Μια Δέσποινα Στυλιανοπούλου κυβερνητική εκπρόσωπος
Δεν ξέρω πώς είναι στην ιδιωτική της ζωή η Σοφία Βούλτεψη αλλά στη δημόσια ζωή έχει ένα πρόβλημα. Μιλά και φέρεται σαν να βρίσκεται στην ιδιωτική της ζωή. Πιθανώς είναι η τηλεοπτική περσόνα που δημιούργησε την εποχή που αλώνιζε τα πάνελ και ξεκινούσε τον καυγά πριν ακόμα πάρει τον λόγο, εκεί όπου το δημόσιο και ιδιωτικό μπερδεύονται (ο πανελίστας δεν μπορεί να είναι πρόσωπο του χορού, πρέπει να είναι αναγνωρίσιμος καρατερίστας). Πιθανώς πάλι έτσι να αντιλαμβανεται τη δημόσια παρουσία της. Σαν πρωινό τηλεφώνημα στη συνυφάδα της, σαν θυμωμένη αφήγηση στο κομμωτήριο, σαν μαλλιοτράβηγμα με τη γειτόνισσα.
Αν το καλοσκεφτείτε τον χαρακτήρα αυτόν τον έχετε συναντήσει πολλές φορές στην επιθεώρηση, στο παλιό ελληνικό σινεμά (τον έπαιζε έξοχα η Δέσποινα Στυλιανοπούλου), στη γειτονιά σας. Είναι οι.. άνθρωποι, άντρες και γυναίκες, που ξεκινάνε μία συζήτηση εξ αρχής θυμωμένοι, σε υψηλούς (σταθερής έντασης) τόνους, χωρίς ποτέ να χαμογελούν και χωρίς ασφαλώς να πείθοντα από τον αντίλογο, τον οποίον έτσι κι αλλιώς δεν ακούνε. Κυρίως χωρίς να έχουν αίσθηση των συμβάσεων του δημόσιου χώρου.
Έτσι, κυριολεκτικά λένε ό,τι νάναι.
Πετάει ας πούμε μία κοτσάνα «τα λεφτά που έδωσαν οι Έλληνες για ακίνητα είναι χαμένα λεφτά», και δεν συνειδητοποιεί ότι με καφενειακή ελαφρότητα διαπερνά το θεμελιώδες δράμα εκατομμυρίων Ελλήνων. Δεν είναι ειλικρίνεια, ούτε καν κυνισμός, είναι ασυγχώρητη επιπολαιότητα. Αλλά όταν μιλάς στη γειτόνισσα λες ό,τι σου κατέβει. Προς επίρρωση πετάς και ένα «εγώ δεν πιστεύω στην ακίνητη περιουσία, είμαι ακτήμων». Τι είναι η γειτόνισσα; Δημοσιογράφος για να ψάξει το πόθεν έσχες σου και να βρεί ότι έχεις δυό τρία πανάκριβα ακίνητα; Ξοδεύσεις αλόγιστα φτηνές και εύκολες κουβέντες, κυρίως αν έχεις το χάρισμα της γλώσσας -ροδάνι. Μιλάς σαν να μη σε ακούνε τρίτοι- όμως σε ακούνε. Και όταν η ίδια η πραγματικότητα σε επαναφέρει στη σκληρή δημόσια σφαίρα αναγκάζεσαι να μιλάς για παρερμηνείες και να χαλάς και το στυλ σου.
Όταν η Σοφία λέει στη συνυφάδα της ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει ένοπλες συνιστώσες είναι μια μπούρδα από τις πολλές που πέφτουν κάτω. Όταν η κυβερνητική εκπρόσωπος καταγγέλλει ότι το κόμμα της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης έχει ένοπλα τμήματα τότε πρόκειται για ανωμαλία του πολιτεύματος ή για λόγο να πάει σπίτι της. Στην κουμπάρα σου μπορεί να πεις «και τι είναι ο Τσίπρας, ο Κάστρο για να του δώσουμε 8 ώρες την τηλεόραση;» Δημοσίως όμως, ως θεσμικό πρόσωπο, οφείλεις να αναφέρεσαι με σεβασμό στο πρόσωπο του Αρχηγού της Αξιωματικής αντιπολίτευσης όσο και αν σου ανακατεύει το στομάχι ο Τσίπρας.
Το ξέρω ότι όλοι αυτοί δεν είναι λόγοι που θα πείσουν τον Πρωθυπουργό ότι η κ. Βούλτεψη δεν κάνει για τη δουλειά που της έχει αναθέσει. Ο κ. Σαμαράς σίγουρα τα ήξερε όλα αυτά από πριν και πιθανώς ήταν ακριβώς και τα προσόντα που εκτίμησε. Του διαφεύγει κάτι. Τους χαρακτήρες «Δέσποινα Στυλιανοπούλου» η χαρά δεν τους αφήνει να κρυφτούν. Έχοντας πάρει διαζύγιο με τις συμβάσεις και τις τυπικότητες δεν φρενάρει πουθενά. Και εκεί που με χίλια βάσανα προσπαθούσαν να πουν ότι η ΝΕΡΙΤ είναι ανεξάρτητη, πετά ένα «να του δώσουμε 8 ώρες» και κάνει βούκινο στο πανελλήνιο την παρεμβασάρα.
