Ας αφήσουμε ήσυχο τον Μεϊμαράκη να εκφρασθεί σαν άνθρωπος
Γράφει ο Χρήστος Ξανθάκης (newpost)
Επιτρέψτε μου παρακαλώ, να κρίνω εξ ιδίων τα αλλότρια. Ή μάλλον, για να είμαι πιο ακριβής, να κρίνω εξ ιδίων τα του Μεϊμαράκη. Γιατί κι εγώ δεν το κρατάω κλειστό το στόμα μου. Κι όταν λέμε δεν το κρατάω κλειστό, δεν εννοούμε ότι απλώς πολυλογώ αλλά ότι βρίζω. Βρίζω όλη μέρα, βρίζω από το πρωί ως το μεσημέρι, από το μεσημέρι ως το απόγευμα και από το απόγευμα ως το βράδυ. Ενίοτε, μάλιστα, βρίζω και στον ύπνο μου!
Έτσι είμαστε μερικοί άνθρωποι. Κάποιοι άλλοι προτιμούν να εκφράζονται πολύ προσεκτικά και πολύ ήπια και πολύ γλυκά και πολύ τρυφερά στον δημόσιο βίο τους, έστω κι αν ο απέναντι έχει εγκληματήσει εναντίον της ανθρωπότητας. Από μέσα τους μπορεί να βράζουν, δεν λέω, αλλά.. απόξω φουλ ψυχραιμία, ατάραχοι εντελώς, παγόβουνα σαν εκείνο του Τιτανικού που έστειλε τον ντι Κάπριο στον άλλο κόσμο και έκανε όλες τις σινεφίλ να κλάψουν. Κι αυτοί, κατά την γνώμη μου την ταπεινή, είναι και οι χειρότεροι όλων.
Γιατί εγώ εμπιστεύομαι έναν τύπο που δεν τα κρατάει μέσα του. Που αφήνει τον εαυτό του να εκφρασθεί κι ας είναι και βωμολοχώντας. Που στο δείχνει εκεί μπροστά σου ποιος είναι και σκέπτεται και δεν ραδιουργεί πίσω απ’ την πλάτη σου για να σε καρφώσει με το κοφτερό το εγχειρίδιο την κατάλληλη στιγμή. Για μένα είναι ευθύτητα και ντομπροσύνη και παλαιού τύπου καλώς εννοούμενη μαγκιά να μην κρύβεται κάποιος πίσω από τις λέξεις, αλλά να φανερώνεται άνευ προφυλάξεων και τσιριμόνιας. Να τα λέει κι ας του βγει και σε κακό.
Και σου βγαίνει σε κακό αναμφιβόλως. Μου είχε βγει και εμένα μια φορά στις αρχές της ραδιοφωνικής μου καριέρας, όταν είχα πει στον αέρα φόρα παρτίδα «τι μαλακίες είναι αυτές;». Αν είχα πει «τι βλακείες είναι αυτές;» θα την είχα γλυτώσει, αλλά δεν με άφησε η γλώσσα μου να το κρατήσω εντός μου. Κι από την άλλη, πάλι εδώ είμαι, έφαγα την τιμωρία μου και επέστρεψα και στη διαδρομή έμαθα να υπολογίζω και μερικά πράγματα λίγο καλύτερα απ’ ό,τι τα υπολόγιζα στο παρελθόν. Αλλά το βρισίδι δεν το έκοψα.
Κι ούτε σκοπεύω να το κόψω, παρά τη γκρίνια της μητρός μου. Η οποία μητέρα συνηθίζει να με νουθετεί με παρακλήσεις του τύπου «Χρήστο, αυτό το πουτ… να μην το ξαναπείς», «παιδί μου μην το ξανακούσω αυτό το ξεκ…». Και πάει λέγοντας με τη μαμά να φτάνει σε τέτοια ύψη σεμνότητος ώστε αντί για «μαλάκας» να λέει «μαλακός», όταν αναφέρεται σε κάποιο άτομο αμφιβόλου ποιότητος.
Την ακούω και χαμογελώ. Όπως χαμογέλασα όταν άκουσα την παρέλαση ύβρεων εκ μέρους του Βαγγέλη Μεϊμαράκη. Αφού θέλει να τα πει ο πρόεδρος, σκέφτηκα, ας τα πει. Πολύ πιο νορμάλ μου φαίνεται και πολύ πιο ανθρώπινος από κάτι ξόανα που μετράνε πολύ προσεκτικά το «σεις» και το «σας». Εννοείτε βέβαια ότι θα του κοστίσει το ξέσπασμα, εννοείτε ότι θα αποξενώσει κάποια πλάσματα αμέμπτου ηθικής και διαγωγής. Και λοιπόν; Γιατί ζούμε δηλαδή, για να μετράμε τρεμάμενοι και την παραμικρή απώλεια, την παραμικρή αμυχή; Ή για ένα γαμώτο; Προσωπικά θα διάλεγα την δεύτερη εκδοχή κι ας μου βάζανε κάθε μέρα πιπέρι στο τόμα!
