Του Γιάννη Παντελάκη
Υπάρχουν πέντε ερωτήματα που δεν είναι δικά μου. Δεν τα έθεσα δηλαδή εγώ, αλλά κάποιος άλλος. Nα τα παραθέσω με τη σειρά που τα έθεσε αυτός ο «άλλος». Ερώτημα πρώτον: Είναι οι δολοφόνοι της «17 Νοέμβρη» κοινοί εγκληματίες ή δεν είναι; Μήπως είναι κάτι άλλο που μου διαφεύγει; Ερώτημα δεύτερον: Οταν μεταχειριζόμαστε κοινούς εγκληματίες σαν να είναι πολιτικά στελέχη, δεν είναι σαν να αποδεχόμαστε ή να ανεχόμαστε ή (ακόμη χειρότερα) να υιοθετούμε το προσχηματικό σκεπτικό που τους οδήγησε στην ανάπτυξη της εγκληματικής δραστηριότητάς τους;
Ερώτημα τρίτον: Κάνουμε άραγε δημοσιογραφική επιλογή εγκληματιών; Κι αν ναι, με τι κριτήρια; Ποινικά, πολιτικά, ιδεολογικά, εμπορικά, αισθητικά; Ερώτημα τέταρτον: Υπάρχουν δυο μέτρα και δυο σταθμά στη δημοκρατία; Με άλλα λόγια, ο ακροαριστερός εγκληματίας είναι άλλης πάστας.. εγκληματίας από τον ακροδεξιό; Δικαιούται άλλη μεταχείριση; Και άλλη αξιολόγηση; Ερώτημα πέμπτον: Υπάρχουν «δικά μας καθάρματα»; Αν ναι, ποια είναι αυτά;
Σε αυτά τα πέντε ερωτήματα θα μπορούσαν να υπάρξουν ισάριθμες απαντήσεις, αλλά μάλλον δεν υπάρχει λόγος για κάτι τέτοιο. Αυτός που τα έθεσε, άλλωστε, δεν περιμένει απαντήσεις για να βγάλει συμπεράσματα. Διατυπώνει ερωτήματα τα οποία ουσιαστικά εμπεριέχουν και απόλυτες βεβαιότητες. Τα έκανε απλώς για να πιστέψει ότι στρίμωξε αυτόν στον οποίο τα απηύθυνε.
Τα ερωτήματα μπήκαν, πριν από περίπου δυο μήνες από τον γνωστό δημοσιογράφο Γ. Πρετεντέρη και απευθύνονταν προς τον υπογράφοντα. Το όλο θέμα δημιουργήθηκε επειδή η «Εφημερίδα των Συντακτών» είχε δημοσιεύσει λίγο καιρό πριν μία συνέντευξη με τον Δημ. Κουφοντίνα. Η ουσία των ενστάσεων Πρετεντέρη -όπως φαίνεται και από τα ερωτήματα που έθεσε- ήταν αναφορικά με την επιλογή της εφημερίδας να δημοσιεύσει τη συγκεκριμένη συνέντευξη ενός «σίριαλ κίλερ της “17 Νοέμβρη”», όπως τον χαρακτήριζε. Εγραφε και άλλα πολλά, αλλά δεν έχουν σημασία.
Είχα γράψει τότε ένα σημείωμα από αυτήν εδώ τη στήλη, πως φιλοξενήσαμε τη συνέντευξη επειδή είχε ενδιαφέρον. Δημοσιογραφικό και ευρύτερο. Ανεξάρτητα από το αν συμφωνεί ή διαφωνεί κάποιος με τον συνεντευξιαζόμενο. Και έβαζα και άλλα παρεμφερή ερωτήματα στον κ. Πρετεντέρη, αλλά προτίμησε να μην αναφερθεί σ’ αυτά. Ανευ σημασίας. Δεν είναι προσωπικό το θέμα. Η απάντηση του κ. Πρετεντέρη ήρθε με τον καταιγισμό αυτών των πέντε προαναφερόμενων ερωτημάτων. Αφιέρωσε μισή σελίδα στα «ΝΕΑ» για να με κατακεραυνώσει, όπως προφανώς πιστεύει. Διατύπωσε τα πέντε ερωτήματα με ειρωνείες και άλλα σχόλια.
