Κράτος και ΜΜΕ
Γράφει ο Τάσος Παππάς
Με την απόφαση της κυβέρνησης να απαιτήσει από τους ιδιοκτήτες των καναλιών να καταβάλουν το 2% του τζίρου τους για τα έτη 2011, 2012, 2013, 2014 -οι ιδιοκτήτες ισχυρίζονται ότι το κράτος χρωστάει σ’ αυτούς και όχι αυτοί στο κράτος- και με την αναμενόμενη πρωτοβουλία της να προχωρήσει σύντομα σε διαγωνισμό για τις συχνότητες (το μέτρο περιλαμβάνεται στη λίστα που έχει καταθέσει στους δανειστές), άνοιξε για μια ακόμη φορά το θέμα των μέσων ενημέρωσης. Η σχέση των κυρίαρχων ΜΜΕ με την πολιτική και οικονομική εξουσία περιγράφεται με τον όρο διαπλοκή.
Τον εισήγαγε στη δημόσια συζήτηση ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, για να καταγγείλει τα συμφέροντα (πολιτικά, οικονομικά, μιντιακά), που συνασπίστηκαν για να τον ρίξουν από την κυβέρνηση.
Πριν απ’ αυτόν ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε προσπαθήσει να εγκαθιδρύσει ένα αντίπαλο, στα τότε ισχυρά μέσα ενημέρωσης, δέος, με τη δημιουργία φιλικών στην κυβέρνησή του δικτύων, αλλά.. απέτυχε παταγωδώς. Οι μέχρι τότε φανατικοί φίλοι του έγιναν ορκισμένοι εχθροί του, έστειλαν τους υποψήφιους ανταγωνιστές τους στη φυλακή (αποδείχθηκαν απατεώνες) και οδήγησαν τον Ανδρέα Παπανδρέου στο Ειδικό Δικαστήριο, για να τον αθωώσουν λίγο αργότερα. Από μάρτυρες κατηγορίας μετατράπηκαν σε μάρτυρες υπεράσπισης. Δεν ήθελαν προφανώς να τον εξοντώσουν, αλλά να τον ανακαλέσουν στην τάξη και, ταυτοχρόνως, να στείλουν το μήνυμα στους επίδοξους μιμητές του, να μην τολμήσουν κάτι ανάλογο, γιατί θα έχουν την ίδια τύχη και αυτοί και τα βαποράκια τους.
Αρκετά χρόνια αργότερα, ένας άλλος πολιτικός με βαρύ όνομα, ο Κώστας Καραμανλής, επιχείρησε να τα βάλει με τους πέντε-έξι νταβατζήδες που κάνουν κουμάντο στον τόπο (δικές του φράσεις), συντάσσοντας τον νόμο περί βασικού μετόχου. Νέο φιάσκο. Εκτοτε, η σύγκρουση των κυβερνήσεων με τη διαπλοκή έμεινε στο ρητορικό επίπεδο, για να φτάσουμε στην περίοδο Σαμαρά-Βενιζέλου, όπου οι σχέσεις ανάμεσα στις πολιτικές, οικονομικές και μιντιακές ελίτ ήταν κάτι παραπάνω από φιλικές, θα λέγαμε ερωτικές: η μία πλευρά στήριξε αναφανδόν τις μνημονιακές πολιτικές και η άλλη αδιαφόρησε για τις εκκρεμότητες που υπήρχαν στο ραδιοτηλεοπτικό τοπίο και προώθησε χαριστικές ρυθμίσεις στη Βουλή.
