Του Αλέκου Αλαβάνου*
Αναμενόμενο είναι προσεγγίζοντας τις ευρωεκλογές το κάθε κόμμα να προσπαθεί να επιβάλει το δικό του δίλημμα στους ψηφοφόρους. Εν όψει της άλλης Κυριακής ακούμε τον πρωθυπουργό να απειλεί με το δίλημμα «Σταθερότητα ή ΣΥΡΙΖΑ». Τον πρόεδρο της αξιωματικής αντιπολίτευσης να διακηρύσσει «ΣΥΡΙΖΑ ή Μέρκελ», απευθυνόμενος προφανώς στον εδώ τοποτηρητή της, τον Σαμαρά. Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, «ΠΑΣΟΚ ή κατάρρευση της κυβέρνησης».
Τρεις διαφορετικές εκδοχές. Με εντελώς κοινό παρονομαστή όμως. Και οι τρεις περιπτώσεις ανάγονται σε μια πιεστική προς το εκλογικό σώμα προώθηση της επιλογής ανάμεσα στους δύο.. πόλους του δικομματισμού. Μια πολύ γνωστή πολιτική κουλτούρα από τη «χρυσή» εποχή της αντιπαράθεσης μεταξύ ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ. Μια διαδικασία πολύ γνωστή, που ακρωτηριάζει τον πολιτικό χάρτη και βιώνει πάντα με πολύ άγχος η ριζοσπαστική Αριστερά.
Η τακτική αυτή ωφελεί ενδεχομένως τα τρία αυτά κόμματα που την υιοθετούν. Τα κέρδη τους δεν είναι τόσο σε βάρος των ανταγωνιστών που προβάλλονται στα διλήμματα όσο ενάντια σε όσους δεν έχουν συμμετοχή στο δικομματικό πάρτι, αρνούμενοι να δορυφοροποιηθούν.
Ο μεγάλος ωφελημένος όμως βρίσκεται στο παρασκήνιο του εκλογικού αγώνα. Δεν έχει τίτλο, δεν έχει έμβλημα, δεν έχει πρόσωπο. Είναι το ίδιο το βαθύ σύστημα. Αν υποθέσουμε ότι τα διλήμματα αυτά κυριαρχήσουν στις 25 Μάη, τότε όλοι σχεδόν οι πολίτες θα έχουν «ναι», είτε θερμό είτε διστακτικό, στην ευρωζώνη, τον πιο ακραίο παράγοντα της τρόικας. Και το «όχι» στην ευρωζώνη θα έχει περιθωριοποιηθεί.
Αραγε τα κόμματα αυτά ακολουθούν τέτοιες τακτικές εν γνώσει τους ότι ο τελικός ωφελημένος είναι το σύστημα; Το πιο πιθανό είναι πως όχι ή σωστότερα όχι όλα. Αυτό όμως αποδείχνει ότι η δύναμη του συστήματος είναι ακόμα ισχυρότερη γιατί καθιστά γρανάζια του κι αυτούς που είναι μαζί του κι αυτούς που παλιότερα δεν ήταν, και τους εκόντες και τους άκοντες.
Για παράδειγμα, το δέλεαρ των πενήντα εδρών των εθνικών εκλογών, για το οποίο το εκλογικό αποτέλεσμα της άλλης Κυριακής θεωρείται σημαντικό πρόταγμα, έχει συμβάλει σε έναν απογοητευτικό καθωσπρεπισμό δυνάμεων και προσώπων που είχαν διακριθεί για το αντιστασιακό τους πνεύμα πριν από λίγα μόλις χρόνια, στο Κοινωνικό Φόρουμ, στην εκστρατεία ενάντια στους πολέμους στη Γιουγκοσλαβία και το Ιράκ, στο άρθρο 16, στον Δεκέμβρη του 2008 μετά τη δολοφονία του Γρηγορόπουλου.
Πώς μπορεί να αντιδράσει κανείς σε αυτή την περικύκλωση; Αναζητώντας με επιμονή τις αλήθειες της οικογένειας του εργαζομένου ή του ανέργου. Αυτό τουλάχιστον προσπαθούμε να κάνουμε μέσα στο Σχέδιο Β, που ως κόμμα με σχεδόν έναν χρόνο ζωής συμμετέχει πρώτη φορά σε εκλογές.
Ολοι οι προβληματισμοί της λαϊκής –κι όχι μόνο– οικογένειας περιστρέφονται στα θέματα της ανεργίας, της ακραίας περικοπής εισοδημάτων, της στέρησης και για πάρα πολλούς της φτώχειας, της προσωπικής υπερχρέωσης, της μετανάστευσης των παιδιών, της συνεχούς υποβάθμισης των υπηρεσιών υγείας, παιδείας, πρόνοιας. Στην ανάγκη ταχύτατης και σε βάθος επίλυσης αυτών των προβλημάτων δεν υπάρχει κανένα δίλημμα. Υπάρχει ομοφωνία. Το δίλημμα ανακύπτει στον τρόπο επίλυσής του.
