Γράφει ο (citizen) Κώστας Γιαννακίδης
Το σπίτι που γεννήθηκα, στη Θεσσαλονίκη, αγοράστηκε από τον πατέρα μου στα μέσα των 50s. Tο πήρε από τα απομεινάρια της ισραηλίτικης κοινότητας. Οι προηγούμενοι ιδιοκτήτες κομματιάστηκαν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Όταν ο πατέρας γκρέμιζε το σπίτι για να σηκώσει πολυκατοικία, περνούσε τις μέρες του αγκαλιά με τον εκσκαφέα. Και αν ο Εβραίος είχε θάψει λίρες; Τίποτα. Ο Εβραίος δεν είχε βρει τάφο για τον εαυτό του, θα έβρισκε για τις λίρες;
Τα παιδικά μου παιχνίδια, στα 70s, κύλησαν ανάμεσα σε ερειπωμένα σπίτια στην περιοχή του Γ΄ Σώματος Στρατού, στις παρυφές της Τούμπας. Παίζαμε στα χαλάσματα, μέχρι που κάποιος φύτευε μία πινακίδα με πωλήσεις διαμερισμάτων. Κανένα πρόβλημα. Πηγαίναμε πιο κάτω. Σπίτια με..
στοιχειά και τρομακτικά υπόγεια. Ποντίκια είναι αυτά που ακούγονται ή φίδια; Ερείπια που έστεκαν ακόμα. Σαν στόματα με λίγα δόντια. Ένας μπουφές στο τρύπιο πάτωμα, μία σκισμένη πολυθρόνα, ένα κρεβάτι με τρία πόδια. Κάποια γιαγιά από απέναντι έλεγε ότι το σπίτι ήταν Εβραίου. Το διπλανό ίσως να ήταν και Τούρκου, δεν θυμόταν. Στα 70s είχαν περάσει μόλις εξήντα χρόνια από την ενσωμάτωση της πόλης στην Ελλάδα.
Οι παππούδες των φίλων μου είχαν γεννηθεί Οθωμανοί υπήκοοι. Μερικοί είχαν υπηρετήσει και στον οθωμανικό στρατό. Στην Τούμπα άκουγα ιστορίες από ανθρώπους που έλεγαν πως είχαν δει το πρώτο ματς του ΠΑΟΚ. Στα επίσημα υπήρχαν θέσεις για τα ιδρυτικά μέλη του συλλόγου. Είχε τόσες ιστορίες να πει η Θεσσαλονίκη, που έβλεπες τα ίχνη τους στο χώμα στις αλάνες. Δεν τα σήκωνε ο Βαρδάρης, δεν τα ξέπλενε η βροχή. Όμως κανένας δεν μιλούσε για τους Εβραίους. Κανένας. Οι δάσκαλοι στο Δημοτικό είχαν νιάτα φαγωμένα από τον πόλεμο. Tόσα γράμματα, όμως ούτε λέξη για τους Εβραίους. Πρέπει να ήταν στο Πανεπιστήμιο όταν έμαθα ότι βαδίζω πάνω στα εβραϊκά μνήματα. Και άνοιξα βιβλία για να γνωρίσω τη μνήμη που ήταν πάντα εκεί, γύρω μου, σαν βουβό φάντασμα. Χρειάστηκαν δεκαετίες μέχρι η Θεσσαλονίκη να μιλήσει πάλι για τα χαμένα παιδιά της. Για να ανοίξει μία ρωγμή στη συνωμοσία της ντροπής, στην ιστορική ομερτά ολόκληρης πόλης.