Δεν ανταπάντησα από τότε. Είτε γιατί είναι βαρετό για τους αναγνώστες να παρακολουθούν μια αντιδικία μεταξύ δύο δημοσιογράφων είτε γιατί πιστεύω στο μεταφυσικό «έχει ο καιρός γυρίσματα». Και μάλλον έπεσα μέσα. Η εφημερίδα στην οποία εργάζεται ο κ. Πρετεντέρης («το Βήμα») ζήτησε συνέντευξη από τον Δ. Κουφοντίνα. Εκανε, δηλαδή, ό,τι έκανε και η «Εφημερίδα των Συντακτών» και για το οποίο την επέκρινε ο κ. Πρετεντέρης. Αφορμή για το αίτημα της συνέντευξης, η έκδοση του βιβλίου του Κουφοντίνα. Αλλα και να μην υπήρχε αυτή η έκδοση, η εφημερίδα θα ζητούσε πάλι συνέντευξη. Είχε ζητήσει άλλωστε στο πρόσφατο παρελθόν, σε ανύποπτο χρόνο απ’ ό,τι μαθαίνω. Και καλά έκανε. Είχε και έχει δημοσιογραφικό ενδιαφέρον το συγκεκριμένο πρόσωπο.
Η συνέντευξη δεν δημοσιεύτηκε στο «Βήμα» γιατί, όπως έγραψε η εφημερίδα, ο Δ. Κουφοντίνας δεν απάντησε σε όλες τις ερωτήσεις, αλλά σε όσες αυτός επέλεξε. Προφανώς είναι δικαίωμα της εφημερίδας να το κάνει – δεν το σχολιάζω αυτό. Εκείνο που αναρωτιέμαι είναι αν ο κ. Πρετεντέρης εξακολουθεί να έχει τα ίδια ερωτήματα που είχε απευθύνει σ’ εμένα πριν από περίπου δύο μήνες. Και αν τα έχει, τα έχει υποβάλει στους συναδέλφους του εκεί που συστεγάζονται;
Ο υπογράφων αυτό το σημείωμα δεν έχει καμία διάθεση να συνεχίσει την αντιπαράθεση με κάποιον μάλιστα που δεν γνωρίζει προσωπικά. Σήμερα, έκανε κατάχρηση αυτού του χώρου για να αναφερθεί στη συγκεκριμένη περίπτωση επειδή το όλο ζήτημα αφορά και τη δημοσιογραφία και την ίδια τη λειτουργία της δημοκρατίας. Ενα ζήτημα μάλιστα το οποίο ξανα-απασχόλησε την κοινή γνώμη με αφορμή το δικαίωμα του Κουφοντίνα να βγάλει ή όχι ένα βιβλίο• ένα δικαίωμα που αμφισβητήθηκε.
- Εφημερίδα των Συντακτών
Υπάρχουν πέντε ερωτήματα που δεν είναι δικά μου. Δεν τα έθεσα δηλαδή εγώ, αλλά κάποιος άλλος. Nα τα παραθέσω με τη σειρά που τα έθεσε αυτός ο «άλλος». Ερώτημα πρώτον: Είναι οι δολοφόνοι της «17 Νοέμβρη» κοινοί εγκληματίες ή δεν είναι; Μήπως είναι κάτι άλλο που μου διαφεύγει; Ερώτημα δεύτερον: Οταν μεταχειριζόμαστε κοινούς εγκληματίες σαν να είναι πολιτικά στελέχη, δεν είναι σαν να αποδεχόμαστε ή να ανεχόμαστε ή (ακόμη χειρότερα) να υιοθετούμε το προσχηματικό σκεπτικό που τους οδήγησε στην ανάπτυξη της εγκληματικής δραστηριότητάς τους;
Ερώτημα τρίτον: Κάνουμε άραγε δημοσιογραφική επιλογή εγκληματιών; Κι αν ναι, με τι κριτήρια; Ποινικά, πολιτικά, ιδεολογικά, εμπορικά, αισθητικά; Ερώτημα τέταρτον: Υπάρχουν δυο μέτρα και δυο σταθμά στη δημοκρατία; Με άλλα λόγια, ο ακροαριστερός εγκληματίας είναι άλλης πάστας.. εγκληματίας από τον ακροδεξιό; Δικαιούται άλλη μεταχείριση; Και άλλη αξιολόγηση; Ερώτημα πέμπτον: Υπάρχουν «δικά μας καθάρματα»; Αν ναι, ποια είναι αυτά;
Σε αυτά τα πέντε ερωτήματα θα μπορούσαν να υπάρξουν ισάριθμες απαντήσεις, αλλά μάλλον δεν υπάρχει λόγος για κάτι τέτοιο. Αυτός που τα έθεσε, άλλωστε, δεν περιμένει απαντήσεις για να βγάλει συμπεράσματα. Διατυπώνει ερωτήματα τα οποία ουσιαστικά εμπεριέχουν και απόλυτες βεβαιότητες. Τα έκανε απλώς για να πιστέψει ότι στρίμωξε αυτόν στον οποίο τα απηύθυνε.