Αν μελετήσει κανείς τις πιο σοβαρές έρευνες που γίνονται για τις απόψεις της κοινωνίας, θα διαπιστώσει άμεσα ότι όσον αφορά αυτό που καλείται «μνημόνιο», δηλαδή το περιεχόμενο των μέτρων που επιβάλλει η τρόικα, υπάρχει σχεδόν καθολική αρνητική γνώμη, παμψηφία με ελάχιστες εξαιρέσεις. Αρα δεν είναι εδώ οι διαφορετικές επιλογές.
Υπάρχει όμως ένα άλλο κεντρικό θέμα όπου η κοινωνία είναι διχασμένη. Υπάρχει ένα ρεύμα αποδοχής, παρά το κόστος, της παραμονής μας μέσα στην ευρωζώνη. Πλειοψηφικό, αλλά σε υποχώρηση. Και υπάρχει στη συνείδηση του κόσμου ένα ρεύμα επικεντρωμένο στο θέμα του νομίσματος, συνοδευόμενο από μια σειρά άλλα αιτήματα, εξίσου ή και πιο σημαντικά, αλλά σε δεύτερη μοίρα στη λαϊκή συνείδηση, όπως η παύση πληρωμών στους δανειστές, οι δημόσιες τράπεζες, ο παραγωγικός σχεδιασμός, το κοινωνικό κράτος. Μειοψηφικό ακόμα, αλλά ανερχόμενο με δυναμισμό.
Αυτό είναι κατά τη γνώμη μας το λαϊκό δίλημμα. Το Σχέδιο Β έχει πάρει με ευθύτητα θέση υπέρ της δεύτερης άποψης. Αξίζει να προκύψει αυτή από τις ευρωκάλπες ιδιαίτερα ισχυρή. Ενα γεγονός ευρωπαϊκών διαστάσεων, γιατί θα προέρχεται ειδικά από την Ελλάδα όπου εφαρμόζεται η πιο μακάβρια εκδοχή του «πειράματος». Οι ιθύνοντες των Βρυξελλών θεωρούν ότι έχει επιτύχει γιατί έχουν κατά τη γνώμη τους γονατίσει τη λαϊκή αντίσταση και μετατρέψει τους Ελληνες σε κομπλεξικούς και δειλούς. Ας τους διαψεύσουμε με υπερηφάνεια, αξιοπρέπεια και αυτοπεποίθηση.
* Υποψήφιος ευρωβουλευτής «Σχέδιο Β»
-από την έντυπη έκδοση της Εφημερίδας των Συντακτών
Αναμενόμενο είναι προσεγγίζοντας τις ευρωεκλογές το κάθε κόμμα να προσπαθεί να επιβάλει το δικό του δίλημμα στους ψηφοφόρους. Εν όψει της άλλης Κυριακής ακούμε τον πρωθυπουργό να απειλεί με το δίλημμα «Σταθερότητα ή ΣΥΡΙΖΑ». Τον πρόεδρο της αξιωματικής αντιπολίτευσης να διακηρύσσει «ΣΥΡΙΖΑ ή Μέρκελ», απευθυνόμενος προφανώς στον εδώ τοποτηρητή της, τον Σαμαρά. Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, «ΠΑΣΟΚ ή κατάρρευση της κυβέρνησης».
Τρεις διαφορετικές εκδοχές. Με εντελώς κοινό παρονομαστή όμως. Και οι τρεις περιπτώσεις ανάγονται σε μια πιεστική προς το εκλογικό σώμα προώθηση της επιλογής ανάμεσα στους δύο.. πόλους του δικομματισμού. Μια πολύ γνωστή πολιτική κουλτούρα από τη «χρυσή» εποχή της αντιπαράθεσης μεταξύ ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ. Μια διαδικασία πολύ γνωστή, που ακρωτηριάζει τον πολιτικό χάρτη και βιώνει πάντα με πολύ άγχος η ριζοσπαστική Αριστερά.
Η τακτική αυτή ωφελεί ενδεχομένως τα τρία αυτά κόμματα που την υιοθετούν. Τα κέρδη τους δεν είναι τόσο σε βάρος των ανταγωνιστών που προβάλλονται στα διλήμματα όσο ενάντια σε όσους δεν έχουν συμμετοχή στο δικομματικό πάρτι, αρνούμενοι να δορυφοροποιηθούν.
Ο μεγάλος ωφελημένος όμως βρίσκεται στο παρασκήνιο του εκλογικού αγώνα. Δεν έχει τίτλο, δεν έχει έμβλημα, δεν έχει πρόσωπο. Είναι το ίδιο το βαθύ σύστημα. Αν υποθέσουμε ότι τα διλήμματα αυτά κυριαρχήσουν στις 25 Μάη, τότε όλοι σχεδόν οι πολίτες θα έχουν «ναι», είτε θερμό είτε διστακτικό, στην ευρωζώνη, τον πιο ακραίο παράγοντα της τρόικας. Και το «όχι» στην ευρωζώνη θα έχει περιθωριοποιηθεί.