Έπρεπε να πάει 1986 για να στηθεί ένα μνημείο κάπου μακριά από το κέντρο της πόλης, πάντα κοντά στα καθάρματα που το βεβήλωναν. Οι τοπικές αρχές παρέστησαν στα εγκαίνια εμφανώς αμήχανες. Είκοσι χρόνια μετά, όταν ο ιστορικός Μαρκ Μαζάουερ περιέγραψε πώς οι αρχές της πόλης και, φυσικά, οι χριστιανοί «προύχοντες» συνεργάστηκαν με τους ναζί ή συμμετείχαν στο πλιάτσικο των εβραϊκών περιουσιών, μόνο που δεν άναψε πυρά για το βιβλίο του. Βλέπετε, η ντροπή για όσα συνέβησαν, πάει και κρύβεται πίσω από τον «έμφυτο» αντισημιτισμό που ευδοκιμεί στην Ελλάδα. Όχι, δεν ήταν όλοι σαν τον αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό και τον αστυνομικό διευθυντή Αθηνών, τον Άγγελο Εβερτ, που έπαιξαν τα κεφάλια τους για να διασώσουν Εβραίους. Αυτοί είναι μπαλώματα ενός μύθου που μπάζει από παντού. Οι εβραϊκές περιουσίες, ειδικά στη Θεσσαλονίκη, λεηλατήθηκαν σαν αποφάγια που πετάχτηκαν στα σκυλιά. Το νεκροταφείο ξηλώθηκε από τους ναζί και μετά μπαζώθηκε από τους χριστιανούς. Και εκείνοι οι λίγοι που γύρισαν από τα στρατόπεδα, βρήκαν χαμένο βιος, καρδιές και πόρτες ερμητικά κλειστές. Βρήκαν άλλους μέσα στα καταστήματά τους, ξένα χνώτα μέσα στα σπίτια τους.
Α, ναι, έγιναν ειδικοί νόμοι που πρόσφεραν βοήθεια και μέριμνα. Σαν να μην εφαρμόστηκαν ποτέ, λες και τους κουβαλούσαν χελώνες στην πλάτη. Και όμως, με φωτεινή εξαίρεση τον Μπουτάρη, κανένας άρχοντας δεν έπεσε στα γόνατα για να ζητήσει συγγνώμη, να ξεπλύνει με λίγα δάκρυα μία γωνίτσα της ντροπής. Και τώρα να, εβδομήντα χρόνια μετά, λες και δεν χάσαμε 50.000 συμπατριώτες μας, ακούς τους Καμμένους να λένε ότι οι Εβραίοι δεν πληρώνουν φόρους ή να κάνουν αστειάκια με τον τόπο του μαρτυρίου. Στέλνουμε στη Βουλή αρνητές του ολοκαυτώματος και χιλιάδες από μας επιβραβεύουν, επικροτούν και αναπαράγουν τον αντισημιτισμό. Συγγνώμη, πατριώτες, έχω πρόβλημα. Και θέλω να σας στείλω εκεί που η χριστιανική σας ψυχή τρέμει μη βρεθεί. Στο διάολο.
Το σπίτι που γεννήθηκα, στη Θεσσαλονίκη, αγοράστηκε από τον πατέρα μου στα μέσα των 50s. Tο πήρε από τα απομεινάρια της ισραηλίτικης κοινότητας. Οι προηγούμενοι ιδιοκτήτες κομματιάστηκαν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Όταν ο πατέρας γκρέμιζε το σπίτι για να σηκώσει πολυκατοικία, περνούσε τις μέρες του αγκαλιά με τον εκσκαφέα. Και αν ο Εβραίος είχε θάψει λίρες; Τίποτα. Ο Εβραίος δεν είχε βρει τάφο για τον εαυτό του, θα έβρισκε για τις λίρες;
Τα παιδικά μου παιχνίδια, στα 70s, κύλησαν ανάμεσα σε ερειπωμένα σπίτια στην περιοχή του Γ΄ Σώματος Στρατού, στις παρυφές της Τούμπας. Παίζαμε στα χαλάσματα, μέχρι που κάποιος φύτευε μία πινακίδα με πωλήσεις διαμερισμάτων. Κανένα πρόβλημα. Πηγαίναμε πιο κάτω. Σπίτια με..
στοιχειά και τρομακτικά υπόγεια. Ποντίκια είναι αυτά που ακούγονται ή φίδια; Ερείπια που έστεκαν ακόμα. Σαν στόματα με λίγα δόντια. Ένας μπουφές στο τρύπιο πάτωμα, μία σκισμένη πολυθρόνα, ένα κρεβάτι με τρία πόδια. Κάποια γιαγιά από απέναντι έλεγε ότι το σπίτι ήταν Εβραίου. Το διπλανό ίσως να ήταν και Τούρκου, δεν θυμόταν. Στα 70s είχαν περάσει μόλις εξήντα χρόνια από την ενσωμάτωση της πόλης στην Ελλάδα.
