Ερωτήματα, κυρίως για τη χρονική συγκυρία, δημιουργεί η απόφαση της κυβέρνησης Τσίπρα να προχωρήσει το πρώτο μεγάλο εξοπλιστικό πρόγραμμα έπειτα από σχεδόν 10 χρόνια, δίνοντας
με απευθείας ανάθεση και διακρατική συμφωνία στις ΗΠΑ (εταιρεία
Lockheed Martin) τον εκσυγχρονισμό πέντε παλαιών αεροσκαφών ναυτικής
συνεργασίας εκτιμώμενου προϋπολογισμού 500 εκατ. δολαρίων.
Όπως αποκαλύπτει ο Μάκης Πολλάτος στην εφημερίδα «Πρώτο Θέμα», η έγκριση δόθηκε την Κυριακή 15 Μαρτίου από τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα έπειτα από εισήγηση του Πάνου Καμμένου και με τη γραπτή έγκριση του υπουργού Εξωτερικών Νίκου Κοτζιά, του αναπληρωτή υπουργού Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης Γιάννη Πανούση, του αναπληρωτή υπουργού Οικονομίας, Ναυτιλίας και Τουρισμού Θοδωρή Δρίτσα και του αρχηγού ΓΕΕΘΑ, στρατηγού Μιχάλη Κωσταράκου (ΚΥΣΕΑ), οι οποίοι επικύρωσαν ομοφώνως την εισήγηση.. του υπουργού Εθνικής Αμυνας. Ηδη η ελληνική κυβέρνηση έδωσε εντολή να εκταμιευθεί η προκαταβολή ύψους 45 εκατ. δολαρίων προς τους Αμερικανούς η οποία σηματοδοτεί την τυπική έναρξη του προγράμματος. Το πρόγραμμα εκσυγχρονισμού πέντε εκ των έξι αεροσκαφών τύπου P-3Β Orion, που σήμερα είναι ηλικίας 35 ετών, θα διαρκέσει επτά χρόνια και έχει στόχο να επιμηκυνθεί ο χρόνος ζωής τους για ακόμη 15.000 ώρες πτήσεων.
Τα συγκεκριμένα αεροσκάφη βρίσκονταν σε υπηρεσία στο Πολεμικό Ναυτικό μέχρι το 2009, οπότε το Ανώτατο Ναυτικό Συμβούλιo αποφάσισε ότι ο εκσυγχρονισμός τους είναι οικονομικά ασύμφορος και προχώρησε στην απόσυρσή τους.
Μετά την αλλαγή κυβέρνησης, το ΓΕΕΘΑ επανέφερε την επιχειρηματολογία του ότι ο εκσυγχρονισμός των υπαρχόντων αεροσκαφών ναυτικής συνεργασίας είναι η συμφερότερη και αποτελεσματικότερη επιλογή για την προάσπιση της εθνικής ασφάλειας.
Ο νέος υπουργός Εθνικής Αμυνας ενημερώθηκε ότι το προβλεπόμενο κόστος του προγράμματος της ριζικής αναβάθμισης των P-3B Orion μαζί με τα εκτιμώμενα κονδύλια για συντήρηση και υποστήριξη του αεροσκάφους μέχρι το 2030 ανερχόταν περίπου σε 500 εκατ. δολάρια με ορίζοντα αποπληρωμής των Αμερικανών το 2021.
Να γιατί προχωρήσαμε στη συμφωνία
Κυβερνητικοί κύκλοι αναφέρουν ότι η απόφαση για τον εκσυγχρονισμό των αεροσκαφών ελήφθη αφενός για να υποστηριχθεί επαρκώς από την Ελλάδα η ΝΑΤΟϊκή επιτήρηση σε Αιγαίο και νοτιοανατολική Μεσόγειο και αφετέρου επειδή το κόστος ανακατασκευής δίνει δουλειά σε εκατοντάδες εργαζόμενους.
Οι ίδιοι κύκλοι υποστηρίζουν πως η αναβάθμιση των αεροσκαφών έγινε ουσιαστικά για εθνικούς λόγους, αφήνοντας ταυτόχρονα αιχμές σε προηγούμενες κυβερνήσεις.
Πιο συγκεκριμένα, αναφέρουν πως τα ηλικίας 25 ετών αεροπλάνα «P-3 Orion» πετούσαν κανονικά μέχρι το 2009. Με απόφαση του τότε υπουργού Άμυνας (του Ευάγγελου Μεϊμαράκης), τα αεροπλάνα καθηλώθηκαν λόγω παλαιότητας, αν και είχαν ακόμα ώρες πτήσης. Αν ο εκσυγχρονισμός τους γινόταν εκείνη την εποχή δεν θα κόστιζε τόσα χρήματα, ενώ οι σκέψεις για αγορά καινούργιων αεροσκαφών δεν προχώρησαν, λόγω της οικονομικής κρίσης που ερχόταν.
