. Αν δε σε όλα αυτά προσθέσεις και την άγνοια για στοιχειώδη υγειονομικά θέματα, τότε η συμπεριφορά του Ωραιοκάστρου εντάσσεται στη σφαίρα του αυτονόητου. Δηλαδή, συγγνώμη, τι διαφορετικό περιμένετε σε μία συντηρητική χώρα που έχει τρίτο κόμμα τη Χρυσή Αυγή;
Και ναι, εδώ η ευθύνη δεν είναι μόνο του δημάρχου ή των εκπαιδευτικών, των αρμόδιων οργάνων και πάει λέγοντας. Η ευθύνη είναι ατομική και συλλογική. Η μομφή αποδίδεται προσωπικά, σε έναν προς έναν τους γονείς που εγγράφονται με ονοματεπώνυμο σε μακρύ κατάλογο ντροπής.
Και αυτά τα πράγματα δεν αλλάζουν με μεγαλόστομες ανακοινώσεις, οργισμένες αντιδράσεις και εφήμερα κηρύγματα. Αλλάζουν σταδιακά, μέρα με τη μέρα από ανθρώπους που ναι, στην αρχή θα μπουν στο περιθώριο της τοπικής και της σχολικής κοινωνίας. Μόνο στο θάρρος αυτών των μειοψηφιών ελπίζουμε. Τα Ωραιόκαστρα πέφτουν από μέσα.
Οταν ο γιος μου πήγε στην Α’ Δημοτικού, στην πρώτη συγκέντρωση των γονέων της τάξης κάποιος είπε να μαζέψει τα e-mail και να φτιάξει μία mailing list για να κάνει πιο εύκολη την επικοινωνία μας. «Α, αυτά τα χειρίζεται ο σύζυγος», είπαν δύο μαμάδες, ούτε 35 ετών. Και άλλες δύο μας εξήγησαν ότι «παιδιά έχουμε σπίτι, δεν θα βάλουμε και Ιnternet». Ηταν 2005, στα Βριλήσσια.
Με το παιδί πηγαίνεις για δεύτερη φορά σχολείο. Ξεκινάς και πάλι ως φοβισμένο πρωτάκι και σταδιακά εξελίσσεσαι σε κουρασμένο βετεράνο: μελετάς τις βάσεις σαν coach πάνω από τα.. στατιστικά του αντιπάλου και βλέπεις με πραγματικό οίκτο (και τρομακτική κούραση) τους κακομοίρηδες με τα πρωτάκια στο χέρι – ούτε τα χρόνια τους δεν ζηλεύεις.
Οταν, λοιπόν, πήγα για δεύτερη φορά στο Δημοτικό, ξεκίνησα να παρατηρώ τους άλλους γονείς. Για την ακρίβεια, τις μαμάδες. Δεν υπάρχει τίποτα σεξιστικό σε αυτό, απλώς, στη μέση ελληνική οικογένεια είναι η μητέρα που αναλαμβάνει τα του σχολείου. Είναι ζήτημα αν σε μία τάξη με 25 παιδάκια εμφανιζόμασταν τρεις μπαμπάδες. Εβλεπα, λοιπόν, τις μαμάδες. Κατά βάση νέες εργαζόμενες γυναίκες, οι περισσότερες με μια κάποια μόρφωση. Το πρώτο που πρόσεξα είναι πως στο περιβάλλον του σχολείου αποβάλλουν τη θηλυκότητά τους. Ω, ναι παραμένουν γυναίκες. Ομορφες, νόστιμες, χαριτωμένες ή αδιάφορες. Ομως το σχολείο διώχνει από πάνω τους οτιδήποτε θηλυκό. Είναι μάνες. Εδώ θα πεταχτεί κάποιος και θα μου πει ότι είναι το περιβάλλον που έβαζε φίλτρο στη ματιά μου: ήταν ο χώρος του σχολείου που με έκανε να τις βλέπω με αυτόν τον τρόπο. Ισως, αλλά είναι και πολλά παραπάνω. Οι