Μίσος και μένος για τους δημόσιους υπάλληλους σε μια ιταλική ταινία
Γράφει ο Χρήστος Ξανθάκης
Παίζει να είναι το πρώτο καλοκαίρι που δικαιώνεται ο συγχωρεμένος ο Ουμπέρτο. Που είχε πει ότι τον Αύγουστο δεν υπάρχουν ειδήσεις και από τότε που το ξεστόμισε γύρισε το σύμπαν ανάποδα και βγήκε έξω το μέσα. Αλλά φέτος τι; Κάτι υποψίες για κόμμα Σάκη Ρουβά, ο Κυρίτσης να τρολάρει τους φιλελέδες, ένα μετάλλιο και μια ντόπα ελληνική στους Ολυμπιακούς αγώνες, κάτι ολίγα από αρχαία στο Ελληνικό, φτώχια καταραμένη στην άκρη του δρόμου μας έριξες. Ακόμη κι ο Μιλτιάδης Βαρβιτσιώτης φυλάγεται, οι τελευταίες φωτογραφίες του από πάρτιιιιι πρέπει να έχουν κλείσει δίμηνο. Λίγο ακόμη και θα έβγαινε εκατό τοις εκατό..
αληθινός ο Έκο. Ως την ώρα που έσκασε μύτη το «Πού πάω Θεέ μου;»…
Ταινία είναι αυτό, δεν είναι επιφώνημα του Σπίρτζη, και μάλιστα η πιο επιτυχημένη ταινία όλων των εποχών στην Ιταλία. Μιλάμε τώρα για το ταμείο, εκεί το έκανε το σουξέ, εκεί έκοψε εισιτήρια χιλιάδες επί χιλιάδων. Κωμωδία φυσικά, δεν κάνουν τα δράματα τέτοιο γκελ στον κόσμο να τον στείλουν στις αίθουσες. Κωμωδία με την εξής πάνω κάτω υπόθεση:
Ο Κέκο είναι ένας τύπος που από μικρό παιδί ονειρευόταν να γίνει δημόσιος υπάλληλος. Τα κατάφερε, μπήκε στον κόσμο της σφραγίδας και του χαρτόσημου, άραξε και χαλάρωσε. Δυο βήματα απ’ το σπίτι του είναι το γραφείο, περνάει μπέικα, δεν σκάει για τίποτα, στα όπα όπα τον έχουν όλοι. Ώσπου μια μέρα αλλάζει η κυβέρνηση στη χώρα και αποφασίζει να εφαρμόσει ένα νέο πρόγραμμα κινητικότητας και εθελουσίας εξόδου για να καταπολεμήσει τη γραφειοκρατία. Και γίνεται το έλα να δεις με τους δημοσίους υπαλλήλους που από εκεί που την είχαν βολέψει βρίσκονται στη δίνη του κυκλώνα. Με πρώτο και καλύτερο τον Κέκο, φυσικά, τον ήρωα της ταινίας. Ως και στον Βόρειο πόλο θα τον στείλουν τον δόλιο για να το πάρει απόφαση και να υπογράψει την αποχώρησή του από το ιταλικό Δημόσιο. Αυτός όμως βράχος, θα αντισταθεί μέχρι τελικής πτώσεως. Ώσπου θα τον κοπανήσει ο έρωτας…
