Η παρακμή του κριτικού λόγου δεν ήρθε από τη μια μέρα στην άλλη― είναι προϊόν μιάς άνευ προηγουμένου διαπλοκής που έδεσε κόμπο ένα ολόκληρο έθνος.
Από τον Στάθη Τσαγκαρουσιάνο
Πολλές φορές, σε συζητήσεις, τυχαίνει να βρεθώ μπροστά σε κάποιον που σχεδόν παραληρεί από αγανάκτηση για την κακότητα ενός έργου τέχνης. “Γιατί δεν το γράφεις;”, του λέω. “Είμαι διατεθειμένος να το δημοσιεύσω”
- Α, δεν μπορω. Τον ξέρω (τον δημιουργό) χρόνια… Ποιός αντέχει τη μίρλα του… κ.λπ.
Δεν περνάνε λίγες μέρες και ο αγανακτισμένος δημοσιεύει στη στήλη του έναν δειλό διθύραμβο για το έργο τέχνης που τον αγανάκτησε.
Πιστεύω ότι η κριτική έχει χρεοκοπήσει στην Ελλάδα, σχεδόν σε όλους τους τομείς ― πολιτική, Τέχνες, εστίαση― για μια σειρά λόγων. Και δεν μιλώ για την φτωχή κριτική που δεν ξέρει να αναγνωρίζει το πρώτο από το δεύτερο― τέτοια πάντα υπήρξε, είναι δείγμα αμορφωσιάς, όχι ανηθικότητας. Ούτε μιλώ για όσους μέσα στα χρόνια απέκτησαν εμμονικά γούστα και πάθη, που όσο νάναι τους στερούν την διαύγεια της ματιάς. Μιλάμε για όσους βλέπουν το κακό και το αποσιωπούν.
Αυτή η χρεοκοπία δεν ήρθε από τη μια μέρα στην άλλη. Είναι προϊόν μιας άνευ προηγουμένου.. διαπλοκής που έδεσε κόμπο ένα ολόκληρο έθνος ―σαν κάτι χωριά που όλοι βιάζουν τα παιδιά τους και δεν μιλάει κανείς. Και βεβαίως δεν εξαιρούμε τον εαυτό μας.
Ιδού οι λόγοι που αναγνωρίζω ότι οδήγησαν ως εδώ:
1. Οι δημοσιογράφοι δεν αμείβονται καλά. Έτσι έχουν ανάγκη τα κεράσματα, τις προσκλήσεις, τα δωρεάν ταξίδια κ.λπ. Ορισμένοι αποκτούν με τον καιρό την ψυχολογία του τζαμπατζή: όσο πιο πολυτελές το “κέρασμα”, τόσο πιο παθιασμένο το γράψιμο. Ακραία εκδοχή κεράσματος: να σε προσλαμβάνει ο Παππάς ως σύμβουλο, ενώ εκδίδεις εφημερίδα.
2. Η πόλη είναι μικρή και γνωρίζονται όλοι μεταξύ τους. Θέλουν να μη τους βγαίνει ξινή μια έξοδος, όταν πέφτουν πάνω σε εκείνον που έκριναν αυστηρά.
3. Επειδή οι δημοσιογράφοι δεν κάνουν ρεπορτάζ, απλώς δημοσιοποιούν αυτό που οι “πηγές” τούς εγχειρίζουν (διαμοιράζοντάς το μεγαλόθυμα, για να είναι όλοι ευχαριστημένοι), φροντίζουν να τα έχουν καλά με τις πηγές. Έτσι η ομερτά συναντά τη νωθρότητα σε έναν εναγκαλισμό, που θα τον έλεγες και διαπλοκή.
4. Η οικονομική κατάρρευση των μέσων έχει επιτρέψει στη διαφήμιση να επιβάλλει επιλεκτικές αποσιωπήσεις “για να μη θιγεί ο πελάτης”. Είτε αυτός είναι ένα ταβερνάκι που ψήνει σάπιες μπριζόλες, είτε είναι μια Τράπεζα γεμάτη αποσιωπημένα σκάνδαλα, είτε μια διεφθαρμένη κυβέρνηση που μοιράζει επιλεκτικά κρατική διαφήμιση. Δεν είναι ίδιας έντασης η απαξία― είναι όμως απαξία και στις τρεις περιπτώσεις.