Αραγε τα κόμματα αυτά ακολουθούν τέτοιες τακτικές εν γνώσει τους ότι ο τελικός ωφελημένος είναι το σύστημα; Το πιο πιθανό είναι πως όχι ή σωστότερα όχι όλα. Αυτό όμως αποδείχνει ότι η δύναμη του συστήματος είναι ακόμα ισχυρότερη γιατί καθιστά γρανάζια του κι αυτούς που είναι μαζί του κι αυτούς που παλιότερα δεν ήταν, και τους εκόντες και τους άκοντες.
Για παράδειγμα, το δέλεαρ των πενήντα εδρών των εθνικών εκλογών, για το οποίο το εκλογικό αποτέλεσμα της άλλης Κυριακής θεωρείται σημαντικό πρόταγμα, έχει συμβάλει σε έναν απογοητευτικό καθωσπρεπισμό δυνάμεων και προσώπων που είχαν διακριθεί για το αντιστασιακό τους πνεύμα πριν από λίγα μόλις χρόνια, στο Κοινωνικό Φόρουμ, στην εκστρατεία ενάντια στους πολέμους στη Γιουγκοσλαβία και το Ιράκ, στο άρθρο 16, στον Δεκέμβρη του 2008 μετά τη δολοφονία του Γρηγορόπουλου.
Πώς μπορεί να αντιδράσει κανείς σε αυτή την περικύκλωση; Αναζητώντας με επιμονή τις αλήθειες της οικογένειας του εργαζομένου ή του ανέργου. Αυτό τουλάχιστον προσπαθούμε να κάνουμε μέσα στο Σχέδιο Β, που ως κόμμα με σχεδόν έναν χρόνο ζωής συμμετέχει πρώτη φορά σε εκλογές.
Ολοι οι προβληματισμοί της λαϊκής –κι όχι μόνο– οικογένειας περιστρέφονται στα θέματα της ανεργίας, της ακραίας περικοπής εισοδημάτων, της στέρησης και για πάρα πολλούς της φτώχειας, της προσωπικής υπερχρέωσης, της μετανάστευσης των παιδιών, της συνεχούς υποβάθμισης των υπηρεσιών υγείας, παιδείας, πρόνοιας. Στην ανάγκη ταχύτατης και σε βάθος επίλυσης αυτών των προβλημάτων δεν υπάρχει κανένα δίλημμα. Υπάρχει ομοφωνία. Το δίλημμα ανακύπτει στον τρόπο επίλυσής του.
Αν μελετήσει κανείς τις πιο σοβαρές έρευνες που γίνονται για τις απόψεις της κοινωνίας, θα διαπιστώσει άμεσα ότι όσον αφορά αυτό που καλείται «μνημόνιο», δηλαδή το περιεχόμενο των μέτρων που επιβάλλει η τρόικα, υπάρχει σχεδόν καθολική αρνητική γνώμη, παμψηφία με ελάχιστες εξαιρέσεις. Αρα δεν είναι εδώ οι διαφορετικές επιλογές.
Υπάρχει όμως ένα άλλο κεντρικό θέμα όπου η κοινωνία είναι διχασμένη. Υπάρχει ένα ρεύμα αποδοχής, παρά το κόστος, της παραμονής μας μέσα στην ευρωζώνη. Πλειοψηφικό, αλλά σε υποχώρηση. Και υπάρχει στη συνείδηση του κόσμου ένα ρεύμα επικεντρωμένο στο θέμα του νομίσματος, συνοδευόμενο από μια σειρά άλλα αιτήματα, εξίσου ή και πιο σημαντικά, αλλά σε δεύτερη μοίρα στη λαϊκή συνείδηση, όπως η παύση πληρωμών στους δανειστές, οι δημόσιες τράπεζες, ο παραγωγικός σχεδιασμός, το κοινωνικό κράτος. Μειοψηφικό ακόμα, αλλά ανερχόμενο με δυναμισμό.
Αυτό είναι κατά τη γνώμη μας το λαϊκό δίλημμα. Το Σχέδιο Β έχει πάρει με ευθύτητα θέση υπέρ της δεύτερης άποψης. Αξίζει να προκύψει αυτή από τις ευρωκάλπες ιδιαίτερα ισχυρή. Ενα γεγονός ευρωπαϊκών διαστάσεων, γιατί θα προέρχεται ειδικά από την Ελλάδα όπου εφαρμόζεται η πιο μακάβρια εκδοχή του «πειράματος». Οι ιθύνοντες των Βρυξελλών θεωρούν ότι έχει επιτύχει γιατί έχουν κατά τη γνώμη τους γονατίσει τη λαϊκή αντίσταση και μετατρέψει τους Ελληνες σε κομπλεξικούς και δειλούς. Ας τους διαψεύσουμε με υπερηφάνεια, αξιοπρέπεια και αυτοπεποίθηση.
* Υποψήφιος ευρωβουλευτής «Σχέδιο Β»
-από την έντυπη έκδοση της Εφημερίδας των Συντακτών