Πέμπτη 8 Σεπτεμβρίου 2016

«Μα ποιος είναι επιτέλους ο Αρκάς;»

Γράφει ο Σπύρος Δερβενιώτης
(Unfollow)

Το ερώτημα είναι διαχρονικό και ανάλογα με τα urban legends κάθε δεκαετίας που είναι εμπνευσμένα από τις εκάστοτε σειρές του δημιουργού, οι απαντήσεις ποικίλλουν. Ο Αρκάς είναι ψυχίατρος. Ο Αρκάς είναι ισοβίτης. Ο Αρκάς είναι ολόκληρη ομάδα. Ο Αρκάς είναι γυναίκα. Και το τελευταίο και μακαβριότερο: o Aρκάς έχει πεθάνει, και το trademark το διαχειρίζονται απόγονοι / μαθητές / Απόστολοι / ο Κούλης.
Σ’ αυτά προστέθηκαν εσχάτως τα ακόλουθα: ο Αρκάς είναι μνημονιακό σκουλήκι. Ο Αρκάς είναι πασοκικό γουρούνι. Ο Αρκάς είναι ένας άγγελος με φωτοστέφανο που επιτέλους βάζει στο στόχαστρο και αυτή την ιερή αγελάδα τον μέσο πολίτη, αντί να βάζει στο στόχαστρο μόνο την εξουσία και την ελίτ. Ο Αρκάς είναι ένας καστράτος του Μπόμπολα. Ο Αρκάς είναι ο Κυριάκος.
Χρήζει πραγματικά μελέτης το φαινόμενο. Κι άλλοι καλλιτέχνες έχουν διχάσει το κοινό, αλλά ο Αρκάς κατάφερε κάτι μοναδικό: να ενώσει κάτω από την ίδια σκέπη τα αντίθετα: κανείς να..
μην ξέρει ποιος είναι ο Αρκάς – κι όλοι να νομίζουν πως ξέρουν. Και να τον έχουν αποθεώσει κατά καιρούς οι πιο ανοιχτόμυαλοι προοδευτικοί και οι πιο συστημικοί συντηρίκλες.
Ίσως είναι ένα κάρμα που οφείλεται στη χρόνια υιοθέτηση αντιθετικών δίπολων από τον σκιτσογράφο για τη δημιουργία δραματουργικής σύγκρουσης: ο στερημένος Κόκκορας και το υπερσεξουαλικό γουρούνι. Ο ασεξουαλικός Καστράτο και η ασυγκράτητη Λουκρητία. Ο ασκητικός Χλέμπουρας και η φαραωνική Θέκλα. Όμως, εκεί οι χαρακτήρες συνυπήρχαν και συγκρούονταν. Στην περίπτωση του Αρκά, η σύγκρουση γίνεται μόνο στο πεδίο της λογικής ασυνέχειας να σε αγαπάνε και να σε μισούν ταυτόχρονα όλοι οι λάθος άνθρωποι, για όλους τους λάθος λόγους.

Η παρεξήγηση συνοδεύει τον Αρκά από τα παρθενικά του βήματα, αρχές της δεκαετίας του ’80, μέσα από τις σελίδες της Βαβέλ. Στη θάλασσα του άγουρου ερασιτεχνισμού που ήταν τότε η ελληνική σκηνή κόμικς, ο Αρκάς έπεσε σαν φλεγόμενος μετεωρίτης καυστικού, άναρχου και αθυρόστομου χιούμορ εξολοθρεύοντας εν μια νυκτί τους αργοκίνητους δεινόσαυρους. Σε ένα χώρο όπου το πιο γενναιόδωρο κοπλιμέντο ήταν «για ελληνικό καλό είναι», ο Αρκάς θάμπωσε τόσο πολύ με το ταλέντο του που πολλοί πίστεψαν ότι είναι ξένος και ο τονισμός στη λήγουσα δηλωτικός γαλλικής καταγωγής, όπως οι περισσότεροι καλλιτέχνες που δημοσίευε η «Βαβέλ».

Ακολούθησε μια μακρά περίοδος γόνιμης παρουσίας σε στρατευμένα και μη, ωστόσο πάντα αριστερά έως προοδευτικά έντυπα, πράγμα που κάνει το πρόσφατο παραπονιάρικο ερώτημα «γιατί θυμήθηκε τώρα ξαφνικά την πολιτική ο Αρκάς» εξόχως παραπλανητικό. Δεν υπάρχουν πιο άμεσα πολιτικά κόμικς του Αρκά από τον «Ισοβίτη», που δημοσιευόταν καθημερινά στην εφημερίδα Πρώτη, τον «Παντελή και το Λιοντάρι» του Σχολιαστή, ούτε από τα «Πειραματόζωα» που ως υπερβολικά «δυσάρεστα» δεν μακροημέρευσαν στο κομφορμιστικό Έψιλον.

