Το «οχυρό» του «νοικοκύρη» αλώθηκε. Φόροι, χαράτσια, ΕΝΦΙάλτες, αναδουλειά, κι από κοντά η απόλυση κι ύστερα η ανεργία, τον οδηγούν καθημερινά –κάτι όπου ποτέ του δεν φαντάστηκε – απ’ το μεσίτη στο σαράφικο. Και νοιώθει αδικημένος …
Η «αρετή» του κουμπαρά στην τράπεζα κι η σιγουριά του χάθηκε. Τα capital control, τα bail in κι όλα τα άλλα «κουρέματα», όλοι ετούτοι οι όροι που ξαφνικά μπήκανε στη ζωή του, ξέφτισαν και τον κουμπαρά και την κληρονομιά που θα άφηνε. Κι ό,τι απόμεινε και διασώθηκε, στριμώχνεται στα στρώματα, σάβανο μιας αυταπάτης που κράτησε χρόνια…
Ο κυρ-Παντελής, ο εργαζόμενος σκληρά που πάντα είχε μια καλή κουβέντα για το αφεντικό και μάζευε για τα γεράματα, ο εμποράκος που απόχτησε το χρώμα από τους σοβάδες κλεισμένος ολημερίς στο μαγαζάκι του, αυτός που πάντα φοβόταν αλλά κι εμπιστεύονταν την εξουσία,..
χάνει το μαγαζάκι και τη δουλίτσα του, χάνει και τις οικονομίες μιας ζωής, μικραίνει κι η συνταξούλα κι ας πλήρωνε αγόγγυστα κι αδιαμαρτύρητα – οπωσδήποτε- δεκάδες χρόνια τα ταμεία τους.
Ο κομμουνιστές δεν ήρθαν ποτέ να του πάρουν το σπίτι. Οι «νόμοι» όμως που σεβότανε για νάναι «νοικοκύρης», φριχτά τον εξεγέλασαν κι απόμεινε μπατίρης.
Και τώρα τι απομένει; Ποιος φόβος μέσα ακόμα τον κρατεί; Μη μείνει απλήρωτο το ηλεκτρικό και βγει η τηλεόραση απ’ την πρίζα;
Δεν σε λυπάμαι κυρ-Παντελή. Όπως κι εσύ ποτέ σου δεν λυπήθηκες τα χρόνια που έπνιξες στην κολυμπήθρα με τους φόβους σου. Όταν εσύ γέμιζες το κουμπαρά σου, «νοικοκύρη», και κλείδωνες ερμητικά την πόρτα στο γείτονα που σε χρειαζότανε, περισσότερο εγκλημάτισες από την εξουσία τους που σήμερα καταριέσαι.
«Έντιμοι άνθρωποι, νέα γενιά, θάψτε τους έντιμους μες στα σπαρτά / κι αυτούς που φτιάξανε τον Παντελή, σκουλήκι άχρηστο σ” αυτή τη γη».
Άκις Ξενάκις (inred)
Η «αρετή» του κουμπαρά στην τράπεζα κι η σιγουριά του χάθηκε. Τα capital control, τα bail in κι όλα τα άλλα «κουρέματα», όλοι ετούτοι οι όροι που ξαφνικά μπήκανε στη ζωή του, ξέφτισαν και τον κουμπαρά και την κληρονομιά που θα άφηνε. Κι ό,τι απόμεινε και διασώθηκε, στριμώχνεται στα στρώματα, σάβανο μιας αυταπάτης που κράτησε χρόνια…
Ο κυρ-Παντελής, ο εργαζόμενος σκληρά που πάντα είχε μια καλή κουβέντα για το αφεντικό και μάζευε για τα γεράματα, ο εμποράκος που απόχτησε το χρώμα από τους σοβάδες κλεισμένος ολημερίς στο μαγαζάκι του, αυτός που πάντα φοβόταν αλλά κι εμπιστεύονταν την εξουσία,..
χάνει το μαγαζάκι και τη δουλίτσα του, χάνει και τις οικονομίες μιας ζωής, μικραίνει κι η συνταξούλα κι ας πλήρωνε αγόγγυστα κι αδιαμαρτύρητα – οπωσδήποτε- δεκάδες χρόνια τα ταμεία τους.
Ο κομμουνιστές δεν ήρθαν ποτέ να του πάρουν το σπίτι. Οι «νόμοι» όμως που σεβότανε για νάναι «νοικοκύρης», φριχτά τον εξεγέλασαν κι απόμεινε μπατίρης.
Και τώρα τι απομένει; Ποιος φόβος μέσα ακόμα τον κρατεί; Μη μείνει απλήρωτο το ηλεκτρικό και βγει η τηλεόραση απ’ την πρίζα;
Δεν σε λυπάμαι κυρ-Παντελή. Όπως κι εσύ ποτέ σου δεν λυπήθηκες τα χρόνια που έπνιξες στην κολυμπήθρα με τους φόβους σου. Όταν εσύ γέμιζες το κουμπαρά σου, «νοικοκύρη», και κλείδωνες ερμητικά την πόρτα στο γείτονα που σε χρειαζότανε, περισσότερο εγκλημάτισες από την εξουσία τους που σήμερα καταριέσαι.
«Έντιμοι άνθρωποι, νέα γενιά, θάψτε τους έντιμους μες στα σπαρτά / κι αυτούς που φτιάξανε τον Παντελή, σκουλήκι άχρηστο σ” αυτή τη γη».
Άκις Ξενάκις (inred)