Με πρωτοσέλιδο τίτλο «Hanno ucciso l΄ Unita» («Δολοφόνησαν την Oυνιτά»), η εφημερίδα-ιστορική φωνή της ιταλικής Αριστεράς, που ίδρυσε ο Αντόνιο Γκράμσι, ένας από τους ηγέτες του ιταλικού κομμουνιστικού κινήματος, προανήγγειλε την αναστολή της έκδοσής της ύστερα από 90 χρόνια κυκλοφορίας.
Εκτός από ένα τρισέλιδο αφιερωμένο στους λόγους διακοπής της κυκλοφορίας της και μία ολοσέλιδη καταχώριση του διαδικτυακού της βιβλιοπωλείου, οι υπόλοιπες σελίδες της 20σέλιδης έκδοσης ήταν λευκές. Ο διευθυντής της, Λούκα Λαντό, τόνισε ότι είναι ακατανόητος ο λόγος για τον οποίο δεν μπόρεσε να βρεθεί μια λύση ώστε να αποφευχθεί η απώλεια ογδόντα θέσεων εργασίας. Η εφημερίδα L'Unita, η οποία ιδρύθηκε το 1924 από τον Γκράμσι ως η «εφημερίδα των εργατών και των αγροτών», ήταν το επίσημο όργανο της κεντρικής επιτροπής του ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, επέζησε τη φασιστική περίοδο κυκλοφορώντας παράνομα, αλλά ύστερα από τη διάλυση του κόμματος τη δεκαετία του '90 κατάφερε να επιβιώσει, κλείνοντας μόνο .. για μία σύντομη περίοδο το 2000. Κυκλοφόρησε ξανά τον Μάρτιο του 2001 υπό την εκδοτική εταιρεία Baldini & Castoldi, που δεν συνδέεται επισήμως με το Δημοκρατικό Κόμμα, ωστόσο το κόμμα διατήρησε ένα μειοψηφικό πακέτο μετοχών.
Η έλευση της διαδικτυακής εποχής, η οικονομική κρίση στην Ιταλία αλλά και ο αποπροσανατολισμός της ιταλικής Αριστεράς ύστερα από την άνοδο στην εξουσία του Ρέντσι, που άφησε την εφημερίδα να προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στο ισχυρό ευρωκομμουνιστικό παρελθόν της και στο κεντροαριστερό μέλλον του Δημοκρατικού Κόμματος, συνετέλεσαν σημαντικά στην κυκλοφοριακή πτώση της, καθώς έφτασε να πουλάει 20.000 φύλλα την ημέρα. Ταυτόχρονα τα χρέη συσσωρεύονταν μέρα με τη μέρα κι έφτασαν να ξεπερνούν τα διακόσια πενήντα εκατομμύρια ευρώ.
Η διοίκηση της εφημερίδας είχε ζητήσει 1,6 εκατομμύρια ευρώ για να εγγυηθεί τη βιωσιμότητα της εφημερίδας μέχρι τον Σεπτέμβριο, ωστόσο, η συνάντηση που είχαν την Τρίτη οι μέτοχοι κατέληξε στο να απορριφθούν τρεις προτάσεις. Μεταξύ των προτάσεων βρισκόταν και μία της δεξιάς βουλευτού Ντανιέλα Σαντανκέ και μία ενός από τους στενότερους συνεργάτες του πρώην πρωθυπουργού Σίλβιο Μπερλουσκόνι, γεγονός ενδεικτικό τους χάους που επικρατούσε μεταξύ των μετόχων.
Επιπλέον, αν και το κεντροαριστερό Δημοκρατικό Κόμμα είχε υποσχεθεί να βοηθήσει, μάλιστα ο ίδιος ο Ρέντσι είχε υπογραμμίσει ότι η εφημερίδα πρέπει να σωθεί, λαμβάνοντας υπόψη και την τεράστια ιστορική κληρονομιά της, όπως και τη σημασία της για τη σύγχρονη ιστορία της χώρας, ένιψε τελικά τας χείρας του, ανακοινώνοντας ότι δεν ευθύνεται για τα προβλήματα της εφημερίδας. Και ο Ρέντσι έγραψε στο Διαδίκτυο πως «αν η L' Unita ανήκε ακόμη στο κόμμα μας, δεν θα έκλεινε».
Η «ευθύνη ανήκει σε εκείνους που είχαν μέχρι σήμερα τη διαχείρισή της», υπερθεμάτισε ο ταμίας του κόμματος Φραντσέσκο Μπονιφάτσι, αλλά πρόσθεσε ότι το «PD δεσμεύεται κατά 100% να βρεθεί λύση. Θα σώσουμε την Unita», δήλωσε.
Οι δημοσιογράφοι της εφημερίδας, πάντως, δεν φάνηκαν να εντυπωσιάζονται απ' αυτές τις υποσχέσεις και κατηγόρησαν το Δημοκρατικό Κόμμα ότι τους εγκατέλειψε, παρά τις ελπίδες που είχαν ότι θα τους βοηθούσε.
