Γράφει ο Δημήτρης Ν. Μανιάτης
Γνωστό φιλελεύθερο βιβλιοπωλείο («ακτιβιστικό» αυτοαποκαλείται) διοργανώνει παρουσίαση βιβλίου με θέμα τη Μακρόνησο. Με εκδρομή - επίσκεψη εκεί. Ώς εδώ όλα καλά. Η δημοσιοποίηση της πρωτοβουλίας κοινοποιείται με κείμενο του εν λόγω βιβλιοπωλείου και με φωτογραφίες των συμμετεχόντων. Και κάπου εδώ ξεκινούν τα προβλήματα. Η εκδρομή συνοδεύεται από φαγητό που χορήγησε εστιατόριο της Κηφισιάς. Τα καρτελάκια πάνω σε κάθε πιάτο - πακέτο αναγράφουν «μενού εξορίας». Επίσης, οι διοργανωτές μιλούν γενικά και αόριστα για επίσκεψη «ενάντια στη συλλογική λήθη του διχασμού». Σχεδόν άμεσα, η «εκδρομή» γνωρίζει την κατακραυγή μέρους του ιντερνετικού κοινού.
Ας με συγχωρέσουν οι διοργανωτές αλλά δεν μπορώ να καταλάβω την πρωτοβουλία τους. Οχι γιατί σηκώνει face control η μνήμη. Αλλά γιατί το έγκαυμά της είναι ακόμη μεγάλο. Και βέβαια γιατί.. η Μακρόνησος δεν είναι ένα «ουδέτερο» πεδίο όπου ενσαρκώθηκε κάποιος αόριστος διχασμός. Είναι το κολαστήριο που ανασυστάθηκε μέσα στον Εμφύλιο (1947) από τον φορέα του μεταπολεμικού κράτους και της εθνικοφροσύνης. Επίσης, το γεγονός πως το νησί είχε μετατραπεί και σε άλλες - προγενέστερες του Εμφυλίου - ιστορικές περιόδους σε κέντρο κράτησης δεν θολώνει τη βαρύνουσα φορτισμένη του μεταπολεμική ταυτότητα. Η Μακρόνησος υπήρξε με ευθύνη του ελληνικού αστισμού το δικό μας Γκουαντάναμο. Υπήρξε κέντρο «αναμόρφωσης» χιλιάδων συνελλήνων. Εκατοντάδες θανατώθηκαν εδώ. Πολλοί περισσότεροι βασανίστηκαν. Και όχι μόνον αριστεροί.
Προφανώς δεν είναι χρέος του κάθε βιβλιοπωλείου να αποκαταστήσει την κάθε Μνήμη. Αυτό όφειλε να το είχε κάνει το κράτος. Κάτι που στην περίπτωση της Μακρονήσου έχουμε δει μόνο αποσπασματικά και μόνο με την ανακήρυξή της σε Ιστορικό Τόπο (1989). Οχι τυχαία, συχνά πυκνά επανέρχονται σενάρια επενδυτικής «αξιοποίησης» του νησιού.Και προφανώς δεν χρεώνω την απουσία κεντρικής κρατικής διεπιστημονικής έρευνας και διαλόγου πάνω στον Εμφύλιο σε μια παρέα που παρουσιάζει ένα βιβλίο.
Είναι όμως μια νέα τάση που φουντώνει τα τελευταία χρόνια εδώ, και όχι μόνο, που επιχειρεί να κρατήσει ίσες αποστάσεις και να «χιπστεροποιήσει» κάθε ιστορική στιγμή. Μια προσπάθεια αποϊδεολογικοποίησης των φορτισμένων διαιρετικών τομών και των πολλαπλών και σύνθετων όψεών τους. Η αποστασιοποίηση από τα εκατέρωθεν πάθη όμως δεν οδηγεί σε απαλλαγή ευθυνών του κυρίαρχου επί του κυριαρχούμενου. Η ιστορική ψηλάφηση επίσης δεν έχει σχέση με γκουρμέ εκδρομές χαρούμενων μεσηλίκων που κρατούν «ίσες αποστάσεις απ' τα άκρα του παρελθόντος». Ο αναθεωρητισμός της Ιστορίας, αναγκαίος και χρήσιμος, δεν συνεπάγεται την «αποδραματοποίηση» της υπαρκτής φρίκης. Η Μακρόνησος - εργαλείο τιμωρίας και στιγμή κορύφωσης ρεβανσισμού και μισαλλοδοξίας δεν παραγράφεται. Στέκεται ζωντανή ως τεκμήριο εγκλήματος με θύτη και θύμα.