5. Yπάρχει κι ένας λόγος, κάπως αθωωτικός. Σε μια χώρα χαμηλών επιδόσεων, που π.χ. η καλλιτεχνική παραγωγή δεν είναι και για χόρταση, όταν βλέπεις κάποιον να προσπαθεί φιλότιμα, χωρίς να τα καταφέρνει πάντα, θες να κάνεις ότι δεν είδες το στραβοπάτημα, δεδομένου ότι υπάρχουν πολύ χειρότερα ένα γύρο.
Για τους λόγους αυτούς (και άλλους ίσως που μου διαφεύγουν), φτάσαμε σε ένα στάδιο που η επίσημη κριτική είναι νεκρή, σε όλα τα επίπεδα. Φυτοζωεί, ένθεν κακείθεν, σε λίγες φωνές που παρότι θα μπορούσαν να εξαγοραστούν, δεν εξαγοράστηκαν. Διότι έχεις να παλέψεις και με τούτο: Οι πλείστοι από τους επαναστάτες κριτικούς, το βουλώνουν με το πρώτο ξεροκόμματο που θα τους πετάξουν― είτε αυτό είναι ένα αποκλειστικό ρεπορτάζ του Υπουργείου, είτε ένα ζευγάρι παπούτσια (που πρέπει όμως να φωτογραφηθεί και ανεβεί στο instagram), είτε μια εμφάνιση στην κρατική TV, είτε μια αποκλειστική συνέντευξη (διπλοτσεκαρισμένη), είτε ένα τραπεζικό δάνειο που μετά θα το “ξεχάσουμε”, είτε… είτε… είτε…
Στην αντίπερα όχθη, στην ανεπίσημη κλωτσοπατινάδα των social media (που κι αυτά μπήκαν εσχάτως στην ομερτά του δούναι/ λαβείν/ σιωπάν) οι τολμηρές, ελεύθερες φωνές πνίγονται μέσα στις κραυγές, τις απειλές και τις κατάρες του πλήθους ή των μισθοφόρων.
Κι έτσι, μεταξύ επίσημης σιωπής και ανεπίσημης τσιρίδας, το κακό ταβερνάκι, το κακό βιβλίο, η κακή παράσταση, η κακή Τράπεζα, η κακή κυβέρνηση μένουν οι μοιραίοι κυρίαρχοι του παιχνιδιού σε ένα μοιραίο κράτος.
Ίσως θα μπορούσαμε να ξεκινήσουμε από τα απλούστερα…
Πηγή: lifo
Από τον Στάθη Τσαγκαρουσιάνο
Πολλές φορές, σε συζητήσεις, τυχαίνει να βρεθώ μπροστά σε κάποιον που σχεδόν παραληρεί από αγανάκτηση για την κακότητα ενός έργου τέχνης. “Γιατί δεν το γράφεις;”, του λέω. “Είμαι διατεθειμένος να το δημοσιεύσω”
- Α, δεν μπορω. Τον ξέρω (τον δημιουργό) χρόνια… Ποιός αντέχει τη μίρλα του… κ.λπ.
Δεν περνάνε λίγες μέρες και ο αγανακτισμένος δημοσιεύει στη στήλη του έναν δειλό διθύραμβο για το έργο τέχνης που τον αγανάκτησε.
Πιστεύω ότι η κριτική έχει χρεοκοπήσει στην Ελλάδα, σχεδόν σε όλους τους τομείς ― πολιτική, Τέχνες, εστίαση― για μια σειρά λόγων. Και δεν μιλώ για την φτωχή κριτική που δεν ξέρει να αναγνωρίζει το πρώτο από το δεύτερο― τέτοια πάντα υπήρξε, είναι δείγμα αμορφωσιάς, όχι ανηθικότητας. Ούτε μιλώ για όσους μέσα στα χρόνια απέκτησαν εμμονικά γούστα και πάθη, που όσο νάναι τους στερούν την διαύγεια της ματιάς. Μιλάμε για όσους βλέπουν το κακό και το αποσιωπούν.
Αυτή η χρεοκοπία δεν ήρθε από τη μια μέρα στην άλλη. Είναι προϊόν μιας άνευ προηγουμένου.. διαπλοκής που έδεσε κόμπο ένα ολόκληρο έθνος ―σαν κάτι χωριά που όλοι βιάζουν τα παιδιά τους και δεν μιλάει κανείς. Και βεβαίως δεν εξαιρούμε τον εαυτό μας.
