Όταν πρέπει να παραδεχθείς ότι έκανες λάθος
Γράφει ο Χρήστος Ξανθάκης (newpost)
Μεγάλωσα στην ελληνική επαρχία της δεκαετίας του εβδομήντα. Τότε μπήκα στην εφηβεία, τότε άρχισα να καταλαβαίνω τον κόσμο. Ή μάλλον, να το πω αλλιώς, τότε μου μάθανε πώς να καταλαβαίνω τον κόσμο. Οι γύρω μου φυσικά, γιατί όταν είσαι φρέσκο κοτόπουλο ανοίγεις τα μάτια σου, τεντώνεις τα’ αυτιά σου και απορροφάς γνώμες, απόψεις και αποφθέγματα των διπλανών. Της παρέας, της γειτονιάς, των μεγαλυτέρων που έχουν πάντα δίκιο γιατί είναι μεγαλύτεροι κι εσύ είσαι μικρός και το καλό που σου θέλω να τους σέβεσαι γιατί ο διάολος θα σε πάρει. Ή κάτι πολύ κοντινό με το διάολο.
Κάποιος σατανάς, ας πούμε, από αυτούς μας τρόμαζαν όταν ήμασταν πιτσιρίκια και τους.. λέγανε πούστηδες. Τους λέγανε πουστάρες, για να μιλήσω τη γλώσσα της αλήθειας, μιας και πάντοτε στον υπερθετικό καταλήγαμε. Εμείς τα παιδιά της επαρχίας, τα παιδιά του κάμπου, σε μια δεκαετία όπου ο κόσμος άλλαζε αλλά σ’ εμάς έμοιαζε ο χρόνος να μένει ακίνητος. Με τις προκαταλήψεις να γυρνούν σαν τα κοράκια πάνω απ’ τα κεφάλια μας και να μας επιβάλλονται θέλοντας και μη. Ότι εμείς ήμασταν οι «ομαλοί» με δυο λόγια και οι άλλοι, οι απέναντι, οι διαφορετικοί ήταν οι «ανώμαλοι». Μια διαχωριστική γραμμή που δεν γινόταν να την περάσεις.
Έχω δει ανθρώπους που δίναν και το βρακί τους σε όσους υπέφεραν, να βγάζουν αφρούς με την υποψία έστω ομοφυλοφιλίας στον ορίζοντα. Έχω δει κυρίες που προσεύχονταν καθημερινά για τη σωτηρία της ανθρωπότητας να βγάζουν καντήλες όταν πέρναγε κάποιος «κουνιστός» από το σοκάκι τους. Έχω αντικρίσει οικογένειες να χάνουν το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια τους, επειδή κάποιο μέλος τους εμφάνισε σημάδια συμπεριφοράς που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί έστω και κατ’ ελάχιστον «θηλυπρεπείς». Ήμουν εκεί, τα είδα όλα αυτά, δεν μου πολυάρεσαν, αλλά δεν γινόταν και να τα αμφισβητήσω. Ήταν θέσφατα βλέπετε, ήταν οι επιταγές κάποιου αοράτου δικαίου που οφείλαμε όλοι και όλες να ακολουθήσουμε. Άνευ αντιρρήσεων…
Άλλαξα όμως. Ήρθα στην Αθήνα να σπουδάσω, γνώρισα κόσμο, γνώρισα καταστάσεις έλιωσα τα παπούτσια στη γύρα, άνοιξαν τα ματάκια μου. Και κατάλαβα ότι είχε φτάσει η ώρα να αφήσω πίσω μου αρκετά μπαγκάζια, να ξεφορτωθώ ένα σωρό μαλακίες. Και να παραδεχθώ, στον εαυτό μου πάνω απ’ όλα, ότι έκανα λάθος. Ότι τους ανθρώπους δεν τους καρφώνουμε ετικέτες ανάλογα με τον σεξουαλικό τους προσανατολισμό, ούτε τους λιθοβολούμε επειδή κάνουν άλλου τύπου κουμάντα στο κρεβάτι τους. Ότι είμαστε όλοι ίσοι, ότι είμαστε όλοι διαφορετικοί, ότι είμαστε όλοι παιδιά του Θεού, κάποιου Θεού τέλος πάντων.
