Γράφει ο Κώστας Γιαννακίδης (citi-zen)
Ζήτησα από ένα συνάδελφο, που υπερασπίστηκε με πάθος το «Οχι» στο δημοψήφισμα, να μου προσδιορίσει το ανίθετο του «φιλελέ». Κόλλησε, διστακτικός.
Ζήτησα από ένα συνάδελφο, που υπερασπίστηκε με πάθος το «Οχι» στο δημοψήφισμα, να μου προσδιορίσει το ανίθετο του «φιλελέ». Κόλλησε, διστακτικός.
Δοκίμασε το «σοσιαλιστής», αλλά το απορρίψαμε μετά από
λίγη σκέψη. Δηλαδή ποιος είναι σοσιαλιστής; Σοσιαλιστής δηλώνει και ο
Μαδούρο και μάλιστα βαρβάτος. «Κομμουνιστής»; Ε, όχι. Ολοι αυτοί που την
πέφτουν στους «φιλελέ» είναι κομμουνιστές; Και σε ποιο είδος ανήκουν;
Στον Περισσό; Στην Κίνα ή στη Βόρεια Κορέα; Μην είναι ο
«σοσιαλδημοκράτης» το αντίθετο του «φιλελέ»; Μπα… Σοσιαλδημοκράτης στην
Ελλάδα, μέχρι να προλάβει να γίνει ο Τσίπρας, είναι ο ΓΑΠ και το ΠΑΣΟΚ,
δηλαδή χώρος που ελέγχεται ως «φιλελέ» ή, ακόμα χειρότερα, ως
«νεοφιλελέ». Κάποιος τρίτος.. παρενέβη στην κουβέντα και πρότεινε το
«συριζαίος». Εκεί σήκωσα το χέρι για να υποβάλλω ένσταση.
Η πολιτική «των μνημονίων» που εφαρμόζει τώρα ο ΣΥΡΙΖΑ,
είναι στην πραγματικότητα αυτή που το κόμμα εγκαλεί ως «φιλελεύθερη».
Έλα όμως που αληθινά φιλελεύθερη πολιτική είναι εκείνη που περιορίζει το
κράτος και μειώνει τους φόρους. Μία φιλελεύθερη πολιτική υπόσχεται
μικρότερους φόρους προκειμένου η μεσαία τάξη να καταναλώσει περισσότερο
και η άρχουσα να δημιουργήσει δουλειές και κέρδη. Το φιλελεύθερο σενάριο
δεν προβλέπει καν ΔΝΤ. Το κράτος είναι μικρό και, ακόμα και αν δεν τα
βγάζει πέρα, δεν θα δανειστεί εις βάρος του φορολογούμενου -θα αρχίσει
να κόβει τα δάχτυλα του, εν ανάγκη και το χέρι του. Και κάπως έτσι πας
στον ψυχίατρο. Οι ελληνικές κυβερνήσεις της κρίσης έχουν εφαρμόσει μία
βαθιά αριστερή πολιτική -άγρια φορολόγηση για να συντηρηθεί το κράτος-
που, τελικά, στην κοινή γνώμη έχει συστηθεί ως φιλελεύθερη ή
νεοφιλελεύθερη, δηλαδή η πιο άγρια εκδοχή της. Εντάξει; Και επιμένω να
κοιτάζω το ντουβάρι του αδιεξόδου ρωτώντας τον συνομιλητή μου: ποιο
είναι το αντίθετο του «φιλελέ»;
Ανοησίες. Η κουβέντα δεν είναι πολιτική. Είναι άλλη μία
γελοία ελληνική συζήτηση από ανθρώπους που μπερδεύουν όρους, συγχέουν
έννοιες και ιδιότητες. Ειδικά αν κάτσεις και την παρακολουθήσεις στα
social media είναι να μοιράζεις φάσκελα. Διαβάζεις, ας πούμε, δηλώσεις
στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ που θεωρούν ότι οι «φιλελεύθεροι» είναι υπέρ της
λογοκρισίας. Κοινωνικά ανάλγητοι, γουρούνια σκέτα. Ακούς τον πρόεδρο της
Δημοκρατίας να καταφέρεται κατά του «νεοφιλελευθερισμού», όταν ο ίδιος
υπηρέτησε ακόμα και ως υπουργός το κόμμα που διεκδικεί την ιδεολογική
και πολιτική εκπροσώπηση του φιλελευθερισμού.
Στην πραγματικότητα πρόκειται για μία αντιπαράθεση που
είναι περισσότερο lifestyle και στη συνέχεια πολιτική. Η μομφή κατά του
«φιλελέ» είναι στην πραγματικότητα η υπεράσπιση του μετρίου. Και επειδή
το μέτριο είναι ο μέσος όρος, στην Ελλάδα έχει ταυτιστεί με το
πλειοψηφικό, το δημοκρατικό. Οτιδήποτε, λοιπόν, ξεφεύγει από τους
κανόνες, αποστρέφεται τη μετριότητα, διεκδικεί την επιτυχία,
απενεχοποιεί την ανταμοιβή και πάει να βγάλει το κεφάλι από το κοπάδι,
αποκτά τον χαρακτηρισμό του «φιλελέ». Για παράδειγμα είναι «φιλελέ» η
απαίτηση για αξιολόγηση αφού δεν μας αντιμετωπίζει όλους ως ένα ενιαίο
σύνολο, αλλά επιχειρεί να αναδείξει τους καλύτερους. Ομως οι καλύτεροι
είναι μειοψηφία, άρα η αξιολόγηση δεν είναι δημοκρατική. Εννοείται ότι η
μομφή αποδίδεται και για λόγους αισθητικής. Αν εγκαλείς τον Τσίπρα
επειδή δεν φοράει γραβάτα μπροστά στον Πάπα, είσαι «φιλελές». Αντιθέτως η
αισθητική παλαιού εισπράκτορα στο ντύσιμο του πρωθυπουργού, του
προέδρου της Βουλής και πλήθος υπουργών, θεωρείται «εντάξει».
Γενικώς ελέγχεσαι ως «φιλελές» όταν είσαι αυτό που δεν
αρέσει στα θορυβώδη αμφιθέατρα ή, τέλος πάντων, δυσφορείς πια με
ανεδαφικά κλισέ και παραμύθιασμα με όρους και κώδικες των ’70ς. Οι
«φιλελέδες» παίρνουν τη θέση που είχαν στα ’80ς οι δεξιοί. Είναι αυτοί
που θα δεχθούν στο πρόσωπο τα σάλια του αφρίζοντος λαϊκισμού. Ο «εχθρός»
που πάντα πρέπει να υπάρχει και να καταγράφεται ως παρουσία στο δρόμο,
στην τηλεόραση, στο καφενείο. Από τη μία θα είναι, λοιπόν, αυτοί, οι
«φιλελέδες». Και από την άλλη οι ευκαιριακοί θεματοφύλακες, «αρχών» και
«ηθικών αξιών». Οι εκπρόσωποι του λαϊκού. Αυτοί που καίνε μάγισσες για
να αποδείξουν ότι είναι καλοί χριστιανοί.