Τα ερωτήματα μπήκαν, πριν από περίπου δυο μήνες από τον γνωστό δημοσιογράφο Γ. Πρετεντέρη και απευθύνονταν προς τον υπογράφοντα. Το όλο θέμα δημιουργήθηκε επειδή η «Εφημερίδα των Συντακτών» είχε δημοσιεύσει λίγο καιρό πριν μία συνέντευξη με τον Δημ. Κουφοντίνα. Η ουσία των ενστάσεων Πρετεντέρη -όπως φαίνεται και από τα ερωτήματα που έθεσε- ήταν αναφορικά με την επιλογή της εφημερίδας να δημοσιεύσει τη συγκεκριμένη συνέντευξη ενός «σίριαλ κίλερ της “17 Νοέμβρη”», όπως τον χαρακτήριζε. Εγραφε και άλλα πολλά, αλλά δεν έχουν σημασία.
Είχα γράψει τότε ένα σημείωμα από αυτήν εδώ τη στήλη, πως φιλοξενήσαμε τη συνέντευξη επειδή είχε ενδιαφέρον. Δημοσιογραφικό και ευρύτερο. Ανεξάρτητα από το αν συμφωνεί ή διαφωνεί κάποιος με τον συνεντευξιαζόμενο. Και έβαζα και άλλα παρεμφερή ερωτήματα στον κ. Πρετεντέρη, αλλά προτίμησε να μην αναφερθεί σ’ αυτά. Ανευ σημασίας. Δεν είναι προσωπικό το θέμα. Η απάντηση του κ. Πρετεντέρη ήρθε με τον καταιγισμό αυτών των πέντε προαναφερόμενων ερωτημάτων. Αφιέρωσε μισή σελίδα στα «ΝΕΑ» για να με κατακεραυνώσει, όπως προφανώς πιστεύει. Διατύπωσε τα πέντε ερωτήματα με ειρωνείες και άλλα σχόλια.
Δεν ανταπάντησα από τότε. Είτε γιατί είναι βαρετό για τους αναγνώστες να παρακολουθούν μια αντιδικία μεταξύ δύο δημοσιογράφων είτε γιατί πιστεύω στο μεταφυσικό «έχει ο καιρός γυρίσματα». Και μάλλον έπεσα μέσα. Η εφημερίδα στην οποία εργάζεται ο κ. Πρετεντέρης («το Βήμα») ζήτησε συνέντευξη από τον Δ. Κουφοντίνα. Εκανε, δηλαδή, ό,τι έκανε και η «Εφημερίδα των Συντακτών» και για το οποίο την επέκρινε ο κ. Πρετεντέρης. Αφορμή για το αίτημα της συνέντευξης, η έκδοση του βιβλίου του Κουφοντίνα. Αλλα και να μην υπήρχε αυτή η έκδοση, η εφημερίδα θα ζητούσε πάλι συνέντευξη. Είχε ζητήσει άλλωστε στο πρόσφατο παρελθόν, σε ανύποπτο χρόνο απ’ ό,τι μαθαίνω. Και καλά έκανε. Είχε και έχει δημοσιογραφικό ενδιαφέρον το συγκεκριμένο πρόσωπο.
Η συνέντευξη δεν δημοσιεύτηκε στο «Βήμα» γιατί, όπως έγραψε η εφημερίδα, ο Δ. Κουφοντίνας δεν απάντησε σε όλες τις ερωτήσεις, αλλά σε όσες αυτός επέλεξε. Προφανώς είναι δικαίωμα της εφημερίδας να το κάνει – δεν το σχολιάζω αυτό. Εκείνο που αναρωτιέμαι είναι αν ο κ. Πρετεντέρης εξακολουθεί να έχει τα ίδια ερωτήματα που είχε απευθύνει σ’ εμένα πριν από περίπου δύο μήνες. Και αν τα έχει, τα έχει υποβάλει στους συναδέλφους του εκεί που συστεγάζονται;
Ο υπογράφων αυτό το σημείωμα δεν έχει καμία διάθεση να συνεχίσει την αντιπαράθεση με κάποιον μάλιστα που δεν γνωρίζει προσωπικά. Σήμερα, έκανε κατάχρηση αυτού του χώρου για να αναφερθεί στη συγκεκριμένη περίπτωση επειδή το όλο ζήτημα αφορά και τη δημοσιογραφία και την ίδια τη λειτουργία της δημοκρατίας. Ενα ζήτημα μάλιστα το οποίο ξανα-απασχόλησε την κοινή γνώμη με αφορμή το δικαίωμα του Κουφοντίνα να βγάλει ή όχι ένα βιβλίο• ένα δικαίωμα που αμφισβητήθηκε.
- Εφημερίδα των Συντακτών