Επίσης σημειώνουν πως από το 2009 μέχρι σήμερα το Πολεμικό Ναυτικό έμεινε χωρίς αεροσκάφη ναυτικής συνεργασίας. Το κάθε αεροσκάφος «P -3» μπορεί να πετά επί 12 ώρες συνεχώς και να ελέγχει τεράστιες περιοχές του Αιγαίου και της νοτιοανατολικής Μεσογείου, ελέγχοντας από κινήσεις υποβρυχίων και πλοίων μέχρι μεταναστευτικές ροές, κλπ.
Σύμφωνα -πάντα- με τις ίδιες πηγές, το θέμα δεν είναι κυρίως «ελληνικό» αλλά ΝΑΤΟϊκό. Το NATO θέλει κάθε μέρα για τις δικές του ανάγκες εναέρια επιτήρηση σε Αιγαίο και νοτιοανατολική Μεσόγειο. Χωρίς αεροπλάνα αυτό δεν μπορούσε να γίνει σωστά, υπογραμμίζουν. Στην αρχή χρησιμοποιήθηκαν τα C-130, μετά τα… πυροσβεστικά αεροσκάφη, και στη συνέχεια πλοία. Μετά, τη ΝΑΤΟϊκή επιτήρηση ανέλαβαν οι Τούρκοι που έχουν νέα αεροσκάφη τα CN -235, οι οποίοι πετώντας προς νοτιοανατολική Μεσόγειο περνούν απ’ όλο το Αιγαίο με τις ευλογίες του NATO.
Η Αθήνα πλήρωνε ακριβά το κενό της επιτήρησης στο Αιγαίο -υποστηρίζουν οι ίδιες πηγές-, κυρίως με πλοία τα οποία καταναλώνουν τεράστιες ποσότητες καυσίμων και δεν ήταν αποτελεσματικά.
Συμπερασματικά, οι κυβερνητικοί κύκλοι τονίζουν πως κρίθηκε απαραίτητος ο εκσυγχρονισμός των αεροσκαφών ναυτικής συνεργασίας καθώς το κόστος ανακατασκευής του δίνει δουλειά σε εκατοντάδες εργαζόμενους (εξασφαλίζεται εργασία για 7 χρόνια, σημειώνουν), ενώ υπάρχει και έλεγχος των συνόρων. Τα χρήματα θα δοθούν τμηματικά και μεσομακροπρόθεσμα η ανακατασκευή τους θα επιφέρει μειώσεις στον συνολικό προϋπολογισμό των ενόπλων δυνάμεων, καταλήγουν οι ίδιες πηγές.
Όπως αποκαλύπτει ο Μάκης Πολλάτος στην εφημερίδα «Πρώτο Θέμα», η έγκριση δόθηκε την Κυριακή 15 Μαρτίου από τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα έπειτα από εισήγηση του Πάνου Καμμένου και με τη γραπτή έγκριση του υπουργού Εξωτερικών Νίκου Κοτζιά, του αναπληρωτή υπουργού Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης Γιάννη Πανούση, του αναπληρωτή υπουργού Οικονομίας, Ναυτιλίας και Τουρισμού Θοδωρή Δρίτσα και του αρχηγού ΓΕΕΘΑ, στρατηγού Μιχάλη Κωσταράκου (ΚΥΣΕΑ), οι οποίοι επικύρωσαν ομοφώνως την εισήγηση.. του υπουργού Εθνικής Αμυνας. Ηδη η ελληνική κυβέρνηση έδωσε εντολή να εκταμιευθεί η προκαταβολή ύψους 45 εκατ. δολαρίων προς τους Αμερικανούς η οποία σηματοδοτεί την τυπική έναρξη του προγράμματος. Το πρόγραμμα εκσυγχρονισμού πέντε εκ των έξι αεροσκαφών τύπου P-3Β Orion, που σήμερα είναι ηλικίας 35 ετών, θα διαρκέσει επτά χρόνια και έχει στόχο να επιμηκυνθεί ο χρόνος ζωής τους για ακόμη 15.000 ώρες πτήσεων.
Τα συγκεκριμένα αεροσκάφη βρίσκονταν σε υπηρεσία στο Πολεμικό Ναυτικό μέχρι το 2009, οπότε το Ανώτατο Ναυτικό Συμβούλιo αποφάσισε ότι ο εκσυγχρονισμός τους είναι οικονομικά ασύμφορος και προχώρησε στην απόσυρσή τους.
Μετά την αλλαγή κυβέρνησης, το ΓΕΕΘΑ επανέφερε την επιχειρηματολογία του ότι ο εκσυγχρονισμός των υπαρχόντων αεροσκαφών ναυτικής συνεργασίας είναι η συμφερότερη και αποτελεσματικότερη επιλογή για την προάσπιση της εθνικής ασφάλειας.
