Τετάρτη 23 Μαρτίου 2016

Μια φορά κι έναν καιρό στις Βρυξέλλες

Γράφει ο Χρήστος Ξανθάκης 
(newpost)

Μόνο ένας Βέλγος θα μπορούσε να περιγράψει όλα όσα συνέβησαν στις Βρυξέλλες τις τελευταίες ώρες. Ένας Βέλγος συγγραφέας, για την ακρίβεια ο σπουδαιότερος συγγραφέας που προέκυψε ποτέ απ’ αυτή τη χώρα, ο Ζωρζ Σιμενόν. Η φράση κλειδί απαντάται στο βιβλίο του «Τα τρία εγκλήματα των φίλων μου», που κυκλοφόρησε το 1938 κι έτυχε να το διαβάζω αυτές τις μέρες. Γράφει εκεί, στη σελίδα 62, το εξής:
«Κανένας δεν παρατηρεί, κανένας δεν προσέχει τίποτε πλέον. Κι όχι μόνο δεν παρατηρεί κανένας τίποτε, αλλά βοηθάει και στην πραγματοποίησή του δίχως διόλου να το υποψιάζεται.»
Κάπως έτσι και στο Μολενμπέκ, κάπως έτσι και στις Βρυξέλλες, κάπως έτσι και στο Βέλγιο, κάπως έτσι και στην Ενωμένη Ευρώπη ολόκληρη. Οδεύουμε μαγεμένοι από τις σειρήνες των μέσων.. μαζικής επικοινωνίας και δικτύωσης, φορώντας περήφανοι τις παρωπίδες μας, με τα χέρια δεμένα πίσω απ’ την πλάτη. Δεν παρατηρούμε τίποτε από όλα όσα συμβαίνουν γύρω μας, δεν προσέχουμε τίποτε από όλα γίνονται για εμάς χωρίς εμάς. Κι όχι μόνο δεν περνάει τίποτε, τίποτε απολύτως από το μυαλό μας, που θα έλεγε και ο μεγάλος συγγραφέας, αλλά τείνουμε και χείρα βοηθείας στους αγγέλους της κολάσεως. Ω ναι, αν είχαν κάποτε ενωθεί οι Λωτοφάγοι με τις Μωρές Παρθένες τα τέκνα τους θα ήμασταν αναμφισβήτητα εμείς.
Έγραφα χθες για την καρδιά του κτήνους, το Μολενμπέκ. Πώς εδώ και δεκαπέντε χρόνια όλες σχεδόν οι τρομοκρατικές ενέργειες των τζιχαντιστών στην Ενωμένη Ευρώπη ξεκίνησαν από τα χώματά του. Γνωστό σε όλους και όλες κι όμως δεν κούναγε κανείς το δαχτυλάκι του. Αντιθέτως, γύριζαν την πλάτη σε ενδείξεις και αποδείξεις, για να μην δυσαρεστήσουν εκλογικές πελατείες και να μην ξυπνήσουν συνειδήσεις. Γιατί όταν κοιμάται ο ψηφοφόρος, δεν είναι αναίσθητος μόνο απέναντι στον κίνδυνο της σφαγής αλλά και στο ξάφρισμα της τσέπης του.
Βλέπε, για παράδειγμα, το άντρο της διαφθοράς που αποτελούν οι Βρυξέλλες. Είχα καθίσει πριν από ένα μήνα για καφέ με τον φίλο μου τον Θόδωρο (τον οποίο και ευχαριστώ για τις σημειώσεις του περί Μολενμπέκ) και μιλάγαμε για τις ομορφιές του ευρωπαϊκού μηχανισμού. «Λένε για διαφθορά στην Ελλάδα», μου έλεγε χαμογελαστός, «αλλά δεν έχουν ιδέα τι συμβαίνει στις Βρυξέλλες! Δεν έχουν καταλάβει ότι εκεί είναι που πραγματικά χάνει το παιδί τη μάνα και η μάνα το παιδί…»
Κι άρχισε να μου διηγείται ιστορίες για λομπίστες που παίρνουν απ’ το χεράκι κάποιους ευρωβουλευτές και τους πάνε ως την αίθουσα του κοινοβουλίου για να υποβάλλουν ερωτήσεις (συνοδευόμενες σε ουκ ολίγες περιπτώσεις από έναν φάκελο μερικών χιλιάδων ευρώ), για κάποια μυστηριώδη άρθρα που υπογράφουν  ορισμένοι ευρωβουλευτές καθ’ υπόδειξη εταιρειών δημοσίων σχέσεων και τα οποία άρθρα βρίσκουν ακολούθως το δρόμο τους για τις σελίδες αξιοσέβαστων media, για εκδηλώσεις ξένων πρεσβειών όπου παρίστανται κάποιοι ευρωβουλευτές για να αποκομίσουν κι αυτοί με τη σειρά τους τον γνωστό φάκελο, ο κατάλογος δεν έχει τέλος. Θυμήθηκα κι εγώ έναν γνωστό μου που μετέφερε βαλιτσάκια προ δεκαετίας στο ευρωκοινοβούλιο, για να καταπέσει στις διάφορες επιτροπές ένας νόμος του ελληνικού κράτους. Καλός άνθρωπος, μια χαρά τα πάει στη ζωή του.
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση όλα αυτά, στο Βέλγιο, στις Βρυξέλλες. Στην πόλη που από χθες θρηνεί. Γιατί η γηραιά ήπειρος δεν παρατηρούσε και δεν πρόσεχε τίποτε εκτός από τα λεφτά. Τα μπικικίνια, το μπερντέ, το ντουλά, τους τραπεζικούς λογαριασμούς που φουσκώνανε και φουσκώνουν μέσα από τις κάθε λογής «φούσκες». Κι όταν αυτές σκάσουν, ο μέσος Ευρωπαίος πολίτης που, δίχως καθόλου να το υποψιάζεται βοήθησε στο τσίτωμά τους, καλείται να πληρώσει τον λογαριασμό. Τον βαρύ, πολύ βαρύ φόρο του αίματος…