Aνδρέας Πετρουλάκης (protagon)
Δεν ξέρω πώς είναι στην ιδιωτική της ζωή η Σοφία Βούλτεψη αλλά στη δημόσια ζωή έχει ένα πρόβλημα. Μιλά και φέρεται σαν να βρίσκεται στην ιδιωτική της ζωή. Πιθανώς είναι η τηλεοπτική περσόνα που δημιούργησε την εποχή που αλώνιζε τα πάνελ και ξεκινούσε τον καυγά πριν ακόμα πάρει τον λόγο, εκεί όπου το δημόσιο και ιδιωτικό μπερδεύονται (ο πανελίστας δεν μπορεί να είναι πρόσωπο του χορού, πρέπει να είναι αναγνωρίσιμος καρατερίστας). Πιθανώς πάλι έτσι να αντιλαμβανεται τη δημόσια παρουσία της. Σαν πρωινό τηλεφώνημα στη συνυφάδα της, σαν θυμωμένη αφήγηση στο κομμωτήριο, σαν μαλλιοτράβηγμα με τη γειτόνισσα.
Αν το καλοσκεφτείτε τον χαρακτήρα αυτόν τον έχετε συναντήσει πολλές φορές στην επιθεώρηση, στο παλιό ελληνικό σινεμά (τον έπαιζε έξοχα η Δέσποινα Στυλιανοπούλου), στη γειτονιά σας. Είναι οι.. άνθρωποι, άντρες και γυναίκες, που ξεκινάνε μία συζήτηση εξ αρχής θυμωμένοι, σε υψηλούς (σταθερής έντασης) τόνους, χωρίς ποτέ να χαμογελούν και χωρίς ασφαλώς να πείθοντα από τον αντίλογο, τον οποίον έτσι κι αλλιώς δεν ακούνε. Κυρίως χωρίς να έχουν αίσθηση των συμβάσεων του δημόσιου χώρου.
Έτσι, κυριολεκτικά λένε ό,τι νάναι.
Πετάει ας πούμε μία κοτσάνα «τα λεφτά που έδωσαν οι Έλληνες για ακίνητα είναι χαμένα λεφτά», και δεν συνειδητοποιεί ότι με καφενειακή ελαφρότητα διαπερνά το θεμελιώδες δράμα εκατομμυρίων Ελλήνων. Δεν είναι ειλικρίνεια, ούτε καν κυνισμός, είναι ασυγχώρητη επιπολαιότητα. Αλλά όταν μιλάς στη γειτόνισσα λες ό,τι σου κατέβει. Προς επίρρωση πετάς και ένα «εγώ δεν πιστεύω στην ακίνητη περιουσία, είμαι ακτήμων». Τι είναι η γειτόνισσα; Δημοσιογράφος για να ψάξει το πόθεν έσχες σου και να βρεί ότι έχεις δυό τρία πανάκριβα ακίνητα; Ξοδεύσεις αλόγιστα φτηνές και εύκολες κουβέντες, κυρίως αν έχεις το χάρισμα της γλώσσας -ροδάνι. Μιλάς σαν να μη σε ακούνε τρίτοι- όμως σε ακούνε. Και όταν η ίδια η πραγματικότητα σε επαναφέρει στη σκληρή δημόσια σφαίρα αναγκάζεσαι να μιλάς για παρερμηνείες και να χαλάς και το στυλ σου.
Όταν η Σοφία λέει στη συνυφάδα της ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει ένοπλες συνιστώσες είναι μια μπούρδα από τις πολλές που πέφτουν κάτω. Όταν η κυβερνητική εκπρόσωπος καταγγέλλει ότι το κόμμα της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης έχει ένοπλα τμήματα τότε πρόκειται για ανωμαλία του πολιτεύματος ή για λόγο να πάει σπίτι της. Στην κουμπάρα σου μπορεί να πεις «και τι είναι ο Τσίπρας, ο Κάστρο για να του δώσουμε 8 ώρες την τηλεόραση;» Δημοσίως όμως, ως θεσμικό πρόσωπο, οφείλεις να αναφέρεσαι με σεβασμό στο πρόσωπο του Αρχηγού της Αξιωματικής αντιπολίτευσης όσο και αν σου ανακατεύει το στομάχι ο Τσίπρας.
Το ξέρω ότι όλοι αυτοί δεν είναι λόγοι που θα πείσουν τον Πρωθυπουργό ότι η κ. Βούλτεψη δεν κάνει για τη δουλειά που της έχει αναθέσει. Ο κ. Σαμαράς σίγουρα τα ήξερε όλα αυτά από πριν και πιθανώς ήταν ακριβώς και τα προσόντα που εκτίμησε. Του διαφεύγει κάτι. Τους χαρακτήρες «Δέσποινα Στυλιανοπούλου» η χαρά δεν τους αφήνει να κρυφτούν. Έχοντας πάρει διαζύγιο με τις συμβάσεις και τις τυπικότητες δεν φρενάρει πουθενά. Και εκεί που με χίλια βάσανα προσπαθούσαν να πουν ότι η ΝΕΡΙΤ είναι ανεξάρτητη, πετά ένα «να του δώσουμε 8 ώρες» και κάνει βούκινο στο πανελλήνιο την παρεμβασάρα.
Aνδρέας Πετρουλάκης (protagon)