του Γιώργου Ανανδρανιστάκη*
Θέλω να ξέρω, γιατρέ μου, είναι κακό που κάθομαι με τον φραπέ στο χέρι και βλέπω τον Κωστόπουλο να εξευτελίζεται στο πρωινό του Μega;
Κάνε, Πέτρο, γαλιφιές στην τραγουδιάρα που τη σνομπάρεις μέχρι τα βάθη της ψυχούλας σου, μπας και γλυκαθεί και ξανάρθει στο τσαντίρι.
Άλειψε, Πέτρο, με αντιγηραντική αλοιφή το μανεκέν και πρόσεξε μη χάσεις κανέναν πόντο, γιατί θα φύγει ο σπόνσορας.
Δάγκωσε, Πέτρο, τον κολοκυθοκεφτέ κι αν δεν σ' αρέσει, μην το δείξεις στην κάμερα, γιατί θα θυμώσει ο σεφ και θα πάει στον Λιάγκα.
Α, ρε άτιμη κοινωνία, άλλους τους ανεβάζεις κι άλλους τους κατεβάζεις.
Τον Πέτρο τον Κωστόπουλο τον ανέβασες πολύ ψηλά, μέχρι το Κλικ τον πήγες, μέχρι το Nitro,..
στο χρηματιστήριο τον έβαλες, με τον Μαρινόπουλο και τον Ιωάννου τον συνεταίρισες, στα ύψη της ΙΜΑΚΟ τον εκτόξευσες.
Και να οι Κηφισιές, και να οι Μύκονοι, και να τα ρόλεξ, και να τα πούρα, και να τα γκάμπριο,
είδωλο των μωροφιλόδοξων πειναλέων τον έκανες τον Πέτρο μας.
Και μετά του έριξες μία και τον έστειλες στα Τάρταρα, πάει η φωλιά, πάνε τα κοτσιφόπουλα, καθόταν στο κλαρί μονάχος.
Τι να κάνει κι αυτός, έγραψε ένα μακροσκελέστατο (κατάλοιπο της νεανικής συγκατοίκησής του με τον Λαλιώτη) άρθρο αυτοκριτικής του στιλ «τι μαλάκες είσαστε, που δεν μου είπατε εγκαίρως τι μαλάκας ήμουνα» και μετά πήγε να πιάσει δουλειά στην τηλεόραση.
Πήρε και τη σύζυγο μαζί, για να μπαίνει διπλό μεροκάματο στην οικογένεια, σαν τη Βουγιουκλάκη με τον Παπαμιχαήλ στις «Διπλοπενιές».
Βρε, πώς κατάντησα στη ζωή κι από το πρώτο το σκαλί στο τελευταίο πήγα, να μιμούμαι στα στερνά μου την Ελένη και τη Ρούλα, μπας και μου πετάξουν κανένα ξεροκόμματο οι μπομπολαίοι και οι κυριακαίοι.
Τον βλέπω τον Πέτρο να παίζει από τις 10 μέχρι τη 1 έναν ρόλο που σιχαίνεται και χαίρεται το φυλλοκάρδι μου. Χαίρομαι, γιατί στην παρακμή και την πτώση του Κωστόπουλου αντικρίζω το λυκόφως μιας ολόκληρης εποχής.
Ο Κωστόπουλος είναι η φούσκα, το κενό, η οίηση, η ημιμάθεια, η απληστία, ο κυνισμός, ο μικρομεγαλισμός, είναι ο επαρχιώτης που έγινε πρώτος στο χωριό και μετά ονόμασε το χωριό πόλη για να 'χει να υπερηφανεύεται.
Φτιάξανε με τον Σημίτη τη γέφυρα του Ρίου - Αντίρριου και μετά πήραν ένα μαρτίνι, κάθισαν από κάτω και νόμιζαν ότι βρίσκονταν στο Μανχάταν.
«Τι θα γίνει, ρε παιδιά; Τρεις μήνες καθόμαστε εδώ κι ακόμη να περάσει ο Γούντι Άλεν».
Σκάσανε οι κωστόπουλοι μαζί με τη φούσκα τους κι αντί να πάνε να γεράσουνε με ταπεινότητα και αξιοπρέπεια, ντυθήκανε τζουτζέδες και βγήκανε στο μεϊντάνι να διασκεδάσουνε τους βαριεστημένους.
Πρόσεξε, Πέτρο, μη σε πνίξει ο κολοκυθοκεφτές.
