Ο δημοσιογράφος Γιάννης Ανδρουλιδάκης γράφει στο facebook τη γνώμη του για τη συνεργασία της ομάδας
του Unfollow με τα Παραπολιτικά:
Θα προσθέσω κι εγώ δυο λόγια με τη γνώμη μου για τη συνεργασία της ομάδας του Unfollow με τα Παραπολιτικά -βασικά δηλαδή με τον Μαρινάκη-, κυρίως γιατί ο Δημοσθένης μου είπε ότι αν δεν το κάνω θα θεωρηθεί «ύποπτη σιγή». Ομολογώ ότι δε μου είναι πάρα πολύ εύκολο, γιατί με κάποια από αυτά τα παιδιά έχουμε βρεθεί δίπλα δίπλα σε συνελεύσεις, κινητοποιήσεις και απεργίες στον ΔΟΛ, έχουμε πιει καφέ, έχουμε κάνει παρέα, έχουμε συζητήσει διάφορα πράγματα και το να διαφωνήσω κάθετα μαζί τους δεν είναι το cup of tea μου. Αλλά θα το κάνω και οψόμεθα στους Φίλιππους.
Θα προσθέσω κι εγώ δυο λόγια με τη γνώμη μου για τη συνεργασία της ομάδας του Unfollow με τα Παραπολιτικά -βασικά δηλαδή με τον Μαρινάκη-, κυρίως γιατί ο Δημοσθένης μου είπε ότι αν δεν το κάνω θα θεωρηθεί «ύποπτη σιγή». Ομολογώ ότι δε μου είναι πάρα πολύ εύκολο, γιατί με κάποια από αυτά τα παιδιά έχουμε βρεθεί δίπλα δίπλα σε συνελεύσεις, κινητοποιήσεις και απεργίες στον ΔΟΛ, έχουμε πιει καφέ, έχουμε κάνει παρέα, έχουμε συζητήσει διάφορα πράγματα και το να διαφωνήσω κάθετα μαζί τους δεν είναι το cup of tea μου. Αλλά θα το κάνω και οψόμεθα στους Φίλιππους.
Πρώτα από όλα, η
συζήτηση για το αν «στον καπιταλισμό διαλέγεις το αφεντικό σου», είναι..
παραπειστική. Στα 11 χρόνια που εργάζομαι ως δημοσιογράφος, έχω δουλέψει για μερικά από τα χειρότερα αφεντικά που χωράει ο νους και αυτό είναι κάτι που το υπερασπίζομαι αν χρειαστεί: γιατί προσπαθώ να έχω το κριτήριο να διατηρώ την αξιοπρέπειά μου, γιατί δεν βρέθηκα ποτέ -όπως εγώ το αντιλαμβάνομαι- στη θέση να υπερασπίζομαι το ειδικό συμφέρον του αφεντικού μου ή το γενικό των αφεντικών και γιατί στον καπιταλισμό η έννοια του «καλού αφεντικού» είναι κάπως σχετική και όχι μόνο στα ΜΜΕ. Ενα μεγάλο κομμάτι της παραγόμενης εργασίας όλων μας, είναι με όρους κομμουνιστικής χειραφέτησης «παρασιτικό». Και στα ΜΜΕ κατά μείζονα λόγο.
Εδώ όμως δεν πρόκειται περί αυτού. Δεν έχουμε να κάνουμε με έναν εργαζόμενο που προσλήφθηκε σε μια εφημερίδα, του οποιουδήποτε, ακόμα και του Μαρινάκη. Εχουμε να κάνουμε με μία ομάδα, η οποία ως τέτοια συνεργάζεται με τον Μαρινάκη, τη δεδομένη στιγμή μάλιστα που ο εν λόγω για λόγους που γενικά όλοι γνωρίζουμε επιχειρεί να μπει επιθετικά στα ΜΜΕ και να διορθώσει το προφίλ του. Και συνεργάζεται, όχι προκειμένου να αναλάβει μια οποιαδήποτε θέση, αλλά για να εκδώσει ένα μηνιαίο «ερευνητικό» ή «αποκαλυπτικό» περιοδικό, δηλαδή να φέρει σε πέρας μία έκδοση άσκησης πίεσης. Ανεξάρτητα από στερεοτυπικές διακηρύξεις περί «ανεξαρτησίας», που όλοι γνωρίζουμε ότι δεν ισχύουν στον Τύπο -και η ομάδα του Unfollow το γνωρίζει επίσης- αυτό σημαίνει ότι συγκροτείς έναν μηχανισμό πίεσης προς όφελος ενός επιχειρηματία. Και αυτό δεν είναι «πώληση της εργατικής δύναμης», είναι κάτι πολύ πέρα από αυτό.