Οι ίδιοι πάντως, που εργάζονταν απλήρωτοι το τελευταίο τρίμηνο, κινητοποιήθηκαν με κάθε τρόπο: αφαιρώντας τις υπογραφές τους από τα άρθρα σε ένδειξη διαμαρτυρίας και με εκκλήσεις μέσω Διαδικτύου και βίντεο-μηνύματα για να σωθεί η εφημερίδα.
Εκτός από ένα τρισέλιδο αφιερωμένο στους λόγους διακοπής της κυκλοφορίας της και μία ολοσέλιδη καταχώριση του διαδικτυακού της βιβλιοπωλείου, οι υπόλοιπες σελίδες της 20σέλιδης έκδοσης ήταν λευκές. Ο διευθυντής της, Λούκα Λαντό, τόνισε ότι είναι ακατανόητος ο λόγος για τον οποίο δεν μπόρεσε να βρεθεί μια λύση ώστε να αποφευχθεί η απώλεια ογδόντα θέσεων εργασίας. Η εφημερίδα L'Unita, η οποία ιδρύθηκε το 1924 από τον Γκράμσι ως η «εφημερίδα των εργατών και των αγροτών», ήταν το επίσημο όργανο της κεντρικής επιτροπής του ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, επέζησε τη φασιστική περίοδο κυκλοφορώντας παράνομα, αλλά ύστερα από τη διάλυση του κόμματος τη δεκαετία του '90 κατάφερε να επιβιώσει, κλείνοντας μόνο .. για μία σύντομη περίοδο το 2000. Κυκλοφόρησε ξανά τον Μάρτιο του 2001 υπό την εκδοτική εταιρεία Baldini & Castoldi, που δεν συνδέεται επισήμως με το Δημοκρατικό Κόμμα, ωστόσο το κόμμα διατήρησε ένα μειοψηφικό πακέτο μετοχών.
Η έλευση της διαδικτυακής εποχής, η οικονομική κρίση στην Ιταλία αλλά και ο αποπροσανατολισμός της ιταλικής Αριστεράς ύστερα από την άνοδο στην εξουσία του Ρέντσι, που άφησε την εφημερίδα να προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στο ισχυρό ευρωκομμουνιστικό παρελθόν της και στο κεντροαριστερό μέλλον του Δημοκρατικού Κόμματος, συνετέλεσαν σημαντικά στην κυκλοφοριακή πτώση της, καθώς έφτασε να πουλάει 20.000 φύλλα την ημέρα. Ταυτόχρονα τα χρέη συσσωρεύονταν μέρα με τη μέρα κι έφτασαν να ξεπερνούν τα διακόσια πενήντα εκατομμύρια ευρώ.
Η διοίκηση της εφημερίδας είχε ζητήσει 1,6 εκατομμύρια ευρώ για να εγγυηθεί τη βιωσιμότητα της εφημερίδας μέχρι τον Σεπτέμβριο, ωστόσο, η συνάντηση που είχαν την Τρίτη οι μέτοχοι κατέληξε στο να απορριφθούν τρεις προτάσεις. Μεταξύ των προτάσεων βρισκόταν και μία της δεξιάς βουλευτού Ντανιέλα Σαντανκέ και μία ενός από τους στενότερους συνεργάτες του πρώην πρωθυπουργού Σίλβιο Μπερλουσκόνι, γεγονός ενδεικτικό τους χάους που επικρατούσε μεταξύ των μετόχων.
Επιπλέον, αν και το κεντροαριστερό Δημοκρατικό Κόμμα είχε υποσχεθεί να βοηθήσει, μάλιστα ο ίδιος ο Ρέντσι είχε υπογραμμίσει ότι η εφημερίδα πρέπει να σωθεί, λαμβάνοντας υπόψη και την τεράστια ιστορική κληρονομιά της, όπως και τη σημασία της για τη σύγχρονη ιστορία της χώρας, ένιψε τελικά τας χείρας του, ανακοινώνοντας ότι δεν ευθύνεται για τα προβλήματα της εφημερίδας. Και ο Ρέντσι έγραψε στο Διαδίκτυο πως «αν η L' Unita ανήκε ακόμη στο κόμμα μας, δεν θα έκλεινε».
Η «ευθύνη ανήκει σε εκείνους που είχαν μέχρι σήμερα τη διαχείρισή της», υπερθεμάτισε ο ταμίας του κόμματος Φραντσέσκο Μπονιφάτσι, αλλά πρόσθεσε ότι το «PD δεσμεύεται κατά 100% να βρεθεί λύση. Θα σώσουμε την Unita», δήλωσε.
Οι δημοσιογράφοι της εφημερίδας, πάντως, δεν φάνηκαν να εντυπωσιάζονται απ' αυτές τις υποσχέσεις και κατηγόρησαν το Δημοκρατικό Κόμμα ότι τους εγκατέλειψε, παρά τις ελπίδες που είχαν ότι θα τους βοηθούσε.
Οι ίδιοι πάντως, που εργάζονταν απλήρωτοι το τελευταίο τρίμηνο, κινητοποιήθηκαν με κάθε τρόπο: αφαιρώντας τις υπογραφές τους από τα άρθρα σε ένδειξη διαμαρτυρίας και με εκκλήσεις μέσω Διαδικτύου και βίντεο-μηνύματα για να σωθεί η εφημερίδα.