Κάθε δυο-τρεις μέρες αυτογκουγκλάρομαι. Και στα ελληνικά και στα λατινικά. Δεν ξέρω αν το κάνουν όλοι, αλλά εγώ το κάνω. Έχω μια αγωνία για το ηλεκτρονικό μου ίχνος. Αν μεγαλώνει ή αν σβήνει σιγά-σιγά όσο περνάει ο χρόνος. Αισθάνομαι κάπως ότι όλη μου η ύπαρξη θα είναι τελικά μια περίληψη από λινκ. Ώς τώρα έχω: κάτι απειλές από την Χρυσή Αυγή για ένα άρθρο μου στην Καθημερινή στο οποίο ζητούσα να αποκλειστεί από τη δημόσια σφαίρα, έναν τσακωμό με τον Θεόδωρο Πάγκαλο για άλλο κείμενο στην «Κ», μια αποκάλυψη για τον Γιάνη Βαρουφάκη, δύο-τρεις συνεντεύξεις με τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, τον Μπαν Κι μουν και τον Τομά Πικετί, μερικά υβριστικά σχόλια σε εθνικιστικά μπλογκ και αρκετά ειρωνικά σχόλια για ορισμένα άρθρα μου κατά του σεξισμού.
Αν με είχε πατήσει ένα αυτοκίνητο πριν μερικά χρόνια, η μόνη αναφορά στο όνομά μου που θα..
κυκλοφορούσε στο Ίντερνετ θα είχε σχέση με μια καταγγελία εις βάρος μου για λογοκλοπή. Με είχε κατηγορήσει μία δημοφιλής μπλόγκερ ότι έκλεψα ένα κείμενο από το New York Review of Books: ενώ είχα βάλει την πηγή μου και δεν το είχα υπογράψει, παρά μόνο με αρχικά, άδραξαν διάφοροι την ευκαιρία και άρχισε ο κανιβαλισμός. Χρόνια αργότερα τα βρήκαμε, της εξήγησα ότι είχε κάνει λάθος, μου ζήτησε συγγνώμη, τώρα με καλεί στις παρουσιάσεις των βιβλίων της, αριστερή και ταλαντούχα είναι, διαφωνούμε σε πολλά, αλλά δεν έχουμε τίποτα να χωρίσουμε. Απλώς είναι ένα παράδειγμα για το πόσο εύκολα μπορεί να ξεφύγει μία καταγγελία και να σου καταστρέψει τη ζωή, την υστεροφημία και να μείνει για πάντα ένα αέναο στίγμα για σένα στον κυβερνοχώρο. Να γκουγκλάρεις «Ξένια Κουναλάκη» και να σου βγαίνει «Δημοσιογραφία του κώλου».
Παρατηρώ ότι οι μεγαλύτεροι σε ηλικία άνθρωποι είναι ανύπαρκτοι για το Διαδίκτυο. Ο θείος μου πέθανε σε ηλικία 74 ετών πριν λίγες εβδομάδες. Για το Ίντερνετ δεν υπήρξε ποτέ. Αν γκουγκλάρω το όνομά του, δεν βγαίνει κάποιο αποτέλεσμα. Κι έτσι σιωπηλά, πέρασε από αυτόν τον πλανήτη και εξαερώθηκε. Θα τον θυμόμαστε εμείς, οι συγγενείς του· αλλά για τους υπόλοιπους δεν έζησε ποτέ. Είναι περίεργο αυτό το συναίσθημα. Και νομίζω, χωρίς να γνωρίζω τις τεχνικές λεπτομέρειες, ότι σταδιακά τα νεότερα δεδομένα σκεπάζουν τα παλιά. Κι αν σταματήσω να γράφω, π.χ., ή να τσακώνομαι με πολιτικούς ή να συμμετέχω σε δημόσιες εκδηλώσεις, παρουσιάσεις βιβλίων κλπ., ίσως να περάσω κι εγώ στην άγραφη και άφατη αιωνιότητα.
Η μητέρα μου, που πέθανε το 1986, παραδόξως έχει αποτελέσματα στο Google, γιατί είχε μεταφράσει πολλά βιβλία. Βέβαια η παρουσία της είναι περίπου ίδια με αυτήν της κόρης μου, που είναι 17, κι ας έζησε σχεδόν ένα τέταρτο του αιώνα παραπάνω. Οι περισσότεροι φίλοι μου έχουν έντονη διαδικτυακή παρουσία. Είναι δύσκολο τελικά στην ηλικία μας να κρυφτείς, να ζήσεις λάθρα, χωρίς να σε πάρει χαμπάρι το Google — τα έργα και τις ημέρες σου, τις φωτογραφίες σου, τις αντιδράσεις που έχεις προκαλέσει.
Δεν ξέρω αν είναι ναρκισσισμός, αλλά εγώ αυτογκουγκλάρομαι τακτικά για να νιώσω ότι υπάρχω. Να βεβαιωθώ ότι η ύπαρξή μου αναγνωρίζεται κι από τους άλλους. Ότι δεν είναι ιδέα μου. Είναι κάπως σαν να τσιμπιέμαι: αν πονέσω, ζω· αν βγουν αποτελέσματα στο Google, υπάρχω σίγουρα.
Η εικονική ύπαρξη είναι πιο δυνατή από την πραγματική, ούτως ή άλλως.
Ξένια Κουναλάκη / amagi.gr
[ Εικονογράφηση, Milt Kobayashi, Comfortable Place (2007). Λεπτομέρεια ]
Αν με είχε πατήσει ένα αυτοκίνητο πριν μερικά χρόνια, η μόνη αναφορά στο όνομά μου που θα..
κυκλοφορούσε στο Ίντερνετ θα είχε σχέση με μια καταγγελία εις βάρος μου για λογοκλοπή. Με είχε κατηγορήσει μία δημοφιλής μπλόγκερ ότι έκλεψα ένα κείμενο από το New York Review of Books: ενώ είχα βάλει την πηγή μου και δεν το είχα υπογράψει, παρά μόνο με αρχικά, άδραξαν διάφοροι την ευκαιρία και άρχισε ο κανιβαλισμός. Χρόνια αργότερα τα βρήκαμε, της εξήγησα ότι είχε κάνει λάθος, μου ζήτησε συγγνώμη, τώρα με καλεί στις παρουσιάσεις των βιβλίων της, αριστερή και ταλαντούχα είναι, διαφωνούμε σε πολλά, αλλά δεν έχουμε τίποτα να χωρίσουμε. Απλώς είναι ένα παράδειγμα για το πόσο εύκολα μπορεί να ξεφύγει μία καταγγελία και να σου καταστρέψει τη ζωή, την υστεροφημία και να μείνει για πάντα ένα αέναο στίγμα για σένα στον κυβερνοχώρο. Να γκουγκλάρεις «Ξένια Κουναλάκη» και να σου βγαίνει «Δημοσιογραφία του κώλου».
Παρατηρώ ότι οι μεγαλύτεροι σε ηλικία άνθρωποι είναι ανύπαρκτοι για το Διαδίκτυο. Ο θείος μου πέθανε σε ηλικία 74 ετών πριν λίγες εβδομάδες. Για το Ίντερνετ δεν υπήρξε ποτέ. Αν γκουγκλάρω το όνομά του, δεν βγαίνει κάποιο αποτέλεσμα. Κι έτσι σιωπηλά, πέρασε από αυτόν τον πλανήτη και εξαερώθηκε. Θα τον θυμόμαστε εμείς, οι συγγενείς του· αλλά για τους υπόλοιπους δεν έζησε ποτέ. Είναι περίεργο αυτό το συναίσθημα. Και νομίζω, χωρίς να γνωρίζω τις τεχνικές λεπτομέρειες, ότι σταδιακά τα νεότερα δεδομένα σκεπάζουν τα παλιά. Κι αν σταματήσω να γράφω, π.χ., ή να τσακώνομαι με πολιτικούς ή να συμμετέχω σε δημόσιες εκδηλώσεις, παρουσιάσεις βιβλίων κλπ., ίσως να περάσω κι εγώ στην άγραφη και άφατη αιωνιότητα.
Η μητέρα μου, που πέθανε το 1986, παραδόξως έχει αποτελέσματα στο Google, γιατί είχε μεταφράσει πολλά βιβλία. Βέβαια η παρουσία της είναι περίπου ίδια με αυτήν της κόρης μου, που είναι 17, κι ας έζησε σχεδόν ένα τέταρτο του αιώνα παραπάνω. Οι περισσότεροι φίλοι μου έχουν έντονη διαδικτυακή παρουσία. Είναι δύσκολο τελικά στην ηλικία μας να κρυφτείς, να ζήσεις λάθρα, χωρίς να σε πάρει χαμπάρι το Google — τα έργα και τις ημέρες σου, τις φωτογραφίες σου, τις αντιδράσεις που έχεις προκαλέσει.
Δεν ξέρω αν είναι ναρκισσισμός, αλλά εγώ αυτογκουγκλάρομαι τακτικά για να νιώσω ότι υπάρχω. Να βεβαιωθώ ότι η ύπαρξή μου αναγνωρίζεται κι από τους άλλους. Ότι δεν είναι ιδέα μου. Είναι κάπως σαν να τσιμπιέμαι: αν πονέσω, ζω· αν βγουν αποτελέσματα στο Google, υπάρχω σίγουρα.
Η εικονική ύπαρξη είναι πιο δυνατή από την πραγματική, ούτως ή άλλως.
Ξένια Κουναλάκη / amagi.gr
[ Εικονογράφηση, Milt Kobayashi, Comfortable Place (2007). Λεπτομέρεια ]