άνθρωποι σε περιβάλλον σχολείου γίνονται συντηρητικοί. Γίνονται μόνο γονείς. Ελληνες γονείς. Και δεν τους ενδιαφέρει μόνο το παιδί τους. Tους απασχολεί και η εικόνα που θα εκπέμψουν οι ίδιοι για τον εαυτό τους. Δεν είναι εύκολη κατάσταση: υποσυνείδητα και ενδόμυχα βλέπεις τους άλλους –γονείς και παιδιά– και κάνεις τις συγκρίσεις. Και αυτό συμβαίνει σε ένα περιβάλλον βαθιά συντηρητικό που έχει σκοπό να φτιάξει καλούς Ελληνες. Πατρίδα και Ορθοδοξία. Οι αποκλίσεις από τον άξονα του Kαλού ελέγχονται από τον συντηρητικό μικρόκοσμο του σχολείου. Πριν φτάσουμε στους πρόσφυγες, αναρωτηθείτε πόσο εύκολα μπορεί να σταθεί σε ελληνικό σχολείο ένας δάσκαλος που δεν κρύβει την ομοφυλοφιλία του, μία δασκάλα με κάπως περίεργη κόμμωση ή τατουάζ σε εμφανές σημείο.
Το Ωραιόκαστρο είναι ένα καθώσπρέπει πράσινο αστικό προάστιο της Θεσσαλονίκης. Εχει πια και πολλά ακριβά σπίτια, ωραίους δρόμους, μεγάλα δένδρα και κοντινές εξοχές. Οι παλαιοί του κάτοικοι έχουν προσφυγικές καταβολές, αλλά αυτό δεν μας λέει τίποτα, η μισή Θεσσαλονίκη έχει παππούδες πρόσφυγες. Για ποιο λόγο, λοιπόν, το αίσχος άνθισε εκεί; Εχω την αίσθηση πως είναι τυχαίο. Θα μπορούσε να ανθίσει οπουδήποτε στην Ελλάδα και είναι βέβαιο ότι θα το ξαναδούμε σε σημεία όπου θα απαιτηθεί ο συγχρωτισμός των ελληνόπουλων με τα παιδιά των προσφύγων.
Διότι η ροπή μας προς το ρατσισμό πάει και κρύβεται πίσω από το ενδιαφέρον για τα παιδιά μας, το πλέον καθαγιασμένο ένστικτο που συχνά λειτουργεί και ως άλλοθι για απάνθρωπες συμπεριφορές. Ρωτήστε μαύρους ή Εβραίους συμπολίτες μας να σας διηγηθούν τα σχολικά τους χρόνια. Αν δε σε όλα αυτά προσθέσεις και την άγνοια για στοιχειώδη υγειονομικά θέματα, τότε η συμπεριφορά του Ωραιοκάστρου εντάσσεται στη σφαίρα του αυτονόητου. Δηλαδή, συγγνώμη, τι διαφορετικό περιμένετε σε μία συντηρητική χώρα που έχει τρίτο κόμμα τη Χρυσή Αυγή;
Και ναι, εδώ η ευθύνη δεν είναι μόνο του δημάρχου ή των εκπαιδευτικών, των αρμόδιων οργάνων και πάει λέγοντας. Η ευθύνη είναι ατομική και συλλογική. Η μομφή αποδίδεται προσωπικά, σε έναν προς έναν τους γονείς που εγγράφονται με ονοματεπώνυμο σε μακρύ κατάλογο ντροπής.
Και αυτά τα πράγματα δεν αλλάζουν με μεγαλόστομες ανακοινώσεις, οργισμένες αντιδράσεις και εφήμερα κηρύγματα. Αλλάζουν σταδιακά, μέρα με τη μέρα από ανθρώπους που ναι, στην αρχή θα μπουν στο περιθώριο της τοπικής και της σχολικής κοινωνίας. Μόνο στο θάρρος αυτών των μειοψηφιών ελπίζουμε. Τα Ωραιόκαστρα πέφτουν από μέσα.