Του Κωνσταντίνου Πουλή
Τώρα που η Γιάννα Αγγελοπούλου παίρνει πάλι τη θέση που της αξίζει στην πολιτική μας επικαιρότητα, ήρθε η ώρα να πάρουν τον λόγο οι επαΐοντες. Ανήκω λοιπόν σε αυτούς που έχουν διαβάσει με προσοχή τις 472 σελίδες του βιβλίου της (τόσες είναι και όντως τις διάβασα) και θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας τα συμπεράσματά μου.
Ήθελα από καιρό να μιλήσω γι’ αυτό το βιβλίο, και η συνάντησή της με τον Αλέξη Τσίπρα μού έδωσε την αφορμή.
Η πλήξη στις αυτοβιογραφίες προέρχεται συνήθως από τον εξωραϊσμό. Από την απομάκρυνση του ασήμαντου ή αυτού που θα έπρεπε να προκαλεί ντροπή. Το συναρπαστικό στοιχείο της αυτοβιογραφίας της Γιάννας Αγγελοπούλου, η πηγή της λογοτεχνικότητάς της, με μια έννοια, είναι η μέχρι ανατριχίλας ωμότητα, ο διάχυτος κυνισμός της, που την καθιστά ένα πραγματικά απολαυστικό ανάγνωσμα. Ένα μάθημα ανθρωπογνωσίας, και συγκεκριμένα ένα μάθημα ανθρωπογνωσίας μέσα.. στον καπιταλισμό.
Το βιβλίο είναι γεμάτο από μικρές ιστορίες με μεγάλη διεισδυτικότητα, όπως (καλά, τηρουμένων των αναλογιών) όταν ο Αγαμέμνων πατάει το πορφυρό χαλί στην Ορέστεια: πρόκειται για χειρονομίες που συμπυκνώνουν και συμβολίζουν το πρόσωπο. Όταν κάποιος υπουργός κάνει το λάθος να μετακινήσει την τσάντα croco Hermès που ήταν τοποθετημένη δίπλα στον πρωθυπουργό Σημίτη, η Γιάννα αντιδρά λέγοντας: «ΠΟΤΕ, ΜΑ ΠΟΤΕ να μην ξαναγγίξεις την τσάντα μου ή τα προσωπικά μου έγγραφα!» και ο Σημίτης συμπληρώνει: «Η θέση της κυρίας Αγγελοπούλου είναι εδώ, δίπλα στη δική μου».
Στο βιβλίο αυτό μπορεί κανείς να ακούσει τη Γιάννα να εξηγεί πώς χώρισε τον πρώτο άντρα της γιατί ήταν (συγκριτικά) φτωχός: «Έδειχνε εύπορος, έδειχνε να έχει καλή δουλειά και λαμπρές προοπτικές για το μέλλον – ή πάντως έτσι άφηνε να εννοηθεί […] Όμως αντί για τη δουλειά, αυτός προτιμούσε να παίζει τάβλι (σ.76). Η εικόνα συμπληρώνεται ακόμη γλαφυρότερα όταν αναφέρει ότι «έφτασ[ε] να τον βοηθήσ[ει] οικονομικά – πράγμα που δεν έχει γίνει ευρύτερα γνωστό» – απλώς το έγραψε στο βιβλίο (143).
Μαθαίνουμε, επίσης, πώς κατάφερε να εξασφαλίσει μια πρόσκληση στο δείπνο της οικογένειας Αγγελοπούλου που της άλλαξε τη ζωή, στο Φανάρι. Οι λεπτομέρειες για την επιμονή της, τα αλλεπάλληλα τηλεφωνήματα σε αγνώστους, σε εκκλησιαστικούς, σε πολιτικούς, μέχρι να καταφέρει να γνωρίσει τον Θόδωρο, είναι συναρπαστικότατες. Γιατί κανονικά ο άνθρωπος της εξουσίας ντρέπεται να αποκαλύψει το γλείψιμο που τον οδήγησε ώς εκεί. Η Γιάννα όμως δεν ντρέπεται. Δεν ντρέπεται καθόλου.