Οι παππούδες των φίλων μου είχαν γεννηθεί Οθωμανοί υπήκοοι. Μερικοί είχαν υπηρετήσει και στον οθωμανικό στρατό. Στην Τούμπα άκουγα ιστορίες από ανθρώπους που έλεγαν πως είχαν δει το πρώτο ματς του ΠΑΟΚ. Στα επίσημα υπήρχαν θέσεις για τα ιδρυτικά μέλη του συλλόγου. Είχε τόσες ιστορίες να πει η Θεσσαλονίκη, που έβλεπες τα ίχνη τους στο χώμα στις αλάνες. Δεν τα σήκωνε ο Βαρδάρης, δεν τα ξέπλενε η βροχή. Όμως κανένας δεν μιλούσε για τους Εβραίους. Κανένας. Οι δάσκαλοι στο Δημοτικό είχαν νιάτα φαγωμένα από τον πόλεμο. Tόσα γράμματα, όμως ούτε λέξη για τους Εβραίους. Πρέπει να ήταν στο Πανεπιστήμιο όταν έμαθα ότι βαδίζω πάνω στα εβραϊκά μνήματα. Και άνοιξα βιβλία για να γνωρίσω τη μνήμη που ήταν πάντα εκεί, γύρω μου, σαν βουβό φάντασμα. Χρειάστηκαν δεκαετίες μέχρι η Θεσσαλονίκη να μιλήσει πάλι για τα χαμένα παιδιά της. Για να ανοίξει μία ρωγμή στη συνωμοσία της ντροπής, στην ιστορική ομερτά ολόκληρης πόλης.
Έπρεπε να πάει 1986 για να στηθεί ένα μνημείο κάπου μακριά από το κέντρο της πόλης, πάντα κοντά στα καθάρματα που το βεβήλωναν. Οι τοπικές αρχές παρέστησαν στα εγκαίνια εμφανώς αμήχανες. Είκοσι χρόνια μετά, όταν ο ιστορικός Μαρκ Μαζάουερ περιέγραψε πώς οι αρχές της πόλης και, φυσικά, οι χριστιανοί «προύχοντες» συνεργάστηκαν με τους ναζί ή συμμετείχαν στο πλιάτσικο των εβραϊκών περιουσιών, μόνο που δεν άναψε πυρά για το βιβλίο του. Βλέπετε, η ντροπή για όσα συνέβησαν, πάει και κρύβεται πίσω από τον «έμφυτο» αντισημιτισμό που ευδοκιμεί στην Ελλάδα. Όχι, δεν ήταν όλοι σαν τον αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό και τον αστυνομικό διευθυντή Αθηνών, τον Άγγελο Εβερτ, που έπαιξαν τα κεφάλια τους για να διασώσουν Εβραίους. Αυτοί είναι μπαλώματα ενός μύθου που μπάζει από παντού. Οι εβραϊκές περιουσίες, ειδικά στη Θεσσαλονίκη, λεηλατήθηκαν σαν αποφάγια που πετάχτηκαν στα σκυλιά. Το νεκροταφείο ξηλώθηκε από τους ναζί και μετά μπαζώθηκε από τους χριστιανούς. Και εκείνοι οι λίγοι που γύρισαν από τα στρατόπεδα, βρήκαν χαμένο βιος, καρδιές και πόρτες ερμητικά κλειστές. Βρήκαν άλλους μέσα στα καταστήματά τους, ξένα χνώτα μέσα στα σπίτια τους.
Α, ναι, έγιναν ειδικοί νόμοι που πρόσφεραν βοήθεια και μέριμνα. Σαν να μην εφαρμόστηκαν ποτέ, λες και τους κουβαλούσαν χελώνες στην πλάτη. Και όμως, με φωτεινή εξαίρεση τον Μπουτάρη, κανένας άρχοντας δεν έπεσε στα γόνατα για να ζητήσει συγγνώμη, να ξεπλύνει με λίγα δάκρυα μία γωνίτσα της ντροπής. Και τώρα να, εβδομήντα χρόνια μετά, λες και δεν χάσαμε 50.000 συμπατριώτες μας, ακούς τους Καμμένους να λένε ότι οι Εβραίοι δεν πληρώνουν φόρους ή να κάνουν αστειάκια με τον τόπο του μαρτυρίου. Στέλνουμε στη Βουλή αρνητές του ολοκαυτώματος και χιλιάδες από μας επιβραβεύουν, επικροτούν και αναπαράγουν τον αντισημιτισμό. Συγγνώμη, πατριώτες, έχω πρόβλημα. Και θέλω να σας στείλω εκεί που η χριστιανική σας ψυχή τρέμει μη βρεθεί. Στο διάολο.