Το Έψιλον αποτελεί το σημείο όπου ομοκεντροποιούνται οι διαφορετικές φυλές που κατά καιρούς δόξασαν τον Αρκά. Εκεί, με τις «Χαμηλές Πτήσεις», συνάντησε τα Μεγάλα Κοινά. Εκεί ήταν που τον έμαθαν (ακόμα και) η μάνα σου και η θεία σου – η ίδια θεία που αν ερχόταν σε επαφή με το «Ξυπνάς Μέσα μου το Ζώο» στο Μικρό Παρα Πέντε, στου οποίου τα εξώφυλα φιγουράριζαν συχνά φόρα-παρτίδα τα αρχίδια του «Μεγάλου Ρεμαλιού», θα πάθαινε συμφόρηση..

Στη μνημονιακή περίοδο, θα μιλήσει στην καρδιά έξαλλων οπαδών της αριστείας με εμφανή σημάδια στέρησης της κρατικοδίαιτης κουτάλας. Δεν ξέρω ποιο απ’ όλα τα κοινά του εγκρίνει ο ίδιος ο δημιουργός, ξέρω ότι αν το κοινό του «πριν» συναντούσε το «μετά» σε κάποια παρουσίαση της δουλειάς του, θα παίζανε ξύλο – πέρα από το ότι θα είχαμε λιποθυμίες όταν οι σοβιετοφάγοι νεοφώτιστοι μάθαιναν ότι το «πουλέν» τους ακόνισε το χιούμορ του σε ντούρα αριστερά έντυπα όπως ο Σχολιαστής, το Μετρό, η Πρώτη, η Βαβέλ και το Παρά Πέντε.
Άλλωστε, ο Γιώργος Μπαζίνας, που πρωτοπαρουσίασε τη δουλειά του στη Βαβέλ, είπε πρόσφατα σε συνέντευξη ότι «η δουλειά του ήταν εκτός αποδεκτών πλαισίων της εποχής, ελευθερόστομη και αλογόκριτη στην έμπνευσή της. Γνωρίζω μάλιστα ότι πριν έρθει σε εμάς, είχε κάνει μια απόπειρα επαφής με μεγάλο εβδομαδιαίο περιοδικό της εποχής κι εκείνοι τον απέρριψαν πανηγυρικώς ως μη συμβατό με τα χρηστά ήθη και τη σεμνοτυφία των αναγνωστών τους». Και η αλήθεια είναι ότι δύσκολα φαντάζεται κανείς τους φορείς του λόγου «η λεκτική βία οδηγεί στα καλάσνικοφ» να εγκρίνουν εργογραφία όπου μια τυχαία χαρακτηριστική ατάκα είναι: «Θα πεθάνω σήμερα! Θα βάλω κωλοδάχτυλο να πάω από άδηλο αναπνοή. Τι, το “μανάρι μου” ήταν καλύτερο;»

 Από την άλλη πλευρά, η σεμνότυφη κριτική που του ασκείται από τα («πρώτη φορά») αριστερά λέει ανησυχητικά πράγματα για τα νοητικά αντανακλαστικά του χώρου. Δεν μιλάω για τα βιτριολικά σχόλια που ανάγκασαν τη σελίδα του δημιουργού στο Facebook να κατέβει τον Ιούνιο του 2015. Μιλάω για εξωγήινες παρανοήσεις σκίτσων, όπως το πασίγνωστο πια με τον Προφήτη να προτρέπει τους σημερινούς Έλληνες να κάνουν στείρωση για χάρη των μελλοντικών γενεών, σκίτσο που προκάλεσε ιερεμιάδες για «ναζιστικό ευγονισμό», από ανθρώπους που προφανώς επέλεξαν προς στιγμήν να ξεχάσουν πώς λειτουργεί το χιούμορ. Δεν είναι η μοναδική περίπτωση. Ο Γιάννης Καλαϊτζής είχε μπει στο ίδιο στόχαστρο με το σκίτσο του που αναπαριστούσε τον Σόιμπλε να κραδαίνει έναν πλαστικό φαλλό, το οποίο με ολυμπιακά νοητικά άλματα μορφοποιήθηκε σε «κοροϊδεύει την αναπηρία του».

Ίσως είναι αναπόφευκτο για έναν δημιουργό με τόσο ευαίσθητες κεραίες να προκαλεί τόση σύγχυση και ισοπεδωτικά συναισθήματα σε μια εποχή σύγχυσης και ισοπέδωσης. Αλλά τουλάχιστον λύθηκε το μέγα μυστήριο, όλοι πια ξέρουν ποιος είναι ο Αρκάς.
Ένα έψιλον ανάμεσα στην Αριστερά και την Αριστεία.
Όπως και η χώρα.