Γιατί την πατήσαμε
Γράφει ο Χρήστος Ξανθάκης (newpost.gr)
Πριν καμιά δεκαπενταριά χρόνια, είναι μεσημέρι και οδηγώ. Είναι καλοκαίρι επίσης, βράζει ο τόπος. Κοντά στο Σύνταγμα, εκεί γύρω στους στύλους του Ολυμπίου Διός, να πηγαίνουμε στράτα στρατούλα. Έξαλλοι όλοι, πρώτη-νεκρό, δώσε κόρνες, δώσε γκρίνιες. Φθάνουμε κάποια στιγμή στην πλατεία, αντικρίζω μια διαδήλωση που είχε μισοκλείσει τον δρόμο. Κι εκεί που είμαι έτοιμος να αρχίσω τα βρισίδια και τις χειρονομίες, βλέπω ότι ήταν μεταλλωρύχοι απ’ το Μαντούδι. Και το βουλώνω. Γιατί σκέφτομαι ότι σε αντίθεση με εμένα που κάνω δουλειά γραφείου, τα έχει τσακίσει τα χέρια του και τα πόδια του, τα έχει σκίσει τα πνευμόνια του ο μεταλλωρύχος και καλόν είναι να μην του πουλάει κανείς μαγκιά. Και να τον αφήνει ήσυχο να κλείνει που και που τις λεωφόρους, δικαίωμά του είναι.
Μια τριετία, μια τετραετία αργότερα, Αθήνα πάλι. Το πάρτι της φούσκας συνεχίζεται, όλοι χαρούμενοι, όλοι Μίκυ Μάους. Με πιάνει γνωστός μου, διαφημιστικό στέλεχος «οικονομικής» εφημερίδας, σκασμένος στα γέλια να μου πει μια ιστορία. Καθόμαστε για καφέ, αρχίζει:..
Ας το δούμε κι εμείς κατάματα το ζήτημα λοιπόν κι ας το παραδεχθούμε. Κανένας δεν μας αγαπά! Ούτε καν μας εκτιμάνε πλέον τους δημοσιογράφους, για να μην πω μας λυπούνται. Καθότι η πλειοψηφία των Ελλήνων και των Ελληνίδων έχει καρφωμένη στο μυαλό της μια ιστορία τρόμου με ήρωα δημοσιογράφο. Θες εύκολο πλουτισμό, θες καταστρατήγηση της δεοντολογίας, θες φύκια για μεταξωτές κορδέλες, πες το όπως θες. Και δεν πρόκειται να σταθεί στο πλευρό μας, επειδή «λέμε την αλήθεια στην κοινωνία» -σύμφωνα τουλάχιστον με το πανό στην είσοδο της ΕΣΗΕΑ. Λυπούμαι πολύ αλλά ο κόσμος έχει αποφασίσει εδώ και καιρό ότι αφενός δεν λέμε την αλήθεια στην κοινωνία και αφετέρου ότι πιο σιτευτός μόσχος από τον κλάδο μας δεν υπάρχει πουθενά. Κι όσο διατηρεί αυτή την αντίληψη, καμιά απεργία μας, όσο δίκαιο κι αν είναι το αίτημά μας, δεν θα δει προκοπή και υποστήριξη από τις μάζες.
Γράφει ο Χρήστος Ξανθάκης (newpost.gr)
Πριν καμιά δεκαπενταριά χρόνια, είναι μεσημέρι και οδηγώ. Είναι καλοκαίρι επίσης, βράζει ο τόπος. Κοντά στο Σύνταγμα, εκεί γύρω στους στύλους του Ολυμπίου Διός, να πηγαίνουμε στράτα στρατούλα. Έξαλλοι όλοι, πρώτη-νεκρό, δώσε κόρνες, δώσε γκρίνιες. Φθάνουμε κάποια στιγμή στην πλατεία, αντικρίζω μια διαδήλωση που είχε μισοκλείσει τον δρόμο. Κι εκεί που είμαι έτοιμος να αρχίσω τα βρισίδια και τις χειρονομίες, βλέπω ότι ήταν μεταλλωρύχοι απ’ το Μαντούδι. Και το βουλώνω. Γιατί σκέφτομαι ότι σε αντίθεση με εμένα που κάνω δουλειά γραφείου, τα έχει τσακίσει τα χέρια του και τα πόδια του, τα έχει σκίσει τα πνευμόνια του ο μεταλλωρύχος και καλόν είναι να μην του πουλάει κανείς μαγκιά. Και να τον αφήνει ήσυχο να κλείνει που και που τις λεωφόρους, δικαίωμά του είναι.
