Κωστόπουλος σε πλατεία χωριού
Γράφει η Ρέα Βιτάλη (protagon)
Eνα περίεργο πράγμα. Eνα κουσούρι μου ακόμα. Τόσα χρόνια που σας γράφω, ας μάθετε κι ένα μου, ακόμα. Ενώ έχω μια εικόνα μπροστά στα μάτια μου, το μυαλό μου παρακάμπτει την εικόνα των ματιών μου και στήνει μια άλλη, που περιέργως τη θεωρεί πιο αληθινή απ΄αυτή που βλέπω.
Να, για παράδειγμα. Βλέπω τον Φλαμπουράρη με το κοστούμι του να μιλάει σε πάνελ εκπομπής. Μα, εγώ αυτόματα του βγάζω τα ρούχα του και του φοράω φανελάκι άσπρο Ατθίς. Και του φοράω ένα σορτς καμένο από τον ήλιο. Απ΄αυτά που φοράνε οι άνδρες γιατί τους βολεύουν και οι γυναίκες τους διαμαρτύρονται «Βαρέθηκα να το βλέπω πάνω σου, θα στο πετάξω!». Και του βάζω πλαστικές παντοφλοσαγιονάρες. Και του δίνω στα χέρια ένα φραπόγαλο με καλαμάκι. Και ότι και να τον ρωτάνε, για κάτι σοβαρό ας πούμε, εγώ δεν ακούω την απάντηση του αλλά το φρρρρρ που κάνουν τα χείλη του με τον καφέ της φαντασίας μου και τον ακούω να λέει «Χέσε με μωρέ! Oλα καλά. Πάμε σε κανένα ταβερνάκι το βράδυ;».
Να, άλλο παράδειγμα. Βλέπω τον Πέτρο Κωστόπουλο με κοστούμι ατσαλάκωτο. Σαν κούκλα.. σε βιτρίνα πολυκαταστήματος. Σεταρισμένο στην τρίχα, όχι της κομψότητας… Την κομψότητα τη φοράς, δεν σε φοράει…
Τον βλέπω λοιπόν λουστραρισμένο, στην δική του εκπομπή, σε ένα ντεκόρ λουστραρισμένης αμερικανιάς και έχει καλεσμένους και ορχήστρα και λέει και λέει και λέει. Μα, το άτιμο το δικό μου μυαλό, τα αντιπαρέρχεται όλα αυτά και μου τον στήνει σε πλατεία χωριού, λίγο πριν το πανηγύρι ενός Αγίου ή Αγίας, τότε που καταφθάνει κόσμος και ντουνιάς από την Αθήνα και ένα σωρό κορίτσια που φοράνε τα καλά τους. Και κείνος κάθεται σε ένα καφενείο και θέλει να κάνει ντόρο και «την διαφορά».
Και η κάθε του κουβέντα είναι αστεία, για να υπερασπίζεται τον τίτλο του «αστείος» της παρέας και αυτοκαμαρώνεται ότι είναι, και καλά, «πολύ πλάκα» αυτά που λέει και κάνει και μάγκικες κινήσεις με το χέρι στα χείλη, όπως «Σου πω!… Εσένα». Και ότι σε κορίτσι περνάει, πετάει και μια σάχλα του τύπου «Καλέ Σούλα, πώς σε λένε;» και χασκάνε οι ομοτράπεζοί του και ξαναγελάει κι αυτός γι΄αυτό που είπε. Και μετά σκουντάει τον διπλανό του και λέει «Ωραίο κώλο έχει αυτή» και ξαναγελάνε. Και λένε «ρε, πώς τα λέει ο μπαγάσας ο Πετράρας!».
Να, σε αυτό το σκηνικό στήνει η φαντασία μου πάντα τον Πέτρο-Πετράρα κι ας είναι σε ό,τι σκηνικό άλλο θέλει. Κι ας είναι σε κορφή ή σε ναδίρ. Είναι ο Πέτρος-Πετράρας. Θα με ρωτήσετε, τι συμπέρασμα καταθέτω με όλα αυτά; Εκεί ακριβώς είναι το θέμα. Δεν έχει νόημα ν΄ αναζητάς συμπέρασμα. Το θέμα στην ζωή είναι το συν-πέρασμα. Το άτιμο το πέρασμα. Από τη μια στιγμή στην άλλη, από τη μία εποχή στην άλλη, από τη μια ηλικία στην άλλη, από τα άγουρα μυαλά στα άλλα…
Μερικοί μοιάζει, διασχίζοντας χρόνια και χρόνια μιας ζωής, να μην κατάφεραν ποτέ να ξεκουνήσουν από το σημείο ακριβώς που ξεκίνησαν. Κι αυτό δεν το λες ωραίο. Πόσο δε μάλλον σοφό.
