Δυο λόγια για ένα πρόσφατο και μυστήριο φαινόμενο
Γράφει ο Χρήστος Ξανθάκης (newpost)
Οπότε γυρνάει Αθήνα ο φίλος μου ο Γιάννης, μετά από έξη μήνες στη Μυτιλήνη. Δούλευε εκεί σε μια διεθνή ΜΚΟ, φρόντιζε τους πρόσφυγες, όλη μέρα στο νταλαβέρι, είδανε τα ματάκια του πολλά. Μερικά απ’ αυτά μου τα είπε κι εμένα χτες που κάτσαμε να πιούμε καφέ. Σας μεταφέρω ό,τι θυμάμαι, μιας και είχε ήλιο φουλ κι ύστερα απ’ τον καφέ δολοφονήσαμε και κάτι ρακές και τέλος πάντων μη ζητάτε κι εσείς τον ουρανό με τα’ άστρα τώρα που ανθίζουν τα σπαρτά και βγάζει η γης χορτάρι.
Το πιο διασκεδαστικό απ’ όλα όσα άκουσα ήταν το στόρι με τις τράπεζες. Όπου πηγαίνανε οι διάφοροι υπεύθυνοι των διεθνών ΜΚΟ για να μπορούν να ανοίξουν λογαριασμούς και να μπορούν να κάνουν τα κουμάντα τους. Κι όταν λέμε διεθνείς ΜΚΟ, εννοούμε οργανώσεις που απασχολούν.. δεκάδες άτομα στο νησί και κάνουν κολοσσιαίες παραγγελίες αγαθών για να μοιράσουν στους πρόσφυγες. Παπούτσια, φαγητά, είδη υγιεινής για χιλιάδες επί χιλιάδων αφιχθέντων επί εκατοντάδες ημέρες. Μπαίνανε λοιπόν κάτι φρικιά, κάτι χαλαροί τύποι, κάτι ρασταφάριανς στα υποκαταστήματα, τους βλέπανε οι διευθυντές σκέφτονταν «τι δουλειά έχει αυτός ο γλίτζουλας εδώ πέρα, θα χάσουμε την ώρα μας για καμιά τετρακοσαριά ευρώ». Κι ύστερα άνοιγε ο άλλος ή η άλλη λογαριασμό τετρακόσια χιλιάρικα και πέφτανε να του φιλήσουνε τα πόδια! Μιλάμε για ζεστό χρήμα που είχανε πολύν καιρό να το αντικρίσουνε στη Λέσβο…
Και μια και μιλάμε για ΜΚΟ που απασχολούν πολύ κόσμο, οφείλω να καταθέσω το παράδειγμα μίας εξ αυτών (το όνομά της στη διάθεση κάθε ενδιαφερόμενου ή ενδιαφερόμενης) που έχει στη δούλεψή της 170 ανθρώπους. Ναι, ναι, καλά το διαβάσατε, 170 εν συνόλω, μόνο το Υπουργείο Παιδείας, βαριά και το Υγείας, πρέπει να έχουν μεγαλύτερο payroll στο νησί. Και από αυτούς τους 170, μόλις οι 20 είναι ξένοι και οι υπόλοιποι 150 είναι ντόπιοι. Αν υπολογίσουμε ότι λαμβάνουν κανά χιλιαρικάκι έκαστος (οκτακοσάρι στη χειρότερη), αυτό σημαίνει ότι μόνο από μία ΜΚΟ μπαίνανε στην οικονομία της Μυτιλήνης εκατόν τόσα χηνάρια το μήνα από το καλοκαίρι και δώθε. Κάντε έναν υπολογισμό και θα κατανοήσετε γιατί ο αρχικός θυμός μερικών μερικών απέναντι στους πρόσφυγες μετατράπηκε στην πορεία σε ενθουσιασμό.
Τέλος πάντων πολλά είπαμε με τον Γιάννη, δεν χωράνε όλα εδώ να μας δίνει ο θεός μέρες να ‘χουμε να γράφουμε. Ένα τελευταίο όμως θα ήθελα να το επισημάνω:
Ζητάγανε κόσμο ένα σωρό τους τελευταίους μήνες οι ΜΚΟ στη Μυτιλήνη. Κι αφού πρώτα στρώσανε όλους τους ντόπιους στη δουλειά, λογικό ήταν να απλώσουν τα δίχτυα τους και στην υπόλοιπη Ελλάδα. Το ‘παιρνε πάνω του ο Γιάννης, επικοινωνούσε με φίλους και φίλες στην ηλικία του (λίγο πριν λίγο μετά απ’ τα τριάντα, ας πούμε) και τους έλεγε τη φάση:
«Έξη μήνες συμβόλαιο, χιλιαρικάκι μισθό, πολιτισμένες συνθήκες εργασίας, σαρδέλα, ήλιο, θάλασσα, όλα κομπλέ». Οι απαντήσεις που έλαβε στην συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων; «Άμα πληρώνω νοίκι και φαγιά, θα μου μένουν τρία-τέσσερα κατοστάρικα το πολύ. Τόσα βγάζω και τώρα, που μένω με τους γονείς μου». Και όταν τους έλεγε ότι θα το καρφώσουν παράσημο στο βιογραφικό τους, άκουγε σχεδόν πάντα το αθάνατο ελληνικό: «Έλα μωρέ, δε γαμιέται»!
