Ένα mea culpa, ένα με συγχωρείτε, ένα έσφαλα κι εγώ κάπως;
Γράφει ο Χρήστος Ξανθάκης (newpost)
Δεν ξέρω για εσάς, αλλά εγώ λατρεύω τον Τόνι Μπλερ. ‘Η μάλλον, για να είμαι πιο ακριβής και για να μην παρεξηγηθώ, λατρεύω να βλέπω ταπεινωμένο τον Τόνι Μπλερ. Λατρεύω να τον βλέπω και να τον ακούω στο CNN, με αυτό το βλέμμα του μισότρελου που περιφέρει τα τελευταία έτη, να απολογείται για τον πόλεμο στο Ιράκ. Και να ζητάει συγγνώμη, έστω μισή, έστω κουτσή, έστω της φωτιάς, για όλα αυτά που προέκυψαν από την εισβολή. Και να παραδέχεται ότι διόλου δεν είχαν προετοιμαστεί οι «σύμμαχοι» για όλα όσα θα συνέβαιναν έπειτα απ’ την πτώση του Σαντάμ. Κουτουρού δηλαδή κι όποιον πάρει ο Χάρος, για να μην τα πω πιο χοντρά, όπως τα λέμε στα Τρίκαλα μετά από πεντέξη τσίπουρα…
Έτσι είναι όμως, το έχει πει και το ιερό Ευαγγέλιο: «“Πολλοί έσονται πρώτοι έσχατοι και έσχατοι πρώτοι”. Σκάει όπου να ‘ναι μύτη η αναφορά Τσίλκοτ (με έξη χρόνια καθυστέρηση!) και σπεύδει..
ο Τόνι να πάρει τα μέτρα του και να επιδείξει ταπεινοφροσύνη. Τα ‘σπασε και με τον Μέρντοχ βλέπετε, επειδή φασωνότανε με τη σύζυγό του, και τώρα δεν έχει τόσο ισχυρούς προστάτες να του κάνουν πλάτες. Οπότε το κεφάλι κάτω. Με καθυστέρηση αναμφιβόλως και αφού προηγουμένως έχει προκαλέσει όλη την υφήλιο με την αλαζονεία του, αλλά κάτω. Και το βλέμμα χαμηλωμένο, για να μην προκαλεί. Ω ναι, το Ευαγγέλιο έχει πάντα δίκιο!
Πράγμα το οποίο μας φέρνει στα δικά μας. Καθότι είμαστε χώρα ορθόδοξη και κράτος πιστών, καθότι έχουμε κι εδώ κάτι βερεσέδια σε μπακαλόχαρτα. Βλέπε το στόρι με το ευρώ που μπήκαμε με τριακόσιες σαράντα δραχμούλες αντί για εκατόν εβδομήντα και πήγε μια βόλτα κατά Καπερναούμ ο εθνικός πλούτος. Βλέπε εκείνο εκεί το σπουδαίο θαύμα του Χρηματιστηρίου που θα γινόταν μοχλός αέναης ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας και κατέληξε αντικλείδι στην μεγαλύτερη αναδιανομή πλούτου στην ιστορία της πατρίδας μας. Βλέπε τους Ολυμπιακούς αγώνες, που πρώτα θ’ ανοίξει ο φάκελος της Κύπρου και ύστερα θα ανοίξει αυτό το επτασφράγιστο το συρτάρι που κρύβει μέσα του όλες τις ατασθαλίες τους. Βλέπε ακόμη ακόμη την φούσκα των ακινήτων που απειλεί με κατάρρευση τις τράπεζες και με εξώσεις δεκάδες χιλιάδες οικογένειες…
Πότε γίνανε όλα αυτά ρε παιδιά; Πότε γίνανε αγαπητοί αναγνώστες και αγαπητές αναγνώστριες; Προχτές; Επί Αντρέα; Επί Μητσοτάκη μήπως; Άντε να το πάρει το ποτάμι, επί Σημίτη γίνανε. Επί της πλέον πεφωτισμένης οκταετίας, όπου η Ψωροκώσταινα μεταμορφώθηκε ξαφνικά σε Ισχυρή Ελλάδα και απέκτησε κούτελο και πρόσωπο και μπόϊι στην οικουμένη ολόκληρη. Κάτι σαν την Βρετανία του Τόνι Μπλερ που ξανάγινε ιμπεριαλιστική δύναμη στη μέση Ανατολή και πολύ το χάρηκε. Ώσπου ήρθαν το χάος και ο εμφύλιος και οι σφαγές και η ISIS και τα εκατομμύρια των προσφύγων. Και λείπει το αόρατο χέρι της αγοράς να επιβάλει μια τάξη βρε αδερφέ.