Ιδού οι λόγοι που αναγνωρίζω ότι οδήγησαν ως εδώ:
1. Οι δημοσιογράφοι δεν αμείβονται καλά. Έτσι έχουν ανάγκη τα κεράσματα, τις προσκλήσεις, τα δωρεάν ταξίδια κ.λπ. Ορισμένοι αποκτούν με τον καιρό την ψυχολογία του τζαμπατζή: όσο πιο πολυτελές το “κέρασμα”, τόσο πιο παθιασμένο το γράψιμο. Ακραία εκδοχή κεράσματος: να σε προσλαμβάνει ο Παππάς ως σύμβουλο, ενώ εκδίδεις εφημερίδα.
2. Η πόλη είναι μικρή και γνωρίζονται όλοι μεταξύ τους. Θέλουν να μη τους βγαίνει ξινή μια έξοδος, όταν πέφτουν πάνω σε εκείνον που έκριναν αυστηρά.
3. Επειδή οι δημοσιογράφοι δεν κάνουν ρεπορτάζ, απλώς δημοσιοποιούν αυτό που οι “πηγές” τούς εγχειρίζουν (διαμοιράζοντάς το μεγαλόθυμα, για να είναι όλοι ευχαριστημένοι), φροντίζουν να τα έχουν καλά με τις πηγές. Έτσι η ομερτά συναντά τη νωθρότητα σε έναν εναγκαλισμό, που θα τον έλεγες και διαπλοκή.
4. Η οικονομική κατάρρευση των μέσων έχει επιτρέψει στη διαφήμιση να επιβάλλει επιλεκτικές αποσιωπήσεις “για να μη θιγεί ο πελάτης”. Είτε αυτός είναι ένα ταβερνάκι που ψήνει σάπιες μπριζόλες, είτε είναι μια Τράπεζα γεμάτη αποσιωπημένα σκάνδαλα, είτε μια διεφθαρμένη κυβέρνηση που μοιράζει επιλεκτικά κρατική διαφήμιση. Δεν είναι ίδιας έντασης η απαξία― είναι όμως απαξία και στις τρεις περιπτώσεις.
5. Yπάρχει κι ένας λόγος, κάπως αθωωτικός. Σε μια χώρα χαμηλών επιδόσεων, που π.χ. η καλλιτεχνική παραγωγή δεν είναι και για χόρταση, όταν βλέπεις κάποιον να προσπαθεί φιλότιμα, χωρίς να τα καταφέρνει πάντα, θες να κάνεις ότι δεν είδες το στραβοπάτημα, δεδομένου ότι υπάρχουν πολύ χειρότερα ένα γύρο.
Για τους λόγους αυτούς (και άλλους ίσως που μου διαφεύγουν), φτάσαμε σε ένα στάδιο που η επίσημη κριτική είναι νεκρή, σε όλα τα επίπεδα. Φυτοζωεί, ένθεν κακείθεν, σε λίγες φωνές που παρότι θα μπορούσαν να εξαγοραστούν, δεν εξαγοράστηκαν. Διότι έχεις να παλέψεις και με τούτο: Οι πλείστοι από τους επαναστάτες κριτικούς, το βουλώνουν με το πρώτο ξεροκόμματο που θα τους πετάξουν― είτε αυτό είναι ένα αποκλειστικό ρεπορτάζ του Υπουργείου, είτε ένα ζευγάρι παπούτσια (που πρέπει όμως να φωτογραφηθεί και ανεβεί στο instagram), είτε μια εμφάνιση στην κρατική TV, είτε μια αποκλειστική συνέντευξη (διπλοτσεκαρισμένη), είτε ένα τραπεζικό δάνειο που μετά θα το “ξεχάσουμε”, είτε… είτε… είτε…
Στην αντίπερα όχθη, στην ανεπίσημη κλωτσοπατινάδα των social media (που κι αυτά μπήκαν εσχάτως στην ομερτά του δούναι/ λαβείν/ σιωπάν) οι τολμηρές, ελεύθερες φωνές πνίγονται μέσα στις κραυγές, τις απειλές και τις κατάρες του πλήθους ή των μισθοφόρων.
Κι έτσι, μεταξύ επίσημης σιωπής και ανεπίσημης τσιρίδας, το κακό ταβερνάκι, το κακό βιβλίο, η κακή παράσταση, η κακή Τράπεζα, η κακή κυβέρνηση μένουν οι μοιραίοι κυρίαρχοι του παιχνιδιού σε ένα μοιραίο κράτος.
Ίσως θα μπορούσαμε να ξεκινήσουμε από τα απλούστερα…
Πηγή: lifo