- διαβάστε τη συνέχεια στο thepressproject
Τώρα που η Γιάννα Αγγελοπούλου παίρνει πάλι τη θέση που της αξίζει στην πολιτική μας επικαιρότητα, ήρθε η ώρα να πάρουν τον λόγο οι επαΐοντες. Ανήκω λοιπόν σε αυτούς που έχουν διαβάσει με προσοχή τις 472 σελίδες του βιβλίου της (τόσες είναι και όντως τις διάβασα) και θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας τα συμπεράσματά μου.
Ήθελα από καιρό να μιλήσω γι’ αυτό το βιβλίο, και η συνάντησή της με τον Αλέξη Τσίπρα μού έδωσε την αφορμή.
Η πλήξη στις αυτοβιογραφίες προέρχεται συνήθως από τον εξωραϊσμό. Από την απομάκρυνση του ασήμαντου ή αυτού που θα έπρεπε να προκαλεί ντροπή. Το συναρπαστικό στοιχείο της αυτοβιογραφίας της Γιάννας Αγγελοπούλου, η πηγή της λογοτεχνικότητάς της, με μια έννοια, είναι η μέχρι ανατριχίλας ωμότητα, ο διάχυτος κυνισμός της, που την καθιστά ένα πραγματικά απολαυστικό ανάγνωσμα. Ένα μάθημα ανθρωπογνωσίας, και συγκεκριμένα ένα μάθημα ανθρωπογνωσίας μέσα.. στον καπιταλισμό.
Το βιβλίο είναι γεμάτο από μικρές ιστορίες με μεγάλη διεισδυτικότητα, όπως (καλά, τηρουμένων των αναλογιών) όταν ο Αγαμέμνων πατάει το πορφυρό χαλί στην Ορέστεια: πρόκειται για χειρονομίες που συμπυκνώνουν και συμβολίζουν το πρόσωπο. Όταν κάποιος υπουργός κάνει το λάθος να μετακινήσει την τσάντα croco Hermès που ήταν τοποθετημένη δίπλα στον πρωθυπουργό Σημίτη, η Γιάννα αντιδρά λέγοντας: «ΠΟΤΕ, ΜΑ ΠΟΤΕ να μην ξαναγγίξεις την τσάντα μου ή τα προσωπικά μου έγγραφα!» και ο Σημίτης συμπληρώνει: «Η θέση της κυρίας Αγγελοπούλου είναι εδώ, δίπλα στη δική μου».
Στο βιβλίο αυτό μπορεί κανείς να ακούσει τη Γιάννα να εξηγεί πώς χώρισε τον πρώτο άντρα της γιατί ήταν (συγκριτικά) φτωχός: «Έδειχνε εύπορος, έδειχνε να έχει καλή δουλειά και λαμπρές προοπτικές για το μέλλον – ή πάντως έτσι άφηνε να εννοηθεί […] Όμως αντί για τη δουλειά, αυτός προτιμούσε να παίζει τάβλι (σ.76). Η εικόνα συμπληρώνεται ακόμη γλαφυρότερα όταν αναφέρει ότι «έφτασ[ε] να τον βοηθήσ[ει] οικονομικά – πράγμα που δεν έχει γίνει ευρύτερα γνωστό» – απλώς το έγραψε στο βιβλίο (143).
Μαθαίνουμε, επίσης, πώς κατάφερε να εξασφαλίσει μια πρόσκληση στο δείπνο της οικογένειας Αγγελοπούλου που της άλλαξε τη ζωή, στο Φανάρι. Οι λεπτομέρειες για την επιμονή της, τα αλλεπάλληλα τηλεφωνήματα σε αγνώστους, σε εκκλησιαστικούς, σε πολιτικούς, μέχρι να καταφέρει να γνωρίσει τον Θόδωρο, είναι συναρπαστικότατες. Γιατί κανονικά ο άνθρωπος της εξουσίας ντρέπεται να αποκαλύψει το γλείψιμο που τον οδήγησε ώς εκεί. Η Γιάννα όμως δεν ντρέπεται. Δεν ντρέπεται καθόλου.
- διαβάστε τη συνέχεια στο thepressproject