Ο ονειρικός δημοσιογράφος που αλλάζει και το χαρτί τουαλέτας κι ο πραγματικός που του πρόσφεραν 6.6 ευρώ τη μέρα, για πεντάωρη εργασία επί 30 ημέρες το μήνα
Ξύπνησα με έναν επαγγελματικό εφιάλτη που έτσι κι αλλιώς τον βιώνουμε στο ξύπνιο μας: ο εκδότης – ένας εκδότης, όχι συγκεκριμένος – μου ζητούσε ραντεβού στις 5 το πρωί (αν και μετά το μεσημέρι είμαστε καθημερινά τουλάχιστον για 12 ώρες στο ίδιο κτήριο) και με προϊδέασε για τον λόγο τής συνάντησης.
Έμαθα τις λεπτομέρειες τα χαράματα στο ραντεβού τής αφυπνισμένης τσίμπλας. Από το τέλος του μήνα θα έχανα την επιτελική μου θέση, και θα είχα τις εξής αυξημένες και πολλαπλές.. αρμοδιότητες:
- ρεπορτάζ αεροδρομίου (υπάρχει και τέτοιο;) για να καταγράφω με λεπτομέρειες τις αφίξεις προσωπικοτήτων τής ΕΕ,
- το μεσημέρι πληκτρολόγηση χειρόγραφων επιστολών από αναγνώστες,
- μεταφράσεις ειδήσεων από μια άγνωστη περίεργη γλώσσα που έχει μόνο οδοντικά και συριστικά σύμφωνα την οποία όφειλα να ξέρω,
- το απόγευμα μια-δυο συνεντεύξεις από πρόσωπα της ημέρας, ριράιτινγκ, «αλλά άμα χρειαστεί θα γράφεις και κάνα ματσάκι» και
- το βράδυ «ένα χεράκι βοηθείας στους διορθωτές», μερικές τηλεφωνικές ανταποκρίσεις (ακόμα υπάρχουν τέτοιες στην εποχή των ι-μέιλ;), μια-δυο ώρες στο τηλεφωνικό κέντρο και κλείσιμο σελίδων.
Μου έκλεισε πονηρά το μάτι, λέγοντας πως είμαι από τους λίγους τυχερούς (λόγω πολυετίας) που δεν θα αδειάζουν τα τασάκια, δεν θα σκουπίζουν-σφουγγαρίζουν, δεν θα αλλάζουν το χαρτί στην τουαλέτα και δεν σβήνουν όλα τα φώτα στα γραφεία τη νύχτα όταν θα φεύγει και ο προτελευταίος, κάνοντας όλα αυτά μαζί με τις άλλες δημοσιογραφικές ή δημοσιογραφοδήθεν ευθύνες.
Ο μισθός μου, είπε, θα είχε την αναγκαία λογική μείωση για να επιβιώσει η επιχείρηση και κάτι μου πέταξε για «πενήντα ευρώ», νομίζω τον μήνα, αλλά για να μην τον αδικώ μπορεί να είπε και την εβδομάδα – δεν βάζω το χέρι μου στη φωτιά. (Το μόνο σίγουρο ήταν ότι έπαιζε πάνω στο γραφείο του με ένα μπλοκάκι αποδείξεων παροχής υπηρεσιών).
Μου έδωσε το δικαίωμα της άρνησης αν το έκρινα και μου έδειξε την είσοδο όπου συνωστίζονταν απόφοιτοι δημοσιογραφικών σχολών που σήμερα τελειώνουν και αύριο πιάνουν δουλειά (θα επιλέγονταν, είπε, αυτοί με ημιτελή ελληνικά και ατελές νευρικό σύστημα για να μην εγείρουν απαιτήσεις αργότερα). Του απάντησα ότι θα το σκεφτώ, αλλά προηγουμένως ενδιαφέρθηκα να μάθω ποιοι τουλάχιστον θα ήταν οι νέοι διευθυντές και αρχισυντάκτες. «Τα παιδιά που επιμελούνταν πέρσι τη Δ΄ Εθνική, με κάποια άλλα που έγραφαν τα φαρμακεία και το τηλεοπτικό πρόγραμμα γιατί είναι φτηνοί», απάντησε.
Ξύπνησα με ένα αίσθημα αποφασιστικότητας, με ένα ψυχικό κύμα ανυποχώρητης επαναστατικότητας, αποφασισμένος να φωνάξω (και με αυτήν την κραυγή άνοιξα τα μάτια μου) «ΑΡΝΟΥΜΑΙ»! Αλλά ανακάθισα στο μαξιλάρι. Προσπάθησα να ελέγξω την αναπνοή μου (σαν από Μαραθώνιο σε ανηφόρα) κι άρχισα να το σκέφτομαι. Μήπως κάνω καμιά βλακεία και χάσω τη δουλειά μου; Δεν σου χαρίζει κανείς πενήντα ευρώ σήμερα χωρίς να κάνεις κάτι...
Υστερόγραφο: Με ελάχιστες γνώσεις τής φροϋδικής θεωρίας αναζήτησα σε απωθημένες δράσεις τού λίμπιτό μου (μετά από τόσες σεξιστικές δράσεις της τρόικας σε βάρος μας) την αιτία. Αλλά τη βρήκα σε μέιλ συναδέλφου που μου εξηγούσε τα αίτια της απώλειας της δουλειάς του σε ένα Μέσον ενημέρωσης (ο Θεός να το κάνει) – κι αυτό το μέιλ είναι πραγματικό, όχι ονειρικό. Μου γράφει ο καλός μου συνάδελφος και φίλος από τα παλιά:
«Μου ζήτησε μείωση σε ποσοστό 55%, να δουλεύω με 400 ευρώ στην εφημερίδα και στο σάιτ. Στην πρώτη συνάντηση μου είπε ότι μπορώ, αν θέλω, να μείνω σε κάποιο από τα δύο με 200. Την επόμενη, του ζήτησα να μείνω στην εφημερίδα αλλά το γύρισε και απάντησε πως πάνε πακέτο