Η συνέχεια επί της οθόνης, που λένε και οι κριτικοί, μην τα προδώσω όλα εδώ. Εκείνο όμως που μπορώ να σημειώσω για την ταινία είναι ότι μοιάζει να το έχει γράψει ο Τζήμερος το σενάριό της και να την έχει σκηνοθετήσει η Λυμπεράκη. Τέτοιο μίσος, τέτοιος φθόνος, τέτοιο μένος με τους δημόσιους υπάλληλους από πού αλλού θα μπορούσε να έχει βγει, δηλαδή; Για να μη μιλήσω για το χιούμορ του φιλμ, που είναι πιο χοντροκομμένο κι από πατσαδάκι ξενυχτάδικου και πιο κρύο κι από σιβηριανή εξοχή. Μόνο τούρτες στη μούρη δεν περιλαμβάνει το μενού και βουτιές στο λάκκο με τα περιττώματα. Με αποκορύφωμα την ξαφνική νοσταλγία που πιάνει τον πρωταγωνιστή για την «ξεφτιλισμένη» πατρίδα του, ενώ έχει βολευτεί στην «πολιτισμένη» Νορβηγία. Ο λόγος; Βλέπει ξαφνικά φεστιβάλ Σαν Ρέμο στην TV και μαθαίνει ότι τα ξαναβρήκανε ο Αλ Μπάνο με την Ρομίνα Πάουερ! Μην και μας μείνει καμιά αμφιβολία για το πόσο μπετόστοκος είναι ο «μέσος δημόσιος υπάλληλος»…
Στο διά ταύτα όμως. Αν ανήκετε στο φιλελεύθερο φάσμα (στο ελληνικό φιλελεύθερο φάσμα, όχι στο νορμάλ) πηγαίνετε τρέχοντας να το δείτε το «Πού πάω Θεέ μου;». Υπέροχα θα περάσετε, θα το γλεντήσετε, θα το χαρείτε και θα απορήσετε κι εσείς με τους κριτικούς που του δίνουν ένα αστεράκι στα πέντε. Όπως οι επισκέπτες κάποιων ιστοσελίδων που δηλώνουν ότι ταυτίστηκαν με την οπτική του φιλμ και ότι θα μπορούσε να μιλάει για τους δικούς μας τους «κηφήνες». Και αναρωτιούνται επίσης γιατί δεν γυρίζονται και στη χώρα μας τέτοια αριστουργήματα. Η απάντηση είναι απλή και φιγουράρει στην αρχή του φιλμ, αλλά δεν την είδανε: «Παραγωγή Mediaset». Όπου Mediaset ίσον Σίλβιο Μπερλουσκόνι, παλικάρια μου. Για να μην ξεχνιόμαστε.
- από το newpost
Γράφει ο Χρήστος Ξανθάκης
Παίζει να είναι το πρώτο καλοκαίρι που δικαιώνεται ο συγχωρεμένος ο Ουμπέρτο. Που είχε πει ότι τον Αύγουστο δεν υπάρχουν ειδήσεις και από τότε που το ξεστόμισε γύρισε το σύμπαν ανάποδα και βγήκε έξω το μέσα. Αλλά φέτος τι; Κάτι υποψίες για κόμμα Σάκη Ρουβά, ο Κυρίτσης να τρολάρει τους φιλελέδες, ένα μετάλλιο και μια ντόπα ελληνική στους Ολυμπιακούς αγώνες, κάτι ολίγα από αρχαία στο Ελληνικό, φτώχια καταραμένη στην άκρη του δρόμου μας έριξες. Ακόμη κι ο Μιλτιάδης Βαρβιτσιώτης φυλάγεται, οι τελευταίες φωτογραφίες του από πάρτιιιιι πρέπει να έχουν κλείσει δίμηνο. Λίγο ακόμη και θα έβγαινε εκατό τοις εκατό..