Γράφει ο Χρήστος Ξανθάκης (newpost)
Επιτρέψτε μου παρακαλώ, να κρίνω εξ ιδίων τα αλλότρια. Ή μάλλον, για να είμαι πιο ακριβής, να κρίνω εξ ιδίων τα του Μεϊμαράκη. Γιατί κι εγώ δεν το κρατάω κλειστό το στόμα μου. Κι όταν λέμε δεν το κρατάω κλειστό, δεν εννοούμε ότι απλώς πολυλογώ αλλά ότι βρίζω. Βρίζω όλη μέρα, βρίζω από το πρωί ως το μεσημέρι, από το μεσημέρι ως το απόγευμα και από το απόγευμα ως το βράδυ. Ενίοτε, μάλιστα, βρίζω και στον ύπνο μου!
Έτσι είμαστε μερικοί άνθρωποι. Κάποιοι άλλοι προτιμούν να εκφράζονται πολύ προσεκτικά και πολύ ήπια και πολύ γλυκά και πολύ τρυφερά στον δημόσιο βίο τους, έστω κι αν ο απέναντι έχει εγκληματήσει εναντίον της ανθρωπότητας. Από μέσα τους μπορεί να βράζουν, δεν λέω, αλλά.. απόξω φουλ ψυχραιμία, ατάραχοι εντελώς, παγόβουνα σαν εκείνο του Τιτανικού που έστειλε τον ντι Κάπριο στον άλλο κόσμο και έκανε όλες τις σινεφίλ να κλάψουν. Κι αυτοί, κατά την γνώμη μου την ταπεινή, είναι και οι χειρότεροι όλων.
Γιατί εγώ εμπιστεύομαι έναν τύπο που δεν τα κρατάει μέσα του. Που αφήνει τον εαυτό του να εκφρασθεί κι ας είναι και βωμολοχώντας. Που στο δείχνει εκεί μπροστά σου ποιος είναι και σκέπτεται και δεν ραδιουργεί πίσω απ’ την πλάτη σου για να σε καρφώσει με το κοφτερό το εγχειρίδιο την κατάλληλη στιγμή. Για μένα είναι ευθύτητα και ντομπροσύνη και παλαιού τύπου καλώς εννοούμενη μαγκιά να μην κρύβεται κάποιος πίσω από τις λέξεις, αλλά να φανερώνεται άνευ προφυλάξεων και τσιριμόνιας. Να τα λέει κι ας του βγει και σε κακό.
Και σου βγαίνει σε κακό αναμφιβόλως. Μου είχε βγει και εμένα μια φορά στις αρχές της ραδιοφωνικής μου καριέρας, όταν είχα πει στον αέρα φόρα παρτίδα «τι μαλακίες είναι αυτές;». Αν είχα πει «τι βλακείες είναι αυτές;» θα την είχα γλυτώσει, αλλά δεν με άφησε η γλώσσα μου να το κρατήσω εντός μου. Κι από την άλλη, πάλι εδώ είμαι, έφαγα την τιμωρία μου και επέστρεψα και στη διαδρομή έμαθα να υπολογίζω και μερικά πράγματα λίγο καλύτερα απ’ ό,τι τα υπολόγιζα στο παρελθόν. Αλλά το βρισίδι δεν το έκοψα.
Κι ούτε σκοπεύω να το κόψω, παρά τη γκρίνια της μητρός μου. Η οποία μητέρα συνηθίζει να με νουθετεί με παρακλήσεις του τύπου «Χρήστο, αυτό το πουτ… να μην το ξαναπείς», «παιδί μου μην το ξανακούσω αυτό το ξεκ…». Και πάει λέγοντας με τη μαμά να φτάνει σε τέτοια ύψη σεμνότητος ώστε αντί για «μαλάκας» να λέει «μαλακός», όταν αναφέρεται σε κάποιο άτομο αμφιβόλου ποιότητος.
Την ακούω και χαμογελώ. Όπως χαμογέλασα όταν άκουσα την παρέλαση ύβρεων εκ μέρους του Βαγγέλη Μεϊμαράκη. Αφού θέλει να τα πει ο πρόεδρος, σκέφτηκα, ας τα πει. Πολύ πιο νορμάλ μου φαίνεται και πολύ πιο ανθρώπινος από κάτι ξόανα που μετράνε πολύ προσεκτικά το «σεις» και το «σας». Εννοείτε βέβαια ότι θα του κοστίσει το ξέσπασμα, εννοείτε ότι θα αποξενώσει κάποια πλάσματα αμέμπτου ηθικής και διαγωγής. Και λοιπόν; Γιατί ζούμε δηλαδή, για να μετράμε τρεμάμενοι και την παραμικρή απώλεια, την παραμικρή αμυχή; Ή για ένα γαμώτο; Προσωπικά θα διάλεγα την δεύτερη εκδοχή κι ας μου βάζανε κάθε μέρα πιπέρι στο τόμα!