Κι αυτό είναι το πιο δύσκολο πράγμα του κόσμου. Να πεις δηλαδή ότι έσφαλες. Είναι κάτι που σχεδόν πάντοτε υπερβαίνει τις φτωχές μας δυνάμεις και τον αδύναμό μας ψυχισμό. Αλλά είναι και η μοναδική μας σωτηρία. Είναι η μοναδική μας ευκαιρία να πάμε κόντρα στο καφριλίκι, στην τυφλή βία, στο θανατικό. Κι αν πίστεψε κανείς ποτέ στον ανδρισμό, τότε ανδρισμός δεν είναι το βαρύ χέρι και οι πρόστυχες κουβέντες. Είναι το σθένος να βγεις μπροστά και να δηλώσεις λάθος. Κι ας χάσεις ολίγη απ’ τη βολή σου, δεν πειράζει. Δεν είναι όλα κέρδη και ζημιές σ’ αυτόν τον παλιόκοσμο, δεν είναι όλα για να τα πουλάς και να τ’ αγοράζεις…
Γράφει ο Χρήστος Ξανθάκης (newpost)
Μεγάλωσα στην ελληνική επαρχία της δεκαετίας του εβδομήντα. Τότε μπήκα στην εφηβεία, τότε άρχισα να καταλαβαίνω τον κόσμο. Ή μάλλον, να το πω αλλιώς, τότε μου μάθανε πώς να καταλαβαίνω τον κόσμο. Οι γύρω μου φυσικά, γιατί όταν είσαι φρέσκο κοτόπουλο ανοίγεις τα μάτια σου, τεντώνεις τα’ αυτιά σου και απορροφάς γνώμες, απόψεις και αποφθέγματα των διπλανών. Της παρέας, της γειτονιάς, των μεγαλυτέρων που έχουν πάντα δίκιο γιατί είναι μεγαλύτεροι κι εσύ είσαι μικρός και το καλό που σου θέλω να τους σέβεσαι γιατί ο διάολος θα σε πάρει. Ή κάτι πολύ κοντινό με το διάολο.
Κάποιος σατανάς, ας πούμε, από αυτούς μας τρόμαζαν όταν ήμασταν πιτσιρίκια και τους.. λέγανε πούστηδες. Τους λέγανε πουστάρες, για να μιλήσω τη γλώσσα της αλήθειας, μιας και πάντοτε στον υπερθετικό καταλήγαμε. Εμείς τα παιδιά της επαρχίας, τα παιδιά του κάμπου, σε μια δεκαετία όπου ο κόσμος άλλαζε αλλά σ’ εμάς έμοιαζε ο χρόνος να μένει ακίνητος. Με τις προκαταλήψεις να γυρνούν σαν τα κοράκια πάνω απ’ τα κεφάλια μας και να μας επιβάλλονται θέλοντας και μη. Ότι εμείς ήμασταν οι «ομαλοί» με δυο λόγια και οι άλλοι, οι απέναντι, οι διαφορετικοί ήταν οι «ανώμαλοι». Μια διαχωριστική γραμμή που δεν γινόταν να την περάσεις.
Έχω δει ανθρώπους που δίναν και το βρακί τους σε όσους υπέφεραν, να βγάζουν αφρούς με την υποψία έστω ομοφυλοφιλίας στον ορίζοντα. Έχω δει κυρίες που προσεύχονταν καθημερινά για τη σωτηρία της ανθρωπότητας να βγάζουν καντήλες όταν πέρναγε κάποιος «κουνιστός» από το σοκάκι τους. Έχω αντικρίσει οικογένειες να χάνουν το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια τους, επειδή κάποιο μέλος τους εμφάνισε σημάδια συμπεριφοράς που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί έστω και κατ’ ελάχιστον «θηλυπρεπείς». Ήμουν εκεί, τα είδα όλα αυτά, δεν μου πολυάρεσαν, αλλά δεν γινόταν και να τα αμφισβητήσω. Ήταν θέσφατα βλέπετε, ήταν οι επιταγές κάποιου αοράτου δικαίου που οφείλαμε όλοι και όλες να ακολουθήσουμε. Άνευ αντιρρήσεων…
Άλλαξα όμως. Ήρθα στην Αθήνα να σπουδάσω, γνώρισα κόσμο, γνώρισα καταστάσεις έλιωσα τα παπούτσια στη γύρα, άνοιξαν τα ματάκια μου. Και κατάλαβα ότι είχε φτάσει η ώρα να αφήσω πίσω μου αρκετά μπαγκάζια, να ξεφορτωθώ ένα σωρό μαλακίες. Και να παραδεχθώ, στον εαυτό μου πάνω απ’ όλα, ότι έκανα λάθος. Ότι τους ανθρώπους δεν τους καρφώνουμε ετικέτες ανάλογα με τον σεξουαλικό τους προσανατολισμό, ούτε τους λιθοβολούμε επειδή κάνουν άλλου τύπου κουμάντα στο κρεβάτι τους. Ότι είμαστε όλοι ίσοι, ότι είμαστε όλοι διαφορετικοί, ότι είμαστε όλοι παιδιά του Θεού, κάποιου Θεού τέλος πάντων.
Κι αυτό είναι το πιο δύσκολο πράγμα του κόσμου. Να πεις δηλαδή ότι έσφαλες. Είναι κάτι που σχεδόν πάντοτε υπερβαίνει τις φτωχές μας δυνάμεις και τον αδύναμό μας ψυχισμό. Αλλά είναι και η μοναδική μας σωτηρία. Είναι η μοναδική μας ευκαιρία να πάμε κόντρα στο καφριλίκι, στην τυφλή βία, στο θανατικό. Κι αν πίστεψε κανείς ποτέ στον ανδρισμό, τότε ανδρισμός δεν είναι το βαρύ χέρι και οι πρόστυχες κουβέντες. Είναι το σθένος να βγεις μπροστά και να δηλώσεις λάθος. Κι ας χάσεις ολίγη απ’ τη βολή σου, δεν πειράζει. Δεν είναι όλα κέρδη και ζημιές σ’ αυτόν τον παλιόκοσμο, δεν είναι όλα για να τα πουλάς και να τ’ αγοράζεις…