Γράφει ο Χρήστος Πριτσαπίδουλας-Γιαννακόπουλος
Έκλεισα εκνευρισμένος την τηλεόραση, άνοιξα το λάπτοπ να βρω διέξοδο… δεν ήθελα να φτάσω στη Γερμανία μέσω Σκοπίων μαζί με τα’ αδέρφια μου τους κυνηγημένους.
Δεν άντεχα άλλο τις εικόνες δυστυχίας, τα στιλιζαρισμένα λόγια των εκφωνητών, τον «δραματικό» τόνο των ρεπόρτερ -που λέγανε τα ίδια και τα ίδια, πατικωσούρα… κι εγώ ανήμπορος να φωνάξω, να πω «γνωρίζετε τον αίτιο και τους συνεργούς του» καταγγείλτε τους, μην υπακούετε στους καλοπληρωμένους διευθυντάδες σας, μην υπηρετείτε τυφλά το μεροκάματο που δεν το παίρνετε κι αυτό.
Τι φοβάστε; Θα σας διώξουν; Από πού; Υπάρχει τίποτε όρθιο; Μιλήστε την ώρα που..
σας βγάζουν στον αέρα, ανοιχτά, τι μπορούν να σας κάνουν; Ανοίξτε ιστοσελίδες και φωνάξτε την αλήθεια σας. Έκλεισα εκνευρισμένος την τηλεόραση, άνοιξα το λάπτοπ να βρω διέξοδο… δεν ήθελα να φτάσω στη Γερμανία μέσω Σκοπίων μαζί με τα’ αδέρφια μου τους κυνηγημένους.
Δεν άντεχα άλλο τις εικόνες δυστυχίας, τα στιλιζαρισμένα λόγια των εκφωνητών, τον «δραματικό» τόνο των ρεπόρτερ -που λέγανε τα ίδια και τα ίδια, πατικωσούρα… κι εγώ ανήμπορος να φωνάξω, να πω «γνωρίζετε τον αίτιο και τους συνεργούς του» καταγγείλτε τους, μην υπακούετε στους καλοπληρωμένους διευθυντάδες σας, μην υπηρετείτε τυφλά το μεροκάματο που δεν το παίρνετε κι αυτό.
Τι φοβάστε; Θα σας διώξουν; Από πού; Υπάρχει τίποτε όρθιο; Μιλήστε την ώρα που..
Δημιουργήστε συνεταιρισμούς. Κάντε κάτι, συντροφικό.
Αυτές τις μέρες θυμάμαι τη μακαρίτισσα τη μάνα μου, που την οικογένειά της –πατέρα μάνα αδερφό έξι χρονώ τους πέταξε η «μάνα Ελλάς» σ’ ένα βάλτο …για να πεθάνουν, φέρνοντάς τους από την
ανατολική Θράκη τη δεκαετία του ‘10. Γλίτωσε μόνο αυτή, από έναν αξιωματικό πολεμιστή του ‘12-‘13.
Αυτές τις μέρες συζητάω με τη γυναίκα μου. Εγγονή Σμυρναίων που ο παππούς δολοφονήθηκε από τους Τσέτες του Κεμάλ και η γιαγιά ήρθε στη «παλιά Ελλάδα» με τα παιδιά, μόνη κι έρμη. Παράγκα η αγκαλιά της μάνας Ελλάδας. Δεκαετίες κράτησε το σχέδιο αποκατάστασης προσφύγων και οι αδικίες και η λήστεψή τους. Όσοι δεν ήταν με το κουβέρνο χάθηκαν τη δεκαετία του ’40. Και κείνοι που επέζησαν κυνηγήθηκαν ή μετανάστευσαν στα πέρατα της γης.
Θυμάμαι και δακρύζω όταν θυμάμαι το γείτονα που γύρισε καθημαγμένος από το Μαουτχάουζεν, το Δημητράκη που έφυγε στη Γερμανία μετά από το κυνηγητό της Ασφάλειας, στη δικτατορία, και γύρισε «άλλος άνθρωπος».
Ο εμφύλιος άργησε να ξεθωριάσει σε μας, όλα τα κακά τα βάλαμε στο ντουλάπι της λησμονιάς, αυτό θα γίνει και στις χώρες που διαλύονται σήμερα στο όνομα της ελευθερίας; –αν είναι δυνατόν. Κι όμως είναι δυνατόν… Το «έργο» είναι μεγάλης διάρκειας, ούτε και οι ανηλεείς δημιουργοί του μπορούν να προβλέψουν με ακρίβεια πότε θα τελειώσει. Αλλά η ζωή δεν είναι σινεμά. Είναι υδρογονάθρακες, ορυκτός πλούτος -ΧΡΗΜΑ, φτηνά εργατικά χέρια, ανήμποροι συνταξιούχοι -ΧΡΗΜΑ. Ανοιχτά όλα, ισοπέδωση –ΧΡΗΜΑ.