Σήμερα έχουμε την τρίτη απόπειρα. Στο ίδιο έργο θεατές; Η κυβέρνηση λέει ότι έχει τη βούληση να πάει μέχρι το τέλος την υπόθεση. Δεν αρκεί όμως η βούληση. Χρειάζονται επίσης: καλά οργανωμένο σχέδιο, τεκμηριωμένες προτάσεις, ώστε να μην είναι ευάλωτη στην υποψία ότι στόχος της είναι να επιβάλει καθεστώς ασφυκτικού ελέγχου στην ενημέρωση, αντοχή, γιατί οι αντιδράσεις θα είναι ισχυρές, αλλά και εναλλακτικές λύσεις, γιατί οι απειλές για αντίμετρα (π.χ. μαζικές απολύσεις) ήδη έσκασαν μύτη. (EφΣυν)
Γράφει ο Τάσος Παππάς
Με την απόφαση της κυβέρνησης να απαιτήσει από τους ιδιοκτήτες των καναλιών να καταβάλουν το 2% του τζίρου τους για τα έτη 2011, 2012, 2013, 2014 -οι ιδιοκτήτες ισχυρίζονται ότι το κράτος χρωστάει σ’ αυτούς και όχι αυτοί στο κράτος- και με την αναμενόμενη πρωτοβουλία της να προχωρήσει σύντομα σε διαγωνισμό για τις συχνότητες (το μέτρο περιλαμβάνεται στη λίστα που έχει καταθέσει στους δανειστές), άνοιξε για μια ακόμη φορά το θέμα των μέσων ενημέρωσης. Η σχέση των κυρίαρχων ΜΜΕ με την πολιτική και οικονομική εξουσία περιγράφεται με τον όρο διαπλοκή.
Τον εισήγαγε στη δημόσια συζήτηση ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, για να καταγγείλει τα συμφέροντα (πολιτικά, οικονομικά, μιντιακά), που συνασπίστηκαν για να τον ρίξουν από την κυβέρνηση.
Πριν απ’ αυτόν ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε προσπαθήσει να εγκαθιδρύσει ένα αντίπαλο, στα τότε ισχυρά μέσα ενημέρωσης, δέος, με τη δημιουργία φιλικών στην κυβέρνησή του δικτύων, αλλά.. απέτυχε παταγωδώς. Οι μέχρι τότε φανατικοί φίλοι του έγιναν ορκισμένοι εχθροί του, έστειλαν τους υποψήφιους ανταγωνιστές τους στη φυλακή (αποδείχθηκαν απατεώνες) και οδήγησαν τον Ανδρέα Παπανδρέου στο Ειδικό Δικαστήριο, για να τον αθωώσουν λίγο αργότερα. Από μάρτυρες κατηγορίας μετατράπηκαν σε μάρτυρες υπεράσπισης. Δεν ήθελαν προφανώς να τον εξοντώσουν, αλλά να τον ανακαλέσουν στην τάξη και, ταυτοχρόνως, να στείλουν το μήνυμα στους επίδοξους μιμητές του, να μην τολμήσουν κάτι ανάλογο, γιατί θα έχουν την ίδια τύχη και αυτοί και τα βαποράκια τους.
Αρκετά χρόνια αργότερα, ένας άλλος πολιτικός με βαρύ όνομα, ο Κώστας Καραμανλής, επιχείρησε να τα βάλει με τους πέντε-έξι νταβατζήδες που κάνουν κουμάντο στον τόπο (δικές του φράσεις), συντάσσοντας τον νόμο περί βασικού μετόχου. Νέο φιάσκο. Εκτοτε, η σύγκρουση των κυβερνήσεων με τη διαπλοκή έμεινε στο ρητορικό επίπεδο, για να φτάσουμε στην περίοδο Σαμαρά-Βενιζέλου, όπου οι σχέσεις ανάμεσα στις πολιτικές, οικονομικές και μιντιακές ελίτ ήταν κάτι παραπάνω από φιλικές, θα λέγαμε ερωτικές: η μία πλευρά στήριξε αναφανδόν τις μνημονιακές πολιτικές και η άλλη αδιαφόρησε για τις εκκρεμότητες που υπήρχαν στο ραδιοτηλεοπτικό τοπίο και προώθησε χαριστικές ρυθμίσεις στη Βουλή.
Σήμερα έχουμε την τρίτη απόπειρα. Στο ίδιο έργο θεατές; Η κυβέρνηση λέει ότι έχει τη βούληση να πάει μέχρι το τέλος την υπόθεση. Δεν αρκεί όμως η βούληση. Χρειάζονται επίσης: καλά οργανωμένο σχέδιο, τεκμηριωμένες προτάσεις, ώστε να μην είναι ευάλωτη στην υποψία ότι στόχος της είναι να επιβάλει καθεστώς ασφυκτικού ελέγχου στην ενημέρωση, αντοχή, γιατί οι αντιδράσεις θα είναι ισχυρές, αλλά και εναλλακτικές λύσεις, γιατί οι απειλές για αντίμετρα (π.χ. μαζικές απολύσεις) ήδη έσκασαν μύτη. (EφΣυν)