Η φαντασία στην εξουσία και το γκέτο στη φαντασία
Γράφει ο Χρήστος Ξανθάκης (newpost)
Κάθομαι τώρα εγώ και διαβάζω για ένα πράγμα που υποτίθεται ότι είναι το γκέτο των Εξαρχείων. Διαβάζω κι αναρωτιέμαι αν ο γράφων το άρθρο έχει επισκεφθεί ποτέ στη ζωή του ένα γκέτο πραγματικό, με φούντες και κουδούνια, και όχι αυτό το λούνα παρκ στο κέντρο της Αθήνας. Κάτι σαν τις συνοικίες ας πούμε τύπου Ιστ Πάλο Άλτο, όπου παρακαλούσα τους φίλους μου από το Σαν Φρανσίσκο να με πάνε και μου απαντούσαν ότι καλύτερα να τους σκότωνα γιατί ούτως ή άλλως μια τέτοια εκδρομή θα είχε ως κατάληξη το τάφο.
Κάτι σαν το Μπρονξ ένα πράγμα, που ήθελα πολύ να το δω εκεί στην αρχή της δεκαετίας του ενενήντα όταν είχα πρωτοσκάσει μύτη στη Νέα Υόρκη. Και όπως πηγαίναμε με το θείο μου τον Νικ στον φημισμένο ζωολογικό κήπο τον τοπικό, του ζήτησα να μας κάνει βολτίτσα..
ο ταρίφας να κοζάρω. Να κατεβούμε απ’ το ταξί ούτε λόγος, ήταν σοβαρό το ζήτημα κι έβραζε ο τόπος. Αλλά κι απ’ τα τζάμια όπως κοίταζα, έβλεπα ένα τοπίο βομβαρδισμένο, με σπίτια μισοκαμένα, γκρεμισμένα, αμπαρωμένα, ένα πράγμα λες και είχε περάσει ο Αττίλας με όλες τις ορδές και άφησε πίσω του ένα κουφάρι. Στο Μπρονξ αυτά, με τσίγκους παντού και σανίδια να κρύβουν κάθε άνοιγμα απ’ όπου θα μπορούσε κανείς να τρυπώσει στα συντρίμμια. Με τους ανθρώπους να ζηλεύουν τα ποντίκια.
Κάτι σαν τις φαβέλες τις βραζιλιάνικες, που νόμισε γνωστός Αθηναίος εκδότης ότι είναι ένα φολκλόρ, μια ζωγραφιά στο χάρτη, ντριν ντριν τα κιθαρόνια και φρου φρου οι μπουρούχες, πάμε να κάνουμε χάζι ρε παιδιά. Προσπαθήσανε οι υπόλοιποι να του βάλουνε μυαλό, τίποτα εκείνος. Ήθελε τσάρκα στις παράγκες. Έκανε ένας φίλος του την ανάγκη φιλοτιμία, τον συνόδευσε ως την άκρη του μαχαλά, όπου τους παράτησε ο ταξιτζής, πιο πέρα δεν πάω ούτε μέτρο. Εκεί έμεινε κι ο φίλος, αφήνοντας τον ρέκτη εκδότη να μπει στη φαβέλα μόνος του. Σόλο με το λινό το κοστουμάκι και παναμά καπέλο γιατί καίει ο ήλιος στο Ρίο. Έκανε λοιπόν δέκα βήματα μετρημένα, άλλαξε δέκα χρώματα και αμέσως μεταβολή. Γιατί δεν περίμενε ότι θα δει το Χάρο με τα μάτια του. Και τον είδε…
Αυτό είναι το γκέτο. Είναι ο θάνατος αυτοπροσώπως, άνευ μεταμφιέσεων. Είναι ο κάτω κόσμος που ανέβηκε μια στιγμούλα να πει μια καλησπέρα. Είναι η δυστυχία που σε αρπάζει από το πέτο και σου δίνει το φιλί της σαπίλας. Είναι το ποτάμι των δακρύων που σε πνίγει και το πρωί και το βράδυ και κάθε ώρα της ημέρας. Δεν είναι τα γκραφίτι και οι κολλημένες αφίσες, που χαλάνε τη μόστρα και αμαυρώνουν την αισθητική του άστεως. Αυτά είναι πταίσματα και το ξέρουμε όλοι. Έγκλημα είναι η φτώχεια. Έχουμε τα κότσια να την πολεμήσουμε ή μας ενδιαφέρει μόνο να γκρινιάζουμε γιατί χύθηκε το τσάι;
Υ.Γ. 1: Ναι, δεν είναι Παράδεισος τα Εξάρχεια. Πρώτοι απ’ όλους το ξέρουν αυτό οι κάτοικοί τους. Και βγάζουν τα σκώτια τους για να διορθώσουν την κατάσταση, δεν ασκούνται απλώς στη μουρμούρα.
Υ.Γ. 2: Μεγάλο μέρος των πραγματικών προβλημάτων στη συνοικία οφείλονται στην αδιανόητη αδιαφορία του Δήμου Αθηναίων. Κι επειδή εγώ είμαι κουμμούνι και αναξιόπιστος, σας παραπέμπω στην απεγνωσμένη επιστολή επιχειρηματία που έστησε εταιρεία στην Κάνιγγος και τα είδε όλα με το ντιλερίκι. Στον Δήμο την έστειλε κι ο Δήμος την κατάπιε.
Υ.Γ. 3: Για τα μπάχαλα και τα μπαχαλάκια δεν μπορώ να γράψω κουβέντα. Το έχει πάρει το κοπυράιτ ο Πανούσης και ετοιμάζει εγκυκλοπαίδεια περί του θέματος. Αναμένω με αγωνία και ελπίζω να μην με έχει κι εμένα μέσα!