του Στάθη
Το πρωί ξυπνάω δύσκολα (όπως θα μου έλεγε ο Σταύρος στους «πρωταγωνιστές» αν του έδινα συνέντευξη). Θέλω μια κούπα με καφέ και τέσσερα τσιγάρα (όπως λέει και το μερακλαντάν άσμα), εγώ θέλω πέντε (όπως θα τους έλεγε ο Σταύρος στους «πρωταγωνιστές» αν τους έπαιρνε συνέντευξη) - των τσιγάρων. Για να κόψουν το κάπνισμα, εννοείται. Πάντα υπάρχει ένας καλός σκοπός στην πολιτική ορθότητα.
Πρωί πρωί λοιπόν με την εαρινή δροσούλα, ντριιν, χτυπάει το τηλέφωνο - «καμμιά τράπεζα θα είναι πάλι» μονολογώ, και κάνω ότι δεν ακούω, άλλωστε εκείνη τη στιγμή άκουγα τον κ. Καμπουράκη να λέει σε μιαν εκπρόσωπο του ΚΚΕ ότι «το κόμμα καλπάζει στις δημοσκοπήσεις» κι εκείνη χασκογέλαγε σφόδρα κολακευμένη - είπαμε: ξυπνάω..
δύσκολα και μέχρι να ’ρθει το μυαλό μου στη θέση του, θέλω μια κούπα με καφέ με τέσσερα τσιγάρα, ήμουν στο τρίτο, «δεν πάει στο διάολο» μονολόγησα, ντριιιν το τηλέφωνο, είναι που είναι κουνημένο το μυαλό μου, άρχισε να χορεύει τσάρλεστον. Σήκωσα το ακουστικό. Μια ευγενική γυναικεία φωνή με ρωτούσε: «ο κ.Σταυρόπουλος;». Οχι, βρυχήθηκα, πέθανα χτες βράδυ μέσα σε φριχτούς πόνους. Και το έκλεισα (Χε, τη μνημειώδη αυτή φράση «δεν είμαι εγώ, πέθανα χθες βράδυ μέσα σε φριχτούς πόνους» χρησιμοποιούσε ο αείμνηστος Λέων Καραπαναγιώτης, αν τον ενοχλούσε στο τηλέφωνο κάποιος που δεν ήταν προγραμματισμένο να τον ενοχλήσει. Εκτοτε, χρησιμοποιώ κι εγώ την ίδια φράση, αλλά όχι με την ίδια επιτυχία, όπως ο Λέων. Παρά ταύτα επιμένω, δεν μπορεί, κάποτε θα του μοιάσω), όμως, ντριιιν, επιμένει και το τηλέφωνο. «Κύριε Σταυρόπουλε, αφήστε τα κρύα αστεία, σας θέλει ο κ. Κεδίκογλου», η ίδια ευγενική γυναικεία φωνή, αλλά κάπως παγωμένη κι επικριτική, «μάλιστα», λέω χαμηλόφωνα, νιώθοντας τον λαϊκισμό μέσα μου να την κάνει αλά γαλλικά.
- Στάθη, αδερφέ μου!
- Ωπα;…;...!
- Στάθη, δεν με γνώρισες; o Σίμος είμαι!
- Με ηχογραφείς;
- Εννοείται!
- Ωραία! Αρα ό,τι πω θα μπορεί να χρησιμοποιηθεί εναντίον μου χάριν της προσωπικής μου ασφάλειας, όπως λένε και οι τράπεζες.
- Εχεις κανένα προβληματάκι με τις τράπεζες; Να σ’ το λύσουμε!
- Τι λες, Σίμο μου; (γλυκαίνω). Για ποιον με πέρασες; (γλυκαίνω τόσο πολύ, που ακόμα και ο Σίμος κουμπώθηκε).
- Ασε τα αστεία. Κάποια στιγμή θα πρέπει να γνωριστούμε καλύτερα. Τι κάνεις το βράδυ; Τι θα έλεγες για ένα ποτάκι;
Σκέφτομαι γρήγορα! Ο Σίμος οργανώνει cocktail buffets για καθώς πρέπει δημοσιογράφους (γύρω στα 1.750 ευρώ έκαστον), γεύματα αβροφροσύνης (γύρω στα 2.500 ευρώ έκαστον) και τετ-α-τετ δείπνα (730 ευρώ έκαστον) - μη μας πάρει και για λιγούρια. «Ποιοι άλλοι θα είναι;», τον ρωτώ για να κερδίσω χρόνο.
- Θα ήταν κι ο Παντελής, αλλά χθες έγιναν στη Λετονία οι ετήσιες παρελάσεις προς τιμήν των Λετονών Waffen SS και τον στείλαμε αποστολή στη Ρίγα για να μην τις δει και να μεταδώσει ότι δεν έγιναν. Θα ήταν και η Μισέλ, αλλά έχει ανειλημμένες υποχρεώσεις, τι λες αν συναντιόμασταν οι δυο μας;
- Δεν θα ήταν κάπως επικίνδυνο για τη φήμη μου;
- Ελα, βρε Στάθη. Οι κυβερνητικοί εκπρόσωποι έρχονται και παρέρχονται. Τα παπαγαλάκια μένουν.
- Με έχεις για παπαγαλάκι, Σίμο;
- Μηδένα προ του τέλους μακάριζε.
- Σίμο!
- Πάταξον μεν, άκουσον δε!
Αναψα το τέταρτο τσιγάρο. Κάποιος μου κάνει πλάκα, σκέφθηκα. Με πιάσανε στον ύπνο (πριν απ’ το τέταρτο τσιγάρο). «Πάψε να γράφεις για τσιγάρα» μου λέει το τσιπάκι που μου έχουν εμφυτεύσει στον εγκέφαλο, «θα σε κατηγορήσουν ότι προπαγανδίζεις τον καπνό». Ναι, αλλά κάποιος μου κάνει πλάκα, ξανασκέφτομαι και ρωτάω τον Σίμο: «πού θα συναντηθούμε;» - «Στο “Αλάτσι” του Σταύρου» μου κάνει! Να τη η πλάκα! - και κλείνω το τηλέφωνο. Ντριιιν, ξαναχτυπάει. Δεν σταματάει. Ή θα το σπάσω (δεν είμαστε για έξοδο) ή θα το σηκώσω (το σηκώνω). «Ζήση, εσύ είσαι;» ρωτάω δειλά! «Οχι, ο Σίμος και μην το κλείσεις! Πρέπει να βάλεις πλάτη, Στάθη», μου λέει σε δραματικό τόνο, «γιατί; πέφτετε ;», τον ρωτάω πασιχαρής, «όχι σε μας! στη χώρα!» - «τι να της κάνουμε της χώρας;» - «να βάλετε πλάτη, να τη βγάλουμε στις αγορές, να μην μπούμε σε τρίτο μνημόνιο, να μοιράσουμε το πλεόνασμα!».
Η κατάσταση πρέπει να ’ναι πολύ σοβαρή! «Αυτό το ποίημα το λέτε στα πρωινάδικα, Σίμο μου. Οχι και μεταξύ μας! Τι σε τρόμαξε τόσο;» - «Ο Νίκος Δήμου, Στάθη μου». Η φωνή του ήταν τόσο σπαρακτική, όπως εκείνου του τύπου στη διαφήμιση που σπαράζει «χώρισα, Γκότσηηη»!!! Ο κ. Δήμου; τι έκανε πάλι ο μελίρρυτος και καλόγνωμος αυτός άνθρωπος; Κι αίφνης θυμήθηκα. Ημουν τελείως ξύπνιος (και ΣΥΡΙΖΑ) πλέον, με έπιασε και το ιπποφαές μου και θυμήθηκα τον κ. Δήμου να λέει με παιχνιδιάρικο ύφος στον ΣΚΑΪ (10/3): «Θα σας πω κι ένα μυστικό, έχουμε ήδη τη στήριξη ξένων παραγόντων, οι οποίοι μας λένε προχωρήστε κι εμείς θα χρηματοδοτήσουμε αυτήν την προσπάθεια». Τώρα τα κατάλαβα όλα!!!
- Μην κάνεις έτσι, βρε Σίμο! Αποκλείεται να ομολόγησε έτσι ξετσίπωτα ο κ. Δήμου ότι το Ποτάμι θα τα πιάσει από ξένους παράγοντες! Αυτά τα πράγματα γίνονται, δεν λέγονται. Ούτε ξεμωράθηκε τόσον το «νέο» στην πολιτική, για να επικαλείται χρηματοδότηση από ξένους. Ούτε οι προδότες δεν λένε τέτοια πράγματα.
Σαν να ησύχασε κάπως ο Σίμος. «Στάθη, είσαι αδερφός, έστω απ’ την απέναντι όχθη» μουρμούρισε. Και το ’κλεισε ο μπαγάσας - πάει και το cocktail buffet των 1.750 ευρώ.
Εμεινα σκεφτικός. Λες να ’χει δίκιο ο Σταύρος, όταν λέει ότι όλοι μαζί μπορούμε να βρούμε λύσεις (όπως η αφεντιά μου σήμερα για το άγχος του Σίμου), λες να ’χει δίκιο, όταν λέει ότι στην εποχή μας δεν υπάρχει πια η διάκριση δεξιά - αριστερά; Θα μου πεις, αυτήν τη «νέα διαπίστωση» την ακούω είκοσι χρόνια τώρα κι όμως δεν έχει χάσει τη «φρεσκάδα» της. Κάθε λίγο και λιγάκι όλο και κάποιος περινούστατος την ανακαλύπτει ως άλλο σπίρτο (την πυρίτιδα). Ντριιιν - όχι πάλι! Το σηκώνω κουρασμένα.
- Ελα, Σίμο μου...
- Ποιος Σίμος, κ. Σταυρόπουλε; Απ’ την τράπεζα είμαστε!..
(Δημοσιεύθηκε στο enikos.gr)
Το πρωί ξυπνάω δύσκολα (όπως θα μου έλεγε ο Σταύρος στους «πρωταγωνιστές» αν του έδινα συνέντευξη). Θέλω μια κούπα με καφέ και τέσσερα τσιγάρα (όπως λέει και το μερακλαντάν άσμα), εγώ θέλω πέντε (όπως θα τους έλεγε ο Σταύρος στους «πρωταγωνιστές» αν τους έπαιρνε συνέντευξη) - των τσιγάρων. Για να κόψουν το κάπνισμα, εννοείται. Πάντα υπάρχει ένας καλός σκοπός στην πολιτική ορθότητα.
Πρωί πρωί λοιπόν με την εαρινή δροσούλα, ντριιν, χτυπάει το τηλέφωνο - «καμμιά τράπεζα θα είναι πάλι» μονολογώ, και κάνω ότι δεν ακούω, άλλωστε εκείνη τη στιγμή άκουγα τον κ. Καμπουράκη να λέει σε μιαν εκπρόσωπο του ΚΚΕ ότι «το κόμμα καλπάζει στις δημοσκοπήσεις» κι εκείνη χασκογέλαγε σφόδρα κολακευμένη - είπαμε: ξυπνάω..
δύσκολα και μέχρι να ’ρθει το μυαλό μου στη θέση του, θέλω μια κούπα με καφέ με τέσσερα τσιγάρα, ήμουν στο τρίτο, «δεν πάει στο διάολο» μονολόγησα, ντριιιν το τηλέφωνο, είναι που είναι κουνημένο το μυαλό μου, άρχισε να χορεύει τσάρλεστον. Σήκωσα το ακουστικό. Μια ευγενική γυναικεία φωνή με ρωτούσε: «ο κ.Σταυρόπουλος;». Οχι, βρυχήθηκα, πέθανα χτες βράδυ μέσα σε φριχτούς πόνους. Και το έκλεισα (Χε, τη μνημειώδη αυτή φράση «δεν είμαι εγώ, πέθανα χθες βράδυ μέσα σε φριχτούς πόνους» χρησιμοποιούσε ο αείμνηστος Λέων Καραπαναγιώτης, αν τον ενοχλούσε στο τηλέφωνο κάποιος που δεν ήταν προγραμματισμένο να τον ενοχλήσει. Εκτοτε, χρησιμοποιώ κι εγώ την ίδια φράση, αλλά όχι με την ίδια επιτυχία, όπως ο Λέων. Παρά ταύτα επιμένω, δεν μπορεί, κάποτε θα του μοιάσω), όμως, ντριιιν, επιμένει και το τηλέφωνο. «Κύριε Σταυρόπουλε, αφήστε τα κρύα αστεία, σας θέλει ο κ. Κεδίκογλου», η ίδια ευγενική γυναικεία φωνή, αλλά κάπως παγωμένη κι επικριτική, «μάλιστα», λέω χαμηλόφωνα, νιώθοντας τον λαϊκισμό μέσα μου να την κάνει αλά γαλλικά.
- Στάθη, αδερφέ μου!
- Ωπα;…;...!
- Στάθη, δεν με γνώρισες; o Σίμος είμαι!
- Με ηχογραφείς;
- Εννοείται!
- Ωραία! Αρα ό,τι πω θα μπορεί να χρησιμοποιηθεί εναντίον μου χάριν της προσωπικής μου ασφάλειας, όπως λένε και οι τράπεζες.
- Εχεις κανένα προβληματάκι με τις τράπεζες; Να σ’ το λύσουμε!
- Τι λες, Σίμο μου; (γλυκαίνω). Για ποιον με πέρασες; (γλυκαίνω τόσο πολύ, που ακόμα και ο Σίμος κουμπώθηκε).
- Ασε τα αστεία. Κάποια στιγμή θα πρέπει να γνωριστούμε καλύτερα. Τι κάνεις το βράδυ; Τι θα έλεγες για ένα ποτάκι;
Σκέφτομαι γρήγορα! Ο Σίμος οργανώνει cocktail buffets για καθώς πρέπει δημοσιογράφους (γύρω στα 1.750 ευρώ έκαστον), γεύματα αβροφροσύνης (γύρω στα 2.500 ευρώ έκαστον) και τετ-α-τετ δείπνα (730 ευρώ έκαστον) - μη μας πάρει και για λιγούρια. «Ποιοι άλλοι θα είναι;», τον ρωτώ για να κερδίσω χρόνο.
- Θα ήταν κι ο Παντελής, αλλά χθες έγιναν στη Λετονία οι ετήσιες παρελάσεις προς τιμήν των Λετονών Waffen SS και τον στείλαμε αποστολή στη Ρίγα για να μην τις δει και να μεταδώσει ότι δεν έγιναν. Θα ήταν και η Μισέλ, αλλά έχει ανειλημμένες υποχρεώσεις, τι λες αν συναντιόμασταν οι δυο μας;
- Δεν θα ήταν κάπως επικίνδυνο για τη φήμη μου;
- Ελα, βρε Στάθη. Οι κυβερνητικοί εκπρόσωποι έρχονται και παρέρχονται. Τα παπαγαλάκια μένουν.
- Με έχεις για παπαγαλάκι, Σίμο;
- Μηδένα προ του τέλους μακάριζε.
- Σίμο!
- Πάταξον μεν, άκουσον δε!
Αναψα το τέταρτο τσιγάρο. Κάποιος μου κάνει πλάκα, σκέφθηκα. Με πιάσανε στον ύπνο (πριν απ’ το τέταρτο τσιγάρο). «Πάψε να γράφεις για τσιγάρα» μου λέει το τσιπάκι που μου έχουν εμφυτεύσει στον εγκέφαλο, «θα σε κατηγορήσουν ότι προπαγανδίζεις τον καπνό». Ναι, αλλά κάποιος μου κάνει πλάκα, ξανασκέφτομαι και ρωτάω τον Σίμο: «πού θα συναντηθούμε;» - «Στο “Αλάτσι” του Σταύρου» μου κάνει! Να τη η πλάκα! - και κλείνω το τηλέφωνο. Ντριιιν, ξαναχτυπάει. Δεν σταματάει. Ή θα το σπάσω (δεν είμαστε για έξοδο) ή θα το σηκώσω (το σηκώνω). «Ζήση, εσύ είσαι;» ρωτάω δειλά! «Οχι, ο Σίμος και μην το κλείσεις! Πρέπει να βάλεις πλάτη, Στάθη», μου λέει σε δραματικό τόνο, «γιατί; πέφτετε ;», τον ρωτάω πασιχαρής, «όχι σε μας! στη χώρα!» - «τι να της κάνουμε της χώρας;» - «να βάλετε πλάτη, να τη βγάλουμε στις αγορές, να μην μπούμε σε τρίτο μνημόνιο, να μοιράσουμε το πλεόνασμα!».
Η κατάσταση πρέπει να ’ναι πολύ σοβαρή! «Αυτό το ποίημα το λέτε στα πρωινάδικα, Σίμο μου. Οχι και μεταξύ μας! Τι σε τρόμαξε τόσο;» - «Ο Νίκος Δήμου, Στάθη μου». Η φωνή του ήταν τόσο σπαρακτική, όπως εκείνου του τύπου στη διαφήμιση που σπαράζει «χώρισα, Γκότσηηη»!!! Ο κ. Δήμου; τι έκανε πάλι ο μελίρρυτος και καλόγνωμος αυτός άνθρωπος; Κι αίφνης θυμήθηκα. Ημουν τελείως ξύπνιος (και ΣΥΡΙΖΑ) πλέον, με έπιασε και το ιπποφαές μου και θυμήθηκα τον κ. Δήμου να λέει με παιχνιδιάρικο ύφος στον ΣΚΑΪ (10/3): «Θα σας πω κι ένα μυστικό, έχουμε ήδη τη στήριξη ξένων παραγόντων, οι οποίοι μας λένε προχωρήστε κι εμείς θα χρηματοδοτήσουμε αυτήν την προσπάθεια». Τώρα τα κατάλαβα όλα!!!
- Μην κάνεις έτσι, βρε Σίμο! Αποκλείεται να ομολόγησε έτσι ξετσίπωτα ο κ. Δήμου ότι το Ποτάμι θα τα πιάσει από ξένους παράγοντες! Αυτά τα πράγματα γίνονται, δεν λέγονται. Ούτε ξεμωράθηκε τόσον το «νέο» στην πολιτική, για να επικαλείται χρηματοδότηση από ξένους. Ούτε οι προδότες δεν λένε τέτοια πράγματα.
Σαν να ησύχασε κάπως ο Σίμος. «Στάθη, είσαι αδερφός, έστω απ’ την απέναντι όχθη» μουρμούρισε. Και το ’κλεισε ο μπαγάσας - πάει και το cocktail buffet των 1.750 ευρώ.
Εμεινα σκεφτικός. Λες να ’χει δίκιο ο Σταύρος, όταν λέει ότι όλοι μαζί μπορούμε να βρούμε λύσεις (όπως η αφεντιά μου σήμερα για το άγχος του Σίμου), λες να ’χει δίκιο, όταν λέει ότι στην εποχή μας δεν υπάρχει πια η διάκριση δεξιά - αριστερά; Θα μου πεις, αυτήν τη «νέα διαπίστωση» την ακούω είκοσι χρόνια τώρα κι όμως δεν έχει χάσει τη «φρεσκάδα» της. Κάθε λίγο και λιγάκι όλο και κάποιος περινούστατος την ανακαλύπτει ως άλλο σπίρτο (την πυρίτιδα). Ντριιιν - όχι πάλι! Το σηκώνω κουρασμένα.
- Ελα, Σίμο μου...
- Ποιος Σίμος, κ. Σταυρόπουλε; Απ’ την τράπεζα είμαστε!..
(Δημοσιεύθηκε στο enikos.gr)