Οσοι μπήκαμε στον χώρο των ΜΜΕ, για οποιονδήποτε λόγο και με οποιονδήποτε τρόπο και αν μπήκαμε, πολύ γρήγορα μάθαμε ότι καλούμαστε να πάρουμε θέση. Είτε να αντιληφθούμε τους εαυτούς μας ως εργαζόμενους σε μια βιομηχανία, μέσα στην οποία θα έπρεπε ταυτόχρονα να παλεύουμε για την προσωπική μας και την εργασιακή μας αξιοπρέπεια, είτε να μπούμε σε μια διαδικασία ανέλιξης η οποία όμως προϋπέθετε τη μεγαλύτερη ή τη μικρότερη συμπόρευση με το γενικό και το ειδικό συμφέρον του αφεντικού μας. Αυτή είναι μια επιλογή που ο καθένας δικαιούται να την κάνει. Μόνο που όταν την κάνει κρίνεται για αυτήν και δε μπορεί να κρύβεται ως προς το τι αποφάσισε. Το να εκδίδεις ένα «αποκαλυπτικό» περιοδικό, του οποίου κατά βάση η ενασχόληση είναι η έρευνα πάνω σε μεγάλα επιχειρηματικά συμφέροντα και τις σχέσεις τους με την εξουσία, για λογαριασμό ενός πολύ συγκεκριμένου επιχειρηματικού συμφέροντος, δεν είναι κάτι το οποίο μπορεί να παριστάνει ότι είναι «μια δουλειά».
Θα μπορούσα να προσθέσω μερικά στοιχεία ακόμα. Ότι λ.χ, ακόμα και στον καπιταλισμό, υπάρχει ένα όριο στην επιλογή εργοδότη. Π.χ., το εμπόριο ναρκωτικών και η χρηματοδότηση της Χρυσής Αυγής θα μπορούσε να είναι ένα τέτοιο. Ή ακόμα, ότι όταν επί μια πενταετία διεκδικείς για τον εαυτό σου διαφορετική αντιμετώπιση επειδή είσαι συνεταιριστικό μέσο, δεν απαντάς «είμαι επαγγελματίας» όταν σου ασκούν κριτική για το σε ποιον πήγες να δουλέψεις. Ή ότι όταν χτίζεις το όνομά σου από την κόντρα με έναν επιχειρηματία, για λόγους αρχής δεν πας να δουλέψεις στον άμεσο ανταγωνιστή του κ.ά.
Θα σταθώ όμως σε ένα επιχείρημα, που διάβασα κατά κόρον εδώ, και όχι περιοριστικά από συνεργάτες του Unfollow. To επιχείρημα «να μη μιλάτε εσείς που...». Αναρωτιέμαι: γιατί να μη μιλάνε; Τι είδους λογική είναι αυτή; Για ποιο λόγο να μη μιλάει κάποιος για ένα ζήτημα επειδή είναι (ή θεωρείται) υπόλογος για κάποιο άλλο; Και από πότε μία αρνητική στάση του τάδε, δικαιώνει την αρνητική στάση του δείνα; Η θέση που υπονοείται είναι ότι υπάρχει μια ηθική επετηρίδα, η οποία επιτρέπει σε κάποιος να μιλούν και σε κάποιους άλλους όχι -τελικά δεν επιτρέπει σε κανέναν άλλον εκτός από εμάς να μιλάει. Βλέπω μια χυδαιότητα σε αυτή τη λογική, έναν αυταρχισμό που στοχεύει στην περιστολή της κριτικής. Και η περιστολή της κριτικής και της διαμαρτυρίας είναι λόγος εξέγερσης.
Κάποιοι από τους συνεργάτες του Unfollow, που βρέθηκαν ανάμεσα στους 21 που τον Σεπτέμβριο του 2010 αρνηθήκαμε να τη δεχτούμε στο «Βήμα», με αποτέλεσμα να απολυθούμε σταδιακά όλοι, θα έπρεπε να το θυμούνται.
παραπειστική. Στα 11 χρόνια που εργάζομαι ως δημοσιογράφος, έχω δουλέψει για μερικά από τα χειρότερα αφεντικά που χωράει ο νους και αυτό είναι κάτι που το υπερασπίζομαι αν χρειαστεί: γιατί προσπαθώ να έχω το κριτήριο να διατηρώ την αξιοπρέπειά μου, γιατί δεν βρέθηκα ποτέ -όπως εγώ το αντιλαμβάνομαι- στη θέση να υπερασπίζομαι το ειδικό συμφέρον του αφεντικού μου ή το γενικό των αφεντικών και γιατί στον καπιταλισμό η έννοια του «καλού αφεντικού» είναι κάπως σχετική και όχι μόνο στα ΜΜΕ. Ενα μεγάλο κομμάτι της παραγόμενης εργασίας όλων μας, είναι με όρους κομμουνιστικής χειραφέτησης «παρασιτικό». Και στα ΜΜΕ κατά μείζονα λόγο.
