Ολη η δημοσιογραφική πιάτσα γνωρίζει εδώ και χρόνια τις μεθόδους χρηματοδότησης (απόσπασης διαφημιστικών πακέτων) με λιγότερο ή περισσότερο εκβιαστικό τρόπο, που μετέρχονται διάφοροι φερόμενοι ως εκδότες και δημοσιογράφοι οι οποίοι εμφανίζονται να διαθέτουν ή να επηρεάζουν κάποια κλασικά ΜΜΕ, καθώς και δεκάδες, ανώνυμες κυρίως, «ενημερωτικές» ή «οικονομικές» ιστοσελίδες.
Είναι καιρός να ομολογήσουμε ότι η πολύτιμη ασφαλώς ελευθερία του διαδικτύου, καλώς μεν επιτρέπει και ανέχεται τα πάντα: ψέματα, τερατολογίες, ακόμα και τη συκοφαντία, μη κακουργηματικού βαθμού. Αλλά αυτή η ελευθερία λειτουργεί συχνά ως άλλοθι.
Εδώ και χρόνια, βλέπαμε στα δημοσιογραφικά γραφεία και στη διοίκηση της ΕΣΗΕΑ και αναρωτιόμαστε, πώς και με ποια κριτήρια, μπορούν να επιβιώνουν και να δημιουργούνται.. εκατοντάδες πιπεράτες και «αποκαλυπτικές» ιστοσελίδες και blogs που εξασφαλίζουν δυσανάλογα άφθονες διαφημίσεις (κρατικές, τραπεζών, οργανισμών κ.λπ), και άρα έχουν έσοδα και απασχολούν ανθρώπους, δίχως να έχουν σαφή ταυτότητα και δηλωμένους εργαζόμενους. Χωρίς καν να δημοσιοποιούν τα στοιχεία των ιδιοκτητών τους ή τις εταιρείες τους, τις διευθύνσεις, τα τηλέφωνα και τους ΑΦΜ τους.
Υπολογίζει κανείς στα σοβαρά -πέρα από το κοινωνικό κόστος και την διαλυτική απαξία που προκαλεί η συμμετοχή τους στην βρώμικη παραπληροφόρηση- εξίσου και τη σπατάλη δημόσιου (και όχι μόνο) χρήματος, τη διαφθορά, τη φοροδιαφυγή και την εισφοροδιαφυγή, «αρετές» που συνοδεύουν αυτή την παραδημοσιογραφική επιχειρηματική λειτουργία;
- από άρθρο του Δημήτρη Τρίμη στην ΕφΣυν
Είναι καιρός να ομολογήσουμε ότι η πολύτιμη ασφαλώς ελευθερία του διαδικτύου, καλώς μεν επιτρέπει και ανέχεται τα πάντα: ψέματα, τερατολογίες, ακόμα και τη συκοφαντία, μη κακουργηματικού βαθμού. Αλλά αυτή η ελευθερία λειτουργεί συχνά ως άλλοθι.
Εδώ και χρόνια, βλέπαμε στα δημοσιογραφικά γραφεία και στη διοίκηση της ΕΣΗΕΑ και αναρωτιόμαστε, πώς και με ποια κριτήρια, μπορούν να επιβιώνουν και να δημιουργούνται.. εκατοντάδες πιπεράτες και «αποκαλυπτικές» ιστοσελίδες και blogs που εξασφαλίζουν δυσανάλογα άφθονες διαφημίσεις (κρατικές, τραπεζών, οργανισμών κ.λπ), και άρα έχουν έσοδα και απασχολούν ανθρώπους, δίχως να έχουν σαφή ταυτότητα και δηλωμένους εργαζόμενους. Χωρίς καν να δημοσιοποιούν τα στοιχεία των ιδιοκτητών τους ή τις εταιρείες τους, τις διευθύνσεις, τα τηλέφωνα και τους ΑΦΜ τους.
Υπολογίζει κανείς στα σοβαρά -πέρα από το κοινωνικό κόστος και την διαλυτική απαξία που προκαλεί η συμμετοχή τους στην βρώμικη παραπληροφόρηση- εξίσου και τη σπατάλη δημόσιου (και όχι μόνο) χρήματος, τη διαφθορά, τη φοροδιαφυγή και την εισφοροδιαφυγή, «αρετές» που συνοδεύουν αυτή την παραδημοσιογραφική επιχειρηματική λειτουργία;
- από άρθρο του Δημήτρη Τρίμη στην ΕφΣυν