Μια τριετία, μια τετραετία αργότερα, Αθήνα πάλι. Το πάρτι της φούσκας συνεχίζεται, όλοι χαρούμενοι, όλοι Μίκυ Μάους. Με πιάνει γνωστός μου, διαφημιστικό στέλεχος «οικονομικής» εφημερίδας, σκασμένος στα γέλια να μου πει μια ιστορία. Καθόμαστε για καφέ, αρχίζει:..
«Χθες που ήμουνα στο γραφείο, χτυπάει πόρτα, μπαίνει μέσα δημοσιογράφος του φύλλου. Μου λέει κάτι μπούρδες για κάτι σπονσοριλίκια, περνάει η ώρα, χαλαρώνει, το σκάει το μυστικό. “Εσείς με την εμπειρία σας”, μου λέει, “μπορείτε να μου λύσετε μια απορία;” Tου λέω “πες μου, σε ακούω” και συνεχίζει. “Ξέρετε έχω κάποια χρόνια στη δουλειά, όχι πολλά, αλλά έχω κάνει κάποια πράγματα. Πήρα σπίτι στην Κηφισιά, πήρα αυτοκίνητο δυόμιση χιλιάδες κυβικά, αγόρασα εξοχικό στο νησί, ανακαίνισα και το πατρικό των γονιών μου στο χωριό. Εσείς που καταλαβαίνετε από πιάτσα, πείτε μου: Τα έχω καταφέρει καλά; Είμαι εντάξει; Είμαι στο μέσο όρο των συναδέλφων μου ή μήπως έχω μείνει πίσω;” Κι εγώ να κάθομαι να τον κοιτάω αποσβολωμένος…»Δεν ξέρω για την πρώτη εικόνα, τη διαδήλωση των μεταλλωρύχων, αλλά το δεύτερο στόρι όλοι και όλες κάπου το έχουμε συναντήσει. Κάπως υπέπεσε στην αντίληψή μας, κάπως εισήλθε στον οπτικό και ακουστικό μας ορίζοντας, κάπως μπήκε στη ζωή μας και την ανατάραξε. Διότι είναι κάπως συνταρακτικό να σου λένε τέτοια πράγματα ή έστω να τα μαθαίνεις από τρίτους. Είναι από αυτές τις φάσεις που δεν τις ξεχνάς όσα χρόνια κι αν περάσουν και στην κατάλληλη στιγμή αναδύονται απ’ τη μνήμη τους, σε κοιτάνε κατάματα και σε μουντζώνουν. Υπενθυμίζοντάς σου ότι είχες και έχεις λόγους να γυρνάς την πλάτη σε κάποιους και σε κάποιες. Σε κάποιες επαγγελματικές κατηγορίες, αν προτιμάς…
Ας το δούμε κι εμείς κατάματα το ζήτημα λοιπόν κι ας το παραδεχθούμε. Κανένας δεν μας αγαπά! Ούτε καν μας εκτιμάνε πλέον τους δημοσιογράφους, για να μην πω μας λυπούνται. Καθότι η πλειοψηφία των Ελλήνων και των Ελληνίδων έχει καρφωμένη στο μυαλό της μια ιστορία τρόμου με ήρωα δημοσιογράφο. Θες εύκολο πλουτισμό, θες καταστρατήγηση της δεοντολογίας, θες φύκια για μεταξωτές κορδέλες, πες το όπως θες. Και δεν πρόκειται να σταθεί στο πλευρό μας, επειδή «λέμε την αλήθεια στην κοινωνία» -σύμφωνα τουλάχιστον με το πανό στην είσοδο της ΕΣΗΕΑ. Λυπούμαι πολύ αλλά ο κόσμος έχει αποφασίσει εδώ και καιρό ότι αφενός δεν λέμε την αλήθεια στην κοινωνία και αφετέρου ότι πιο σιτευτός μόσχος από τον κλάδο μας δεν υπάρχει πουθενά. Κι όσο διατηρεί αυτή την αντίληψη, καμιά απεργία μας, όσο δίκαιο κι αν είναι το αίτημά μας, δεν θα δει προκοπή και υποστήριξη από τις μάζες.