Γράφει η Ρέα Βιτάλη (protagon)
Eνα περίεργο πράγμα. Eνα κουσούρι μου ακόμα. Τόσα χρόνια που σας γράφω, ας μάθετε κι ένα μου, ακόμα. Ενώ έχω μια εικόνα μπροστά στα μάτια μου, το μυαλό μου παρακάμπτει την εικόνα των ματιών μου και στήνει μια άλλη, που περιέργως τη θεωρεί πιο αληθινή απ΄αυτή που βλέπω.
Να, για παράδειγμα. Βλέπω τον Φλαμπουράρη με το κοστούμι του να μιλάει σε πάνελ εκπομπής. Μα, εγώ αυτόματα του βγάζω τα ρούχα του και του φοράω φανελάκι άσπρο Ατθίς. Και του φοράω ένα σορτς καμένο από τον ήλιο. Απ΄αυτά που φοράνε οι άνδρες γιατί τους βολεύουν και οι γυναίκες τους διαμαρτύρονται «Βαρέθηκα να το βλέπω πάνω σου, θα στο πετάξω!». Και του βάζω πλαστικές παντοφλοσαγιονάρες. Και του δίνω στα χέρια ένα φραπόγαλο με καλαμάκι. Και ότι και να τον ρωτάνε, για κάτι σοβαρό ας πούμε, εγώ δεν ακούω την απάντηση του αλλά το φρρρρρ που κάνουν τα χείλη του με τον καφέ της φαντασίας μου και τον ακούω να λέει «Χέσε με μωρέ! Oλα καλά. Πάμε σε κανένα ταβερνάκι το βράδυ;».
Να, άλλο παράδειγμα. Βλέπω τον Πέτρο Κωστόπουλο με κοστούμι ατσαλάκωτο. Σαν κούκλα.. σε βιτρίνα πολυκαταστήματος. Σεταρισμένο στην τρίχα, όχι της κομψότητας… Την κομψότητα τη φοράς, δεν σε φοράει…
Τον βλέπω λοιπόν λουστραρισμένο, στην δική του εκπομπή, σε ένα ντεκόρ λουστραρισμένης αμερικανιάς και έχει καλεσμένους και ορχήστρα και λέει και λέει και λέει. Μα, το άτιμο το δικό μου μυαλό, τα αντιπαρέρχεται όλα αυτά και μου τον στήνει σε πλατεία χωριού, λίγο πριν το πανηγύρι ενός Αγίου ή Αγίας, τότε που καταφθάνει κόσμος και ντουνιάς από την Αθήνα και ένα σωρό κορίτσια που φοράνε τα καλά τους. Και κείνος κάθεται σε ένα καφενείο και θέλει να κάνει ντόρο και «την διαφορά».
Και η κάθε του κουβέντα είναι αστεία, για να υπερασπίζεται τον τίτλο του «αστείος» της παρέας και αυτοκαμαρώνεται ότι είναι, και καλά, «πολύ πλάκα» αυτά που λέει και κάνει και μάγκικες κινήσεις με το χέρι στα χείλη, όπως «Σου πω!… Εσένα». Και ότι σε κορίτσι περνάει, πετάει και μια σάχλα του τύπου «Καλέ Σούλα, πώς σε λένε;» και χασκάνε οι ομοτράπεζοί του και ξαναγελάει κι αυτός γι΄αυτό που είπε. Και μετά σκουντάει τον διπλανό του και λέει «Ωραίο κώλο έχει αυτή» και ξαναγελάνε. Και λένε «ρε, πώς τα λέει ο μπαγάσας ο Πετράρας!».
Να, σε αυτό το σκηνικό στήνει η φαντασία μου πάντα τον Πέτρο-Πετράρα κι ας είναι σε ό,τι σκηνικό άλλο θέλει. Κι ας είναι σε κορφή ή σε ναδίρ. Είναι ο Πέτρος-Πετράρας. Θα με ρωτήσετε, τι συμπέρασμα καταθέτω με όλα αυτά; Εκεί ακριβώς είναι το θέμα. Δεν έχει νόημα ν΄ αναζητάς συμπέρασμα. Το θέμα στην ζωή είναι το συν-πέρασμα. Το άτιμο το πέρασμα. Από τη μια στιγμή στην άλλη, από τη μία εποχή στην άλλη, από τη μια ηλικία στην άλλη, από τα άγουρα μυαλά στα άλλα…
Μερικοί μοιάζει, διασχίζοντας χρόνια και χρόνια μιας ζωής, να μην κατάφεραν ποτέ να ξεκουνήσουν από το σημείο ακριβώς που ξεκίνησαν. Κι αυτό δεν το λες ωραίο. Πόσο δε μάλλον σοφό.