Τώρα λοιπόν που βλέπω τον λατρεμένο Τόνι να ζητάει συγγνώμη, σκέπτομαι ότι ο και Κώστας Σημίτης ένα «λυπούμαι» δεν θα έβλαπτε να το πει. Ένα mea culpa, ένα «με συγχωρείτε», ένα «έσφαλα κι εγώ κάπως». Κι αν δεν μπορεί να το πει, ας το γράψει τέλος πάντων σε αυτό το καινούριο το βιβλίο του. Έτσι για το γαμώτι που λέμε και στο χωριό, έτσι για να πάρει μια ανάσα το κοινό περί δικαίου αίσθημα. Γιατί αν νομίζει ότι όλοι και όλες χάψαμε το δόλωμα Τσοχατζόπουλου και κοιμόμαστε σαν τα χάπατα, τότε είναι μακράν γελασμένος…
Γράφει ο Χρήστος Ξανθάκης (newpost)
Δεν ξέρω για εσάς, αλλά εγώ λατρεύω τον Τόνι Μπλερ. ‘Η μάλλον, για να είμαι πιο ακριβής και για να μην παρεξηγηθώ, λατρεύω να βλέπω ταπεινωμένο τον Τόνι Μπλερ. Λατρεύω να τον βλέπω και να τον ακούω στο CNN, με αυτό το βλέμμα του μισότρελου που περιφέρει τα τελευταία έτη, να απολογείται για τον πόλεμο στο Ιράκ. Και να ζητάει συγγνώμη, έστω μισή, έστω κουτσή, έστω της φωτιάς, για όλα αυτά που προέκυψαν από την εισβολή. Και να παραδέχεται ότι διόλου δεν είχαν προετοιμαστεί οι «σύμμαχοι» για όλα όσα θα συνέβαιναν έπειτα απ’ την πτώση του Σαντάμ. Κουτουρού δηλαδή κι όποιον πάρει ο Χάρος, για να μην τα πω πιο χοντρά, όπως τα λέμε στα Τρίκαλα μετά από πεντέξη τσίπουρα…
Έτσι είναι όμως, το έχει πει και το ιερό Ευαγγέλιο: «“Πολλοί έσονται πρώτοι έσχατοι και έσχατοι πρώτοι”. Σκάει όπου να ‘ναι μύτη η αναφορά Τσίλκοτ (με έξη χρόνια καθυστέρηση!) και σπεύδει..
ο Τόνι να πάρει τα μέτρα του και να επιδείξει ταπεινοφροσύνη. Τα ‘σπασε και με τον Μέρντοχ βλέπετε, επειδή φασωνότανε με τη σύζυγό του, και τώρα δεν έχει τόσο ισχυρούς προστάτες να του κάνουν πλάτες. Οπότε το κεφάλι κάτω. Με καθυστέρηση αναμφιβόλως και αφού προηγουμένως έχει προκαλέσει όλη την υφήλιο με την αλαζονεία του, αλλά κάτω. Και το βλέμμα χαμηλωμένο, για να μην προκαλεί. Ω ναι, το Ευαγγέλιο έχει πάντα δίκιο!
Πράγμα το οποίο μας φέρνει στα δικά μας. Καθότι είμαστε χώρα ορθόδοξη και κράτος πιστών, καθότι έχουμε κι εδώ κάτι βερεσέδια σε μπακαλόχαρτα. Βλέπε το στόρι με το ευρώ που μπήκαμε με τριακόσιες σαράντα δραχμούλες αντί για εκατόν εβδομήντα και πήγε μια βόλτα κατά Καπερναούμ ο εθνικός πλούτος. Βλέπε εκείνο εκεί το σπουδαίο θαύμα του Χρηματιστηρίου που θα γινόταν μοχλός αέναης ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας και κατέληξε αντικλείδι στην μεγαλύτερη αναδιανομή πλούτου στην ιστορία της πατρίδας μας. Βλέπε τους Ολυμπιακούς αγώνες, που πρώτα θ’ ανοίξει ο φάκελος της Κύπρου και ύστερα θα ανοίξει αυτό το επτασφράγιστο το συρτάρι που κρύβει μέσα του όλες τις ατασθαλίες τους. Βλέπε ακόμη ακόμη την φούσκα των ακινήτων που απειλεί με κατάρρευση τις τράπεζες και με εξώσεις δεκάδες χιλιάδες οικογένειες…
Πότε γίνανε όλα αυτά ρε παιδιά; Πότε γίνανε αγαπητοί αναγνώστες και αγαπητές αναγνώστριες; Προχτές; Επί Αντρέα; Επί Μητσοτάκη μήπως; Άντε να το πάρει το ποτάμι, επί Σημίτη γίνανε. Επί της πλέον πεφωτισμένης οκταετίας, όπου η Ψωροκώσταινα μεταμορφώθηκε ξαφνικά σε Ισχυρή Ελλάδα και απέκτησε κούτελο και πρόσωπο και μπόϊι στην οικουμένη ολόκληρη. Κάτι σαν την Βρετανία του Τόνι Μπλερ που ξανάγινε ιμπεριαλιστική δύναμη στη μέση Ανατολή και πολύ το χάρηκε. Ώσπου ήρθαν το χάος και ο εμφύλιος και οι σφαγές και η ISIS και τα εκατομμύρια των προσφύγων. Και λείπει το αόρατο χέρι της αγοράς να επιβάλει μια τάξη βρε αδερφέ.
Τώρα λοιπόν που βλέπω τον λατρεμένο Τόνι να ζητάει συγγνώμη, σκέπτομαι ότι ο και Κώστας Σημίτης ένα «λυπούμαι» δεν θα έβλαπτε να το πει. Ένα mea culpa, ένα «με συγχωρείτε», ένα «έσφαλα κι εγώ κάπως». Κι αν δεν μπορεί να το πει, ας το γράψει τέλος πάντων σε αυτό το καινούριο το βιβλίο του. Έτσι για το γαμώτι που λέμε και στο χωριό, έτσι για να πάρει μια ανάσα το κοινό περί δικαίου αίσθημα. Γιατί αν νομίζει ότι όλοι και όλες χάψαμε το δόλωμα Τσοχατζόπουλου και κοιμόμαστε σαν τα χάπατα, τότε είναι μακράν γελασμένος…