αληθινός ο Έκο. Ως την ώρα που έσκασε μύτη το «Πού πάω Θεέ μου;»…
Ταινία είναι αυτό, δεν είναι επιφώνημα του Σπίρτζη, και μάλιστα η πιο επιτυχημένη ταινία όλων των εποχών στην Ιταλία. Μιλάμε τώρα για το ταμείο, εκεί το έκανε το σουξέ, εκεί έκοψε εισιτήρια χιλιάδες επί χιλιάδων. Κωμωδία φυσικά, δεν κάνουν τα δράματα τέτοιο γκελ στον κόσμο να τον στείλουν στις αίθουσες. Κωμωδία με την εξής πάνω κάτω υπόθεση:
Ο Κέκο είναι ένας τύπος που από μικρό παιδί ονειρευόταν να γίνει δημόσιος υπάλληλος. Τα κατάφερε, μπήκε στον κόσμο της σφραγίδας και του χαρτόσημου, άραξε και χαλάρωσε. Δυο βήματα απ’ το σπίτι του είναι το γραφείο, περνάει μπέικα, δεν σκάει για τίποτα, στα όπα όπα τον έχουν όλοι. Ώσπου μια μέρα αλλάζει η κυβέρνηση στη χώρα και αποφασίζει να εφαρμόσει ένα νέο πρόγραμμα κινητικότητας και εθελουσίας εξόδου για να καταπολεμήσει τη γραφειοκρατία. Και γίνεται το έλα να δεις με τους δημοσίους υπαλλήλους που από εκεί που την είχαν βολέψει βρίσκονται στη δίνη του κυκλώνα. Με πρώτο και καλύτερο τον Κέκο, φυσικά, τον ήρωα της ταινίας. Ως και στον Βόρειο πόλο θα τον στείλουν τον δόλιο για να το πάρει απόφαση και να υπογράψει την αποχώρησή του από το ιταλικό Δημόσιο. Αυτός όμως βράχος, θα αντισταθεί μέχρι τελικής πτώσεως. Ώσπου θα τον κοπανήσει ο έρωτας…
Η συνέχεια επί της οθόνης, που λένε και οι κριτικοί, μην τα προδώσω όλα εδώ. Εκείνο όμως που μπορώ να σημειώσω για την ταινία είναι ότι μοιάζει να το έχει γράψει ο Τζήμερος το σενάριό της και να την έχει σκηνοθετήσει η Λυμπεράκη. Τέτοιο μίσος, τέτοιος φθόνος, τέτοιο μένος με τους δημόσιους υπάλληλους από πού αλλού θα μπορούσε να έχει βγει, δηλαδή; Για να μη μιλήσω για το χιούμορ του φιλμ, που είναι πιο χοντροκομμένο κι από πατσαδάκι ξενυχτάδικου και πιο κρύο κι από σιβηριανή εξοχή. Μόνο τούρτες στη μούρη δεν περιλαμβάνει το μενού και βουτιές στο λάκκο με τα περιττώματα. Με αποκορύφωμα την ξαφνική νοσταλγία που πιάνει τον πρωταγωνιστή για την «ξεφτιλισμένη» πατρίδα του, ενώ έχει βολευτεί στην «πολιτισμένη» Νορβηγία. Ο λόγος; Βλέπει ξαφνικά φεστιβάλ Σαν Ρέμο στην TV και μαθαίνει ότι τα ξαναβρήκανε ο Αλ Μπάνο με την Ρομίνα Πάουερ! Μην και μας μείνει καμιά αμφιβολία για το πόσο μπετόστοκος είναι ο «μέσος δημόσιος υπάλληλος»…
Στο διά ταύτα όμως. Αν ανήκετε στο φιλελεύθερο φάσμα (στο ελληνικό φιλελεύθερο φάσμα, όχι στο νορμάλ) πηγαίνετε τρέχοντας να το δείτε το «Πού πάω Θεέ μου;». Υπέροχα θα περάσετε, θα το γλεντήσετε, θα το χαρείτε και θα απορήσετε κι εσείς με τους κριτικούς που του δίνουν ένα αστεράκι στα πέντε. Όπως οι επισκέπτες κάποιων ιστοσελίδων που δηλώνουν ότι ταυτίστηκαν με την οπτική του φιλμ και ότι θα μπορούσε να μιλάει για τους δικούς μας τους «κηφήνες». Και αναρωτιούνται επίσης γιατί δεν γυρίζονται και στη χώρα μας τέτοια αριστουργήματα. Η απάντηση είναι απλή και φιγουράρει στην αρχή του φιλμ, αλλά δεν την είδανε: «Παραγωγή Mediaset». Όπου Mediaset ίσον Σίλβιο Μπερλουσκόνι, παλικάρια μου. Για να μην ξεχνιόμαστε.
- από το newpost