- από τη στήλη «Εναλλακτικά» της εφημερίδας Τα Νέα
Γνωστό φιλελεύθερο βιβλιοπωλείο («ακτιβιστικό» αυτοαποκαλείται) διοργανώνει παρουσίαση βιβλίου με θέμα τη Μακρόνησο. Με εκδρομή - επίσκεψη εκεί. Ώς εδώ όλα καλά. Η δημοσιοποίηση της πρωτοβουλίας κοινοποιείται με κείμενο του εν λόγω βιβλιοπωλείου και με φωτογραφίες των συμμετεχόντων. Και κάπου εδώ ξεκινούν τα προβλήματα. Η εκδρομή συνοδεύεται από φαγητό που χορήγησε εστιατόριο της Κηφισιάς. Τα καρτελάκια πάνω σε κάθε πιάτο - πακέτο αναγράφουν «μενού εξορίας». Επίσης, οι διοργανωτές μιλούν γενικά και αόριστα για επίσκεψη «ενάντια στη συλλογική λήθη του διχασμού». Σχεδόν άμεσα, η «εκδρομή» γνωρίζει την κατακραυγή μέρους του ιντερνετικού κοινού.
Ας με συγχωρέσουν οι διοργανωτές αλλά δεν μπορώ να καταλάβω την πρωτοβουλία τους. Οχι γιατί σηκώνει face control η μνήμη. Αλλά γιατί το έγκαυμά της είναι ακόμη μεγάλο. Και βέβαια γιατί.. η Μακρόνησος δεν είναι ένα «ουδέτερο» πεδίο όπου ενσαρκώθηκε κάποιος αόριστος διχασμός. Είναι το κολαστήριο που ανασυστάθηκε μέσα στον Εμφύλιο (1947) από τον φορέα του μεταπολεμικού κράτους και της εθνικοφροσύνης. Επίσης, το γεγονός πως το νησί είχε μετατραπεί και σε άλλες - προγενέστερες του Εμφυλίου - ιστορικές περιόδους σε κέντρο κράτησης δεν θολώνει τη βαρύνουσα φορτισμένη του μεταπολεμική ταυτότητα. Η Μακρόνησος υπήρξε με ευθύνη του ελληνικού αστισμού το δικό μας Γκουαντάναμο. Υπήρξε κέντρο «αναμόρφωσης» χιλιάδων συνελλήνων. Εκατοντάδες θανατώθηκαν εδώ. Πολλοί περισσότεροι βασανίστηκαν. Και όχι μόνον αριστεροί.
Προφανώς δεν είναι χρέος του κάθε βιβλιοπωλείου να αποκαταστήσει την κάθε Μνήμη. Αυτό όφειλε να το είχε κάνει το κράτος. Κάτι που στην περίπτωση της Μακρονήσου έχουμε δει μόνο αποσπασματικά και μόνο με την ανακήρυξή της σε Ιστορικό Τόπο (1989). Οχι τυχαία, συχνά πυκνά επανέρχονται σενάρια επενδυτικής «αξιοποίησης» του νησιού.Και προφανώς δεν χρεώνω την απουσία κεντρικής κρατικής διεπιστημονικής έρευνας και διαλόγου πάνω στον Εμφύλιο σε μια παρέα που παρουσιάζει ένα βιβλίο.
Είναι όμως μια νέα τάση που φουντώνει τα τελευταία χρόνια εδώ, και όχι μόνο, που επιχειρεί να κρατήσει ίσες αποστάσεις και να «χιπστεροποιήσει» κάθε ιστορική στιγμή. Μια προσπάθεια αποϊδεολογικοποίησης των φορτισμένων διαιρετικών τομών και των πολλαπλών και σύνθετων όψεών τους. Η αποστασιοποίηση από τα εκατέρωθεν πάθη όμως δεν οδηγεί σε απαλλαγή ευθυνών του κυρίαρχου επί του κυριαρχούμενου. Η ιστορική ψηλάφηση επίσης δεν έχει σχέση με γκουρμέ εκδρομές χαρούμενων μεσηλίκων που κρατούν «ίσες αποστάσεις απ' τα άκρα του παρελθόντος». Ο αναθεωρητισμός της Ιστορίας, αναγκαίος και χρήσιμος, δεν συνεπάγεται την «αποδραματοποίηση» της υπαρκτής φρίκης. Η Μακρόνησος - εργαλείο τιμωρίας και στιγμή κορύφωσης ρεβανσισμού και μισαλλοδοξίας δεν παραγράφεται. Στέκεται ζωντανή ως τεκμήριο εγκλήματος με θύτη και θύμα.
- από τη στήλη «Εναλλακτικά» της εφημερίδας Τα Νέα