Πάει κι ο Τάκης Κοντογιάννης. Ο κνίτης, ο γιατρός, ο κοινωνικός αγωνιστής, ο άνθρωπος. Άδειασε η θέση του στο λεωφορείον ο πόθος, που μένει όλο και πιο άδειο, και με τον πόθο όλο και πιο απομακρυσμένο. Η γενιά εκείνη που επιβιβάστηκε σε μια άγρια εποχή, είδε τα δοκιμάζονται πάνω της όλες οι μηχανές του Συστήματος, αποδεκατίστηκε με χίλιους δυο τρόπους, έχασε άλλο ένα από τα παιδιά της.
Πάλι τα ίδια και τα ίδια, θα μου πεις, όταν ο θάνατος επιβάλλει τα στερεότυπά του. Πάλι το χαμόγελο του εκλιπόντος, το βιογραφικό του, η θλίψη των οικείων και συντρόφων, οι διαβεβαιώσεις ότι δεν θα ξεχαστεί. Αλλά, καθώς ο κάθε νεκρός διεκδικεί, με τη σιωπή του, έστω μια ανθεκτική αλήθεια από κείνους που έμειναν πίσω, πιστεύω ότι για τον Τάκη μπορούμε να κρατήσουμε ως απόσταγμα μιας πλούσιας ζωής ότι Αυτός Έμεινε. Υπέμεινε. Επέμεινε.
Αυτό, η επιμονή σε καιρούς διωγμών, αλλά και σε καιρούς που η αυταπάτη της εξουσίας τα κάνει όλα λίγο -ή και πολύ- πιο φθηνά, είναι ένα το κρατούμενο. Άλλο βέβαια πώς επιμένει.. ο καθένας, ποια χρώματα δεσπόζουν στη σκέψη και την πράξη του, ποια σύνορα χωρίζουν τις φυλές μας. Αλλά με ποιους είμαστε, και απέναντι σε ποιους στεκόμαστε, συνοψίζει για μας και σήμερα, όπως και χθες, την αξιοπρέπεια, τη συνέπεια, την ηθική.
Πάει κι Τάκης. Σεμνά και αθόρυβα κατέβηκε από το λεωφορείο, το οποίο ο χρόνος έχει πια σαραβαλιάσει. Επειδή όμως πολύς λόγος γίνεται τελευταία για τη γενιά που είδε με τα μάτια της το θηρίο, χωρίς να τα αποστρέψει, καλό είναι να θυμηθούμε, επί τη ευκαιρία: Χωρίς τη σπορά των Κοντογιάννηδων, σκοτεινή θα ήταν η σοδειά της εποχής που ονομάστηκε μεταπολίτευση. Και όσα ορισμένοι υποτιμούν σήμερα ως αυτονόητα θα έμεναν γράμματα ανεκπλήρωτα.
Εν τέλει, καθώς αραιώνουν σιγά - σιγά οι γραμμές των παλαιών πολεμιστών της ουτοπίας και καθώς αποχαιρετούμε τους φίλους μας στο λιμάνι, και καθώς τρία στο φράγκο πωλούνται σκουριασμένα μετάλλια, μένει για όλους ως τελευταίο καταφύγιο ο στίχος του ποιητή: Σύντροφε, πάνω στο χώμα το δικό σου λέμε τ' όνομά μας. Πάνω στο χώμα το δικό σου σχεδιάζουμε τους κήπους και τις πολιτείες μας. Πάνω στο χώμα σου Είμαστε. Έχουμε πατρίδα.
Καρτερός Θανάσης (Αυγή)
Πάλι τα ίδια και τα ίδια, θα μου πεις, όταν ο θάνατος επιβάλλει τα στερεότυπά του. Πάλι το χαμόγελο του εκλιπόντος, το βιογραφικό του, η θλίψη των οικείων και συντρόφων, οι διαβεβαιώσεις ότι δεν θα ξεχαστεί. Αλλά, καθώς ο κάθε νεκρός διεκδικεί, με τη σιωπή του, έστω μια ανθεκτική αλήθεια από κείνους που έμειναν πίσω, πιστεύω ότι για τον Τάκη μπορούμε να κρατήσουμε ως απόσταγμα μιας πλούσιας ζωής ότι Αυτός Έμεινε. Υπέμεινε. Επέμεινε.
Αυτό, η επιμονή σε καιρούς διωγμών, αλλά και σε καιρούς που η αυταπάτη της εξουσίας τα κάνει όλα λίγο -ή και πολύ- πιο φθηνά, είναι ένα το κρατούμενο. Άλλο βέβαια πώς επιμένει.. ο καθένας, ποια χρώματα δεσπόζουν στη σκέψη και την πράξη του, ποια σύνορα χωρίζουν τις φυλές μας. Αλλά με ποιους είμαστε, και απέναντι σε ποιους στεκόμαστε, συνοψίζει για μας και σήμερα, όπως και χθες, την αξιοπρέπεια, τη συνέπεια, την ηθική.
Πάει κι Τάκης. Σεμνά και αθόρυβα κατέβηκε από το λεωφορείο, το οποίο ο χρόνος έχει πια σαραβαλιάσει. Επειδή όμως πολύς λόγος γίνεται τελευταία για τη γενιά που είδε με τα μάτια της το θηρίο, χωρίς να τα αποστρέψει, καλό είναι να θυμηθούμε, επί τη ευκαιρία: Χωρίς τη σπορά των Κοντογιάννηδων, σκοτεινή θα ήταν η σοδειά της εποχής που ονομάστηκε μεταπολίτευση. Και όσα ορισμένοι υποτιμούν σήμερα ως αυτονόητα θα έμεναν γράμματα ανεκπλήρωτα.
Εν τέλει, καθώς αραιώνουν σιγά - σιγά οι γραμμές των παλαιών πολεμιστών της ουτοπίας και καθώς αποχαιρετούμε τους φίλους μας στο λιμάνι, και καθώς τρία στο φράγκο πωλούνται σκουριασμένα μετάλλια, μένει για όλους ως τελευταίο καταφύγιο ο στίχος του ποιητή: Σύντροφε, πάνω στο χώμα το δικό σου λέμε τ' όνομά μας. Πάνω στο χώμα το δικό σου σχεδιάζουμε τους κήπους και τις πολιτείες μας. Πάνω στο χώμα σου Είμαστε. Έχουμε πατρίδα.
Καρτερός Θανάσης (Αυγή)