Ο νέος υπουργός Εθνικής Αμυνας ενημερώθηκε ότι το προβλεπόμενο κόστος του προγράμματος της ριζικής αναβάθμισης των P-3B Orion μαζί με τα εκτιμώμενα κονδύλια για συντήρηση και υποστήριξη του αεροσκάφους μέχρι το 2030 ανερχόταν περίπου σε 500 εκατ. δολάρια με ορίζοντα αποπληρωμής των Αμερικανών το 2021.
Να γιατί προχωρήσαμε στη συμφωνία
Κυβερνητικοί κύκλοι αναφέρουν ότι η απόφαση για τον εκσυγχρονισμό των αεροσκαφών ελήφθη αφενός για να υποστηριχθεί επαρκώς από την Ελλάδα η ΝΑΤΟϊκή επιτήρηση σε Αιγαίο και νοτιοανατολική Μεσόγειο και αφετέρου επειδή το κόστος ανακατασκευής δίνει δουλειά σε εκατοντάδες εργαζόμενους.
Οι ίδιοι κύκλοι υποστηρίζουν πως η αναβάθμιση των αεροσκαφών έγινε ουσιαστικά για εθνικούς λόγους, αφήνοντας ταυτόχρονα αιχμές σε προηγούμενες κυβερνήσεις.
Πιο συγκεκριμένα, αναφέρουν πως τα ηλικίας 25 ετών αεροπλάνα «P-3 Orion» πετούσαν κανονικά μέχρι το 2009. Με απόφαση του τότε υπουργού Άμυνας (του Ευάγγελου Μεϊμαράκης), τα αεροπλάνα καθηλώθηκαν λόγω παλαιότητας, αν και είχαν ακόμα ώρες πτήσης. Αν ο εκσυγχρονισμός τους γινόταν εκείνη την εποχή δεν θα κόστιζε τόσα χρήματα, ενώ οι σκέψεις για αγορά καινούργιων αεροσκαφών δεν προχώρησαν, λόγω της οικονομικής κρίσης που ερχόταν.
Επίσης σημειώνουν πως από το 2009 μέχρι σήμερα το Πολεμικό Ναυτικό έμεινε χωρίς αεροσκάφη ναυτικής συνεργασίας. Το κάθε αεροσκάφος «P -3» μπορεί να πετά επί 12 ώρες συνεχώς και να ελέγχει τεράστιες περιοχές του Αιγαίου και της νοτιοανατολικής Μεσογείου, ελέγχοντας από κινήσεις υποβρυχίων και πλοίων μέχρι μεταναστευτικές ροές, κλπ.
Σύμφωνα -πάντα- με τις ίδιες πηγές, το θέμα δεν είναι κυρίως «ελληνικό» αλλά ΝΑΤΟϊκό. Το NATO θέλει κάθε μέρα για τις δικές του ανάγκες εναέρια επιτήρηση σε Αιγαίο και νοτιοανατολική Μεσόγειο. Χωρίς αεροπλάνα αυτό δεν μπορούσε να γίνει σωστά, υπογραμμίζουν. Στην αρχή χρησιμοποιήθηκαν τα C-130, μετά τα… πυροσβεστικά αεροσκάφη, και στη συνέχεια πλοία. Μετά, τη ΝΑΤΟϊκή επιτήρηση ανέλαβαν οι Τούρκοι που έχουν νέα αεροσκάφη τα CN -235, οι οποίοι πετώντας προς νοτιοανατολική Μεσόγειο περνούν απ’ όλο το Αιγαίο με τις ευλογίες του NATO.
Η Αθήνα πλήρωνε ακριβά το κενό της επιτήρησης στο Αιγαίο -υποστηρίζουν οι ίδιες πηγές-, κυρίως με πλοία τα οποία καταναλώνουν τεράστιες ποσότητες καυσίμων και δεν ήταν αποτελεσματικά.
Συμπερασματικά, οι κυβερνητικοί κύκλοι τονίζουν πως κρίθηκε απαραίτητος ο εκσυγχρονισμός των αεροσκαφών ναυτικής συνεργασίας καθώς το κόστος ανακατασκευής του δίνει δουλειά σε εκατοντάδες εργαζόμενους (εξασφαλίζεται εργασία για 7 χρόνια, σημειώνουν), ενώ υπάρχει και έλεγχος των συνόρων. Τα χρήματα θα δοθούν τμηματικά και μεσομακροπρόθεσμα η ανακατασκευή τους θα επιφέρει μειώσεις στον συνολικό προϋπολογισμό των ενόπλων δυνάμεων, καταλήγουν οι ίδιες πηγές.