Πως έσκασε η φούσκα των περιοδικών
Και μάλιστα δεν την κέρδισε κατ' ελάχιστον, έστω ένα-δύο εκατομμύρια ευρώπουλα, για να πει κανείς ότι επρόκειτο περί στατιστικού λάθους. Η διαφορά ξεπερνούσε τα εκατό και ενίοτε τα εκατόν πένηντα εκατομμύρια. Ζωντανά λεφτά, απ' όποια πλευρά και να το δει κανείς, όσο και να ελαφρύνει το βάρος μέσω ΥΕΒ και λοιπών τεχνασμάτων. Τα περιοδικά την είχαν κερδίσει τη μάχη της διαφήμισης στην Ελλάδα.
Κι ύστερα ήρθε η καταστροφή. Υστερα ήρθαν τα Καστελόριζα και τα Μνημόνια και τα Διεθνή Ταμεία και άρχισαν να κατεβαίνουν τα ρολά. Εντάξει, δεν μπορεί να πει κανείς ότι έμεινε αλώβητο και το..
τηλεοπτικό τοπίο. Η απώλεια του Alter ήταν κάτι παραπάνω από σημαντική, ιδίως από τη στιγμή που κινούσε το χρήμα σε διόλου ευκαταφρόνητο μέρος της αγοράς. Και μάλιστα το κινούσε με τρόπο θεαματικό και ευφάνταστο, όπως απεδείχθη στην πορεία του χρόνου και στην εξέλιξη των δικογραφιών. Αλλά και πάλι αυτό δεν ήταν τίποτα εμπρός στη συντριβή των δύο εκ των τριών πυλώνων της αγοράς περιοδικών.
Κι αυτό, πάλι, δεν πρέπει να έχει προηγούμενο στα χρονικά των media ανά την υδρόγειο. Να κυριαρχούν δηλαδή σε μία χώρα τρία μεγάλα συγκροτήματα περιοδικών και ξαφνικά, από τον ένα μήνα στον άλλο, τα δύο εξ αυτών να κονιορτοποιούνται. Οχι να κλείνουν ένα-δύο έντυπα, όχι να απολύουν μερικές δεκάδες εργαζομένων, αλλά να χάνουν εντελώς το έδαφος κάτω από τα πόδια τους. Αμφιβάλλω αν υπήρξε περίπτωση να έκλεισε τόσο άδοξα ένα περιοδικό διεθνούς και υψηλού κύρους όπως η «Vogue», που παντού στον κόσμο αποτελεί το διαμάντι του στέμματος για κάθε επιχείρηση περιοδικών που σέβεται τον εαυτό της. Εδώ χάθηκε ένα πρωί, λες και δεν είχε κοσμήσει ποτέ τις προθήκες των περιπτέρων. Λες και δεν είχε ούτε μια μέρα διδάξει στις Ελληνίδες τον τρόπο της χλιδής και της λάμψης.
Πριν από πέντε χρόνια, βεβαίως, τα περιοδικά μπορούσαν ακόμη να ζητάνε 15.000 ευρώ για ένα δισέλιδο διαφήμισης από τους ξένους οίκους καλλυντικών. Και να χρεώνουν αναλόγως τα δόλια τα ελληνικά καταστήματα που επιθυμούσαν να φιλοξενηθούν στις σελίδες τους. Με την κατάρρευση ωστόσο της αγοράς, όλα αυτά τα νούμερα έγιναν καπνός, όπως καπνός έγιναν τόσο η ΙΜΑΚΟ όσο και οι εκδόσεις Λυμπέρη. Και δικαιώθηκε η παλιά, παλαιότατη διαπίστωση, ότι όσο υπάρχει πιάτσα υπάρχει και ισχύς. Διότι από μόνο του το συγκρότημα των Αττικών Εκδόσεων, όσο δυνατό κι αν είναι, δεν μπορεί να κρατήσει στα ύψη την αγορά των περιοδικών. Την πήρε το ποτάμι και την ξαπόστειλε σε έναν καλύτερο κόσμο και κανείς δεν ξέρει αν επανέλθει ποτέ στις πρότερες δόξες της.
Ή μάλλον ξέρουμε όλοι ότι δεν θα επανέλθει εις τους αιώνας των αιώνων. Μαζί με ένα σωρό άλλες ελληνικές στρεβλώσεις, μας τελείωσε και αυτή και επανήλθε η αγορά στα κανονικά της μεγέθη. Σε όσα συμβαίνουν πάνω-κάτω και στις λοιπές χώρες της υφηλίου, με μικρές αλλά όχι εξωφρενικές εξαιρέσεις. Να έχουν, με δυο λόγια, τα κανάλια διπλάσια διαφημιστική δαπάνη από τη διαφημιστική δαπάνη των περιοδικών. Αυτό μας δείχνουν τα στοιχεία της Media services για το 2013 και οφείλουμε να το αποδεχθούμε. Βοήθησε βεβαίως στο συγκεκριμένο αποτέλεσμα όχι μόνο η συντριβή των περιοδικών, αλλά και η διάθεση των καναλιών να «σκουπίσουν» όλη την αγορά με σποτάκια τύπου «έξυπνη σήτα» και «pretty bra». Η μισή ντροπή δική τους θα μου πείτε και η άλλη μισή του καταναλωτή, που δεν τους γύρισε την πλάτη. Και δεν θυμάται τις ωραίες μέρες του «ΚΛΙΚ» που απέρριπταν διαφημίσεις για αισθητικούς λόγους...
- Χρ. Ξανθάκης / Μedia / ΚΕ