Εδώ όμως δεν πρόκειται περί αυτού. Δεν έχουμε να κάνουμε με έναν εργαζόμενο που προσλήφθηκε σε μια εφημερίδα, του οποιουδήποτε, ακόμα και του Μαρινάκη. Εχουμε να κάνουμε με μία ομάδα, η οποία ως τέτοια συνεργάζεται με τον Μαρινάκη, τη δεδομένη στιγμή μάλιστα που ο εν λόγω για λόγους που γενικά όλοι γνωρίζουμε επιχειρεί να μπει επιθετικά στα ΜΜΕ και να διορθώσει το προφίλ του. Και συνεργάζεται, όχι προκειμένου να αναλάβει μια οποιαδήποτε θέση, αλλά για να εκδώσει ένα μηνιαίο «ερευνητικό» ή «αποκαλυπτικό» περιοδικό, δηλαδή να φέρει σε πέρας μία έκδοση άσκησης πίεσης. Ανεξάρτητα από στερεοτυπικές διακηρύξεις περί «ανεξαρτησίας», που όλοι γνωρίζουμε ότι δεν ισχύουν στον Τύπο -και η ομάδα του Unfollow το γνωρίζει επίσης- αυτό σημαίνει ότι συγκροτείς έναν μηχανισμό πίεσης προς όφελος ενός επιχειρηματία. Και αυτό δεν είναι «πώληση της εργατικής δύναμης», είναι κάτι πολύ πέρα από αυτό.
Οσοι μπήκαμε στον χώρο των ΜΜΕ, για οποιονδήποτε λόγο και με οποιονδήποτε τρόπο και αν μπήκαμε, πολύ γρήγορα μάθαμε ότι καλούμαστε να πάρουμε θέση. Είτε να αντιληφθούμε τους εαυτούς μας ως εργαζόμενους σε μια βιομηχανία, μέσα στην οποία θα έπρεπε ταυτόχρονα να παλεύουμε για την προσωπική μας και την εργασιακή μας αξιοπρέπεια, είτε να μπούμε σε μια διαδικασία ανέλιξης η οποία όμως προϋπέθετε τη μεγαλύτερη ή τη μικρότερη συμπόρευση με το γενικό και το ειδικό συμφέρον του αφεντικού μας. Αυτή είναι μια επιλογή που ο καθένας δικαιούται να την κάνει. Μόνο που όταν την κάνει κρίνεται για αυτήν και δε μπορεί να κρύβεται ως προς το τι αποφάσισε. Το να εκδίδεις ένα «αποκαλυπτικό» περιοδικό, του οποίου κατά βάση η ενασχόληση είναι η έρευνα πάνω σε μεγάλα επιχειρηματικά συμφέροντα και τις σχέσεις τους με την εξουσία, για λογαριασμό ενός πολύ συγκεκριμένου επιχειρηματικού συμφέροντος, δεν είναι κάτι το οποίο μπορεί να παριστάνει ότι είναι «μια δουλειά».
Θα μπορούσα να προσθέσω μερικά στοιχεία ακόμα. Ότι λ.χ, ακόμα και στον καπιταλισμό, υπάρχει ένα όριο στην επιλογή εργοδότη. Π.χ., το εμπόριο ναρκωτικών και η χρηματοδότηση της Χρυσής Αυγής θα μπορούσε να είναι ένα τέτοιο. Ή ακόμα, ότι όταν επί μια πενταετία διεκδικείς για τον εαυτό σου διαφορετική αντιμετώπιση επειδή είσαι συνεταιριστικό μέσο, δεν απαντάς «είμαι επαγγελματίας» όταν σου ασκούν κριτική για το σε ποιον πήγες να δουλέψεις. Ή ότι όταν χτίζεις το όνομά σου από την κόντρα με έναν επιχειρηματία, για λόγους αρχής δεν πας να δουλέψεις στον άμεσο ανταγωνιστή του κ.ά.
Θα σταθώ όμως σε ένα επιχείρημα, που διάβασα κατά κόρον εδώ, και όχι περιοριστικά από συνεργάτες του Unfollow. To επιχείρημα «να μη μιλάτε εσείς που...». Αναρωτιέμαι: γιατί να μη μιλάνε; Τι είδους λογική είναι αυτή; Για ποιο λόγο να μη μιλάει κάποιος για ένα ζήτημα επειδή είναι (ή θεωρείται) υπόλογος για κάποιο άλλο; Και από πότε μία αρνητική στάση του τάδε, δικαιώνει την αρνητική στάση του δείνα; Η θέση που υπονοείται είναι ότι υπάρχει μια ηθική επετηρίδα, η οποία επιτρέπει σε κάποιος να μιλούν και σε κάποιους άλλους όχι -τελικά δεν επιτρέπει σε κανέναν άλλον εκτός από εμάς να μιλάει. Βλέπω μια χυδαιότητα σε αυτή τη λογική, έναν αυταρχισμό που στοχεύει στην περιστολή της κριτικής. Και η περιστολή της κριτικής και της διαμαρτυρίας είναι λόγος εξέγερσης.
Κάποιοι από τους συνεργάτες του Unfollow, που βρέθηκαν ανάμεσα στους 21 που τον Σεπτέμβριο του 2010 αρνηθήκαμε να τη δεχτούμε στο «Βήμα», με αποτέλεσμα να απολυθούμε σταδιακά όλοι, θα έπρεπε να το θυμούνται.