*To κείμενο γράφτηκε λίγο προτού ο Κωστόπουλος πάει στη ΓΑΔΑ και συλληφθεί για χρέη προς το Δημόσιο
Θέλω να ξέρω, γιατρέ μου, είναι κακό που κάθομαι με τον φραπέ στο χέρι και βλέπω τον Κωστόπουλο να εξευτελίζεται στο πρωινό του Μega;
Κάνε, Πέτρο, γαλιφιές στην τραγουδιάρα που τη σνομπάρεις μέχρι τα βάθη της ψυχούλας σου, μπας και γλυκαθεί και ξανάρθει στο τσαντίρι.
Άλειψε, Πέτρο, με αντιγηραντική αλοιφή το μανεκέν και πρόσεξε μη χάσεις κανέναν πόντο, γιατί θα φύγει ο σπόνσορας.
Δάγκωσε, Πέτρο, τον κολοκυθοκεφτέ κι αν δεν σ' αρέσει, μην το δείξεις στην κάμερα, γιατί θα θυμώσει ο σεφ και θα πάει στον Λιάγκα.
Α, ρε άτιμη κοινωνία, άλλους τους ανεβάζεις κι άλλους τους κατεβάζεις.
Τον Πέτρο τον Κωστόπουλο τον ανέβασες πολύ ψηλά, μέχρι το Κλικ τον πήγες, μέχρι το Nitro,..
στο χρηματιστήριο τον έβαλες, με τον Μαρινόπουλο και τον Ιωάννου τον συνεταίρισες, στα ύψη της ΙΜΑΚΟ τον εκτόξευσες.
Και να οι Κηφισιές, και να οι Μύκονοι, και να τα ρόλεξ, και να τα πούρα, και να τα γκάμπριο,
είδωλο των μωροφιλόδοξων πειναλέων τον έκανες τον Πέτρο μας.
Και μετά του έριξες μία και τον έστειλες στα Τάρταρα, πάει η φωλιά, πάνε τα κοτσιφόπουλα, καθόταν στο κλαρί μονάχος.
Τι να κάνει κι αυτός, έγραψε ένα μακροσκελέστατο (κατάλοιπο της νεανικής συγκατοίκησής του με τον Λαλιώτη) άρθρο αυτοκριτικής του στιλ «τι μαλάκες είσαστε, που δεν μου είπατε εγκαίρως τι μαλάκας ήμουνα» και μετά πήγε να πιάσει δουλειά στην τηλεόραση.
Πήρε και τη σύζυγο μαζί, για να μπαίνει διπλό μεροκάματο στην οικογένεια, σαν τη Βουγιουκλάκη με τον Παπαμιχαήλ στις «Διπλοπενιές».
Βρε, πώς κατάντησα στη ζωή κι από το πρώτο το σκαλί στο τελευταίο πήγα, να μιμούμαι στα στερνά μου την Ελένη και τη Ρούλα, μπας και μου πετάξουν κανένα ξεροκόμματο οι μπομπολαίοι και οι κυριακαίοι.
Τον βλέπω τον Πέτρο να παίζει από τις 10 μέχρι τη 1 έναν ρόλο που σιχαίνεται και χαίρεται το φυλλοκάρδι μου. Χαίρομαι, γιατί στην παρακμή και την πτώση του Κωστόπουλου αντικρίζω το λυκόφως μιας ολόκληρης εποχής.
Ο Κωστόπουλος είναι η φούσκα, το κενό, η οίηση, η ημιμάθεια, η απληστία, ο κυνισμός, ο μικρομεγαλισμός, είναι ο επαρχιώτης που έγινε πρώτος στο χωριό και μετά ονόμασε το χωριό πόλη για να 'χει να υπερηφανεύεται.
Φτιάξανε με τον Σημίτη τη γέφυρα του Ρίου - Αντίρριου και μετά πήραν ένα μαρτίνι, κάθισαν από κάτω και νόμιζαν ότι βρίσκονταν στο Μανχάταν.
«Τι θα γίνει, ρε παιδιά; Τρεις μήνες καθόμαστε εδώ κι ακόμη να περάσει ο Γούντι Άλεν».
Σκάσανε οι κωστόπουλοι μαζί με τη φούσκα τους κι αντί να πάνε να γεράσουνε με ταπεινότητα και αξιοπρέπεια, ντυθήκανε τζουτζέδες και βγήκανε στο μεϊντάνι να διασκεδάσουνε τους βαριεστημένους.
Πρόσεξε, Πέτρο, μη σε πνίξει ο κολοκυθοκεφτές.
*To κείμενο γράφτηκε λίγο προτού ο Κωστόπουλος πάει στη ΓΑΔΑ και συλληφθεί για χρέη προς το Δημόσιο