Το καταθέτω ως τροφή για σκέψη, σημειώνοντας ότι ο Γιάννης έχει ταξιδέψει για δουλειά ως και στην κεντρική Αφρική. Και αναρωτιέμαι με το φτωχό μου το μυαλό:
Υπάρχει άραγε ακόμη το πνεύμα του Οδυσσέα στη φυλή ή μήπως να ετοιμαζόμαστε σιγά σιγά για το χρονοντούλαπο;
Γράφει ο Χρήστος Ξανθάκης (newpost)
Οπότε γυρνάει Αθήνα ο φίλος μου ο Γιάννης, μετά από έξη μήνες στη Μυτιλήνη. Δούλευε εκεί σε μια διεθνή ΜΚΟ, φρόντιζε τους πρόσφυγες, όλη μέρα στο νταλαβέρι, είδανε τα ματάκια του πολλά. Μερικά απ’ αυτά μου τα είπε κι εμένα χτες που κάτσαμε να πιούμε καφέ. Σας μεταφέρω ό,τι θυμάμαι, μιας και είχε ήλιο φουλ κι ύστερα απ’ τον καφέ δολοφονήσαμε και κάτι ρακές και τέλος πάντων μη ζητάτε κι εσείς τον ουρανό με τα’ άστρα τώρα που ανθίζουν τα σπαρτά και βγάζει η γης χορτάρι.
Το πιο διασκεδαστικό απ’ όλα όσα άκουσα ήταν το στόρι με τις τράπεζες. Όπου πηγαίνανε οι διάφοροι υπεύθυνοι των διεθνών ΜΚΟ για να μπορούν να ανοίξουν λογαριασμούς και να μπορούν να κάνουν τα κουμάντα τους. Κι όταν λέμε διεθνείς ΜΚΟ, εννοούμε οργανώσεις που απασχολούν.. δεκάδες άτομα στο νησί και κάνουν κολοσσιαίες παραγγελίες αγαθών για να μοιράσουν στους πρόσφυγες. Παπούτσια, φαγητά, είδη υγιεινής για χιλιάδες επί χιλιάδων αφιχθέντων επί εκατοντάδες ημέρες. Μπαίνανε λοιπόν κάτι φρικιά, κάτι χαλαροί τύποι, κάτι ρασταφάριανς στα υποκαταστήματα, τους βλέπανε οι διευθυντές σκέφτονταν «τι δουλειά έχει αυτός ο γλίτζουλας εδώ πέρα, θα χάσουμε την ώρα μας για καμιά τετρακοσαριά ευρώ». Κι ύστερα άνοιγε ο άλλος ή η άλλη λογαριασμό τετρακόσια χιλιάρικα και πέφτανε να του φιλήσουνε τα πόδια! Μιλάμε για ζεστό χρήμα που είχανε πολύν καιρό να το αντικρίσουνε στη Λέσβο…
Και μια και μιλάμε για ΜΚΟ που απασχολούν πολύ κόσμο, οφείλω να καταθέσω το παράδειγμα μίας εξ αυτών (το όνομά της στη διάθεση κάθε ενδιαφερόμενου ή ενδιαφερόμενης) που έχει στη δούλεψή της 170 ανθρώπους. Ναι, ναι, καλά το διαβάσατε, 170 εν συνόλω, μόνο το Υπουργείο Παιδείας, βαριά και το Υγείας, πρέπει να έχουν μεγαλύτερο payroll στο νησί. Και από αυτούς τους 170, μόλις οι 20 είναι ξένοι και οι υπόλοιποι 150 είναι ντόπιοι. Αν υπολογίσουμε ότι λαμβάνουν κανά χιλιαρικάκι έκαστος (οκτακοσάρι στη χειρότερη), αυτό σημαίνει ότι μόνο από μία ΜΚΟ μπαίνανε στην οικονομία της Μυτιλήνης εκατόν τόσα χηνάρια το μήνα από το καλοκαίρι και δώθε. Κάντε έναν υπολογισμό και θα κατανοήσετε γιατί ο αρχικός θυμός μερικών μερικών απέναντι στους πρόσφυγες μετατράπηκε στην πορεία σε ενθουσιασμό.
Τέλος πάντων πολλά είπαμε με τον Γιάννη, δεν χωράνε όλα εδώ να μας δίνει ο θεός μέρες να ‘χουμε να γράφουμε. Ένα τελευταίο όμως θα ήθελα να το επισημάνω:
Ζητάγανε κόσμο ένα σωρό τους τελευταίους μήνες οι ΜΚΟ στη Μυτιλήνη. Κι αφού πρώτα στρώσανε όλους τους ντόπιους στη δουλειά, λογικό ήταν να απλώσουν τα δίχτυα τους και στην υπόλοιπη Ελλάδα. Το ‘παιρνε πάνω του ο Γιάννης, επικοινωνούσε με φίλους και φίλες στην ηλικία του (λίγο πριν λίγο μετά απ’ τα τριάντα, ας πούμε) και τους έλεγε τη φάση:
«Έξη μήνες συμβόλαιο, χιλιαρικάκι μισθό, πολιτισμένες συνθήκες εργασίας, σαρδέλα, ήλιο, θάλασσα, όλα κομπλέ». Οι απαντήσεις που έλαβε στην συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων; «Άμα πληρώνω νοίκι και φαγιά, θα μου μένουν τρία-τέσσερα κατοστάρικα το πολύ. Τόσα βγάζω και τώρα, που μένω με τους γονείς μου». Και όταν τους έλεγε ότι θα το καρφώσουν παράσημο στο βιογραφικό τους, άκουγε σχεδόν πάντα το αθάνατο ελληνικό: «Έλα μωρέ, δε γαμιέται»!
Το καταθέτω ως τροφή για σκέψη, σημειώνοντας ότι ο Γιάννης έχει ταξιδέψει για δουλειά ως και στην κεντρική Αφρική. Και αναρωτιέμαι με το φτωχό μου το μυαλό:
Υπάρχει άραγε ακόμη το πνεύμα του Οδυσσέα στη φυλή ή μήπως να ετοιμαζόμαστε σιγά σιγά για το χρονοντούλαπο;