Ενας πλάτανος που είχε αναπτυχθεί δίπλα στο ένα βάθρο του ιστορικού γεφυριού της Πλάκας στα Τζουμέρκα έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην κατάρρευσή του, την 1η Φεβρουαρίου, μετά από τις δυνατές βροχές.
Οπως προκύπτει από την πρόδρομη έκθεση της ομάδας εμπειρογνωμόνων του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, το δέντρο είχε αναπτύξει τις ρίζες του κάτω από έναν ογκόλιθο, στον οποίο είχε εδραστεί το ανατολικό βάθρο της γέφυρας, και όταν κατέρρευσε υπό την ισχυρή πίεση του νερού του Αράχθου λειτούργησε ως μοχλός, πολλαπλασιάζοντας την υδατική δύναμη που ασκούνταν στο βάθρο του μνημείου.
Σύμφωνα με τις διαπιστώσεις των επιστημόνων, οι κλυδωνισμοί που προκλήθηκαν από την ωστική δράση του ποταμού επί του ανατολικού βάθρου, το οποίο είχε επί χρόνια υποσκαφεί στο θεμέλιό του, είχαν ως αποτέλεσμα να καταρρεύσει αρχικά το μεσαίο τμήμα του μεγάλου τόξου (βάρους.. περίπου 300 τόνων) και στη συνέχεια το ίδιο το ανατολικό βάθρο, μαζί με το μέρος του τόξου, συνολικού βάρους 1.200 τόνων.
Οπως διαπιστώθηκε, το συγκεκριμένο βάθρο είχε εδραστεί σε ασβεστολιθικό ογκόλιθο. Οι εμπειρογνώμονες πιθανολογούν πως οι τεχνίτες της εποχής υπερεκτίμησαν το μέγεθος αυτού του ογκόλιθου, θεωρώντας ότι αποτελεί τμήμα ενός σταθερού υποβάθρου και όχι μεμονωμένο βράχο, όπως πράγματι είναι.
Σε απόσταση μικρότερη από ένα μέτρο ανάντη του βάθρου είχε αναπτυχθεί ένας πλάτανος με σημερινή διάμετρο κορμού περίπου 60 cm. Το έδαφος μεταξύ του δέντρου και του βάθρου είχε διαβρωθεί λόγω της στροβιλώδους ροής που δημιουργείται στην εσοχή μεταξύ τους.
Φαίνεται πως οι ρίζες του πλατάνου είχαν διεισδύσει κάτω από τον ογκόλιθο και προκάλεσαν μετακινήσεις του θεμελίου κατά την πτώση του δέντρου.
Ταυτόχρονα, όπως περιγράφεται, «η πίεση της ροής του ποταμού στους κλάδους του πεσμένου πλέον δέντρου μεταφέρθηκε στον κορμό του, ο οποίος ακούμπησε στη γωνία του βάθρου και την πίεσε έντονα, με το πεσμένο δέντρο να λειτουργεί ως μοχλός, πιέζοντας το βάθρο της γέφυρας με υπομόχλιο τη θέση της ρίζας του».
- από ρεπορτάζ του Βασίλη Ιγνατιάδη στην εφημςερίδα «Εθνος»
Οπως προκύπτει από την πρόδρομη έκθεση της ομάδας εμπειρογνωμόνων του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, το δέντρο είχε αναπτύξει τις ρίζες του κάτω από έναν ογκόλιθο, στον οποίο είχε εδραστεί το ανατολικό βάθρο της γέφυρας, και όταν κατέρρευσε υπό την ισχυρή πίεση του νερού του Αράχθου λειτούργησε ως μοχλός, πολλαπλασιάζοντας την υδατική δύναμη που ασκούνταν στο βάθρο του μνημείου.
Σύμφωνα με τις διαπιστώσεις των επιστημόνων, οι κλυδωνισμοί που προκλήθηκαν από την ωστική δράση του ποταμού επί του ανατολικού βάθρου, το οποίο είχε επί χρόνια υποσκαφεί στο θεμέλιό του, είχαν ως αποτέλεσμα να καταρρεύσει αρχικά το μεσαίο τμήμα του μεγάλου τόξου (βάρους.. περίπου 300 τόνων) και στη συνέχεια το ίδιο το ανατολικό βάθρο, μαζί με το μέρος του τόξου, συνολικού βάρους 1.200 τόνων.
Οπως διαπιστώθηκε, το συγκεκριμένο βάθρο είχε εδραστεί σε ασβεστολιθικό ογκόλιθο. Οι εμπειρογνώμονες πιθανολογούν πως οι τεχνίτες της εποχής υπερεκτίμησαν το μέγεθος αυτού του ογκόλιθου, θεωρώντας ότι αποτελεί τμήμα ενός σταθερού υποβάθρου και όχι μεμονωμένο βράχο, όπως πράγματι είναι.
Σε απόσταση μικρότερη από ένα μέτρο ανάντη του βάθρου είχε αναπτυχθεί ένας πλάτανος με σημερινή διάμετρο κορμού περίπου 60 cm. Το έδαφος μεταξύ του δέντρου και του βάθρου είχε διαβρωθεί λόγω της στροβιλώδους ροής που δημιουργείται στην εσοχή μεταξύ τους.
Φαίνεται πως οι ρίζες του πλατάνου είχαν διεισδύσει κάτω από τον ογκόλιθο και προκάλεσαν μετακινήσεις του θεμελίου κατά την πτώση του δέντρου.
Ταυτόχρονα, όπως περιγράφεται, «η πίεση της ροής του ποταμού στους κλάδους του πεσμένου πλέον δέντρου μεταφέρθηκε στον κορμό του, ο οποίος ακούμπησε στη γωνία του βάθρου και την πίεσε έντονα, με το πεσμένο δέντρο να λειτουργεί ως μοχλός, πιέζοντας το βάθρο της γέφυρας με υπομόχλιο τη θέση της ρίζας του».
- από ρεπορτάζ του Βασίλη Ιγνατιάδη στην εφημςερίδα «Εθνος»