Στη διάρκεια της συζήτησης για τα ΜΜΕ, η Βουλή ασχολήθηκε επιφανειακά με τον «ελέφαντα στο δωμάτιο»: τη σχέση ΜΜΕ και δημοκρατίας. Η αλληλεξάρτηση και η διαπλοκή αναφέρθηκαν από όλες τις πλευρές, αλλά οι συμβολικές αναφορές δεν αναιρούν την ανάγκη να εξετάσουμε βαθύτερα τη σχέση.
Τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της κοινωνικής οργάνωσης και της πολιτικής εκπροσώπησης. Αλλά η κατανόηση της σχέσης εξαρτάται από τη θεωρητική άποψη περί δημοκρατίας.
Για τη φιλελεύθερη θεωρία, η ελευθερία της ιδιοκτησίας και του λόγου αποτελούν ύψιστες αρχές. Η δημοκρατία παρουσιάζεται σαν αγοραίος ανταγωνισμός μεταξύ ομάδων συμφερόντων και κέντρων εξουσίας. Ο δημοκρατικός ανταγωνισμός κορυφώνεται στις εκλογές, στις οποίες ο λαός επιλέγει και επιβραβεύει ένα κόμμα ή ομάδα συμφερόντων. Την ίδια λογική ακολουθούν και τα ΜΜΕ. Αποτελούν κατ’ αρχήν επιχειρήσεις που βγάζουν το προϊόν τους στην αγορά, όπως κάθε εμπορική.. δραστηριότητα. Βέβαια το ενημερωτικό και ψυχαγωγικό τους περιεχόμενο διαφοροποιεί τα ΜΜΕ. Η λειτουργία τους υπηρετεί την ελευθερία λόγου και έκφρασης. Στην «αγορά ιδεών» που δημιουργούν τα ΜΜΕ, πολιτικές και ιδεολογικές απόψεις «ανταγωνίζονται» και οι θεατές-ακροατές επιλέγουν μέσο και ιδέες.
Σ’ αυτήν τη λογική, η ελευθερία έκφρασης των μιντιαρχών και των ολιγαρχών είναι ταυτόσημη με την ελευθερία του πολίτη να λέει τη γνώμη του στην πλατεία του χωριού ή στο καφενείο. Αλλά η οικονομική εξουσία και η ιδεολογική επιρροή των ΜΜΕ δεν έχει καμία σχέση με τη δυνατότητα του πολίτη να εκφράζεται και να πληροφορείται. Η συνταγματική και πολιτική θεωρία δεν αντιμετωπίζει πια το κράτος ως τη μεγαλύτερη απειλή του ελεύθερου Τύπου, παρ’ ότι η προληπτική λογοκρισία παραμένει μόνιμος φόβος. Αυτή προέρχεται από τους μιντιάρχες και ολιγάρχες που ελέγχουν εφημερίδες και κανάλια και αποφασίζουν τι μπαίνει και τι όχι στην «αγορά» των ιδεών.
Το φιλελεύθερο μοντέλο ακολουθείται σε μεγάλο βαθμό στη Βόρεια Αμερική και τη Βρετανία. Οι νεοφιλελεύθεροι λοιδορούν τα δημόσια ΜΜΕ, περιορίζουν τις ρυθμιστικές αρχές, ανάγουν την ακροαματικότητα σε αποκλειστικό κριτήριο επιτυχίας. Ο αρχιβαρόνος των αγγλόφωνων ΜΜΕ Ρούπερτ Μέρντοχ, στον οποίο ανήκουν οι «Times», η «Sun» και τα κανάλια Sky και Fox, προσπαθεί εδώ και χρόνια να περιορίσει το τέλος που πληρώνουν οι πολίτες και τις υπηρεσίες που προσφέρει το BBC, παρ’ ότι οι Βρετανοί λατρεύουν τη «θεία», όπως αποκαλούν το BBC. Στην Ελλάδα, η ιδεολογία αυτή βρήκε την ακραία της εκδοχή με το μαύρο στην ΕΡΤ και την ουδετεροποίηση του ΕΣΡ.
Η δύναμη των μιντιαρχών αντισταθμίζεται εν μέρει από τη μακρά παράδοση και τον επαγγελματισμό των δημοσιογράφων, κάτι που στα ελληνικά κανάλια είναι σπάνιο, με πολλές βέβαια τιμητικές εξαιρέσεις. Σε πρόσφατη προεκλογική τηλεοπτική συζήτηση, ο παρουσιαστής επιτέθηκε σφοδρά σε απόντα πρώην υπουργό. Οταν σοκαρισμένος τού είπα ότι κάτι τέτοιο απαγορεύεται από τη δημοσιογραφική δεοντολογία στη Βρετανία, μου απάντησε ότι εδώ είναι Ελλάδα.
Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο του βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ και καθηγητή Πολιτικής και Νομικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου, Κώστα Δουζίνα, στην «Εφημερίδα των Συντακτών» που κυκλοφορεί σήμερα, 2 Νοεμβρίου.
Τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της κοινωνικής οργάνωσης και της πολιτικής εκπροσώπησης. Αλλά η κατανόηση της σχέσης εξαρτάται από τη θεωρητική άποψη περί δημοκρατίας.
Για τη φιλελεύθερη θεωρία, η ελευθερία της ιδιοκτησίας και του λόγου αποτελούν ύψιστες αρχές. Η δημοκρατία παρουσιάζεται σαν αγοραίος ανταγωνισμός μεταξύ ομάδων συμφερόντων και κέντρων εξουσίας. Ο δημοκρατικός ανταγωνισμός κορυφώνεται στις εκλογές, στις οποίες ο λαός επιλέγει και επιβραβεύει ένα κόμμα ή ομάδα συμφερόντων. Την ίδια λογική ακολουθούν και τα ΜΜΕ. Αποτελούν κατ’ αρχήν επιχειρήσεις που βγάζουν το προϊόν τους στην αγορά, όπως κάθε εμπορική.. δραστηριότητα. Βέβαια το ενημερωτικό και ψυχαγωγικό τους περιεχόμενο διαφοροποιεί τα ΜΜΕ. Η λειτουργία τους υπηρετεί την ελευθερία λόγου και έκφρασης. Στην «αγορά ιδεών» που δημιουργούν τα ΜΜΕ, πολιτικές και ιδεολογικές απόψεις «ανταγωνίζονται» και οι θεατές-ακροατές επιλέγουν μέσο και ιδέες.
Σ’ αυτήν τη λογική, η ελευθερία έκφρασης των μιντιαρχών και των ολιγαρχών είναι ταυτόσημη με την ελευθερία του πολίτη να λέει τη γνώμη του στην πλατεία του χωριού ή στο καφενείο. Αλλά η οικονομική εξουσία και η ιδεολογική επιρροή των ΜΜΕ δεν έχει καμία σχέση με τη δυνατότητα του πολίτη να εκφράζεται και να πληροφορείται. Η συνταγματική και πολιτική θεωρία δεν αντιμετωπίζει πια το κράτος ως τη μεγαλύτερη απειλή του ελεύθερου Τύπου, παρ’ ότι η προληπτική λογοκρισία παραμένει μόνιμος φόβος. Αυτή προέρχεται από τους μιντιάρχες και ολιγάρχες που ελέγχουν εφημερίδες και κανάλια και αποφασίζουν τι μπαίνει και τι όχι στην «αγορά» των ιδεών.
Το φιλελεύθερο μοντέλο ακολουθείται σε μεγάλο βαθμό στη Βόρεια Αμερική και τη Βρετανία. Οι νεοφιλελεύθεροι λοιδορούν τα δημόσια ΜΜΕ, περιορίζουν τις ρυθμιστικές αρχές, ανάγουν την ακροαματικότητα σε αποκλειστικό κριτήριο επιτυχίας. Ο αρχιβαρόνος των αγγλόφωνων ΜΜΕ Ρούπερτ Μέρντοχ, στον οποίο ανήκουν οι «Times», η «Sun» και τα κανάλια Sky και Fox, προσπαθεί εδώ και χρόνια να περιορίσει το τέλος που πληρώνουν οι πολίτες και τις υπηρεσίες που προσφέρει το BBC, παρ’ ότι οι Βρετανοί λατρεύουν τη «θεία», όπως αποκαλούν το BBC. Στην Ελλάδα, η ιδεολογία αυτή βρήκε την ακραία της εκδοχή με το μαύρο στην ΕΡΤ και την ουδετεροποίηση του ΕΣΡ.
Η δύναμη των μιντιαρχών αντισταθμίζεται εν μέρει από τη μακρά παράδοση και τον επαγγελματισμό των δημοσιογράφων, κάτι που στα ελληνικά κανάλια είναι σπάνιο, με πολλές βέβαια τιμητικές εξαιρέσεις. Σε πρόσφατη προεκλογική τηλεοπτική συζήτηση, ο παρουσιαστής επιτέθηκε σφοδρά σε απόντα πρώην υπουργό. Οταν σοκαρισμένος τού είπα ότι κάτι τέτοιο απαγορεύεται από τη δημοσιογραφική δεοντολογία στη Βρετανία, μου απάντησε ότι εδώ είναι Ελλάδα.
Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο του βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ και καθηγητή Πολιτικής και Νομικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου, Κώστα Δουζίνα, στην «Εφημερίδα των Συντακτών» που κυκλοφορεί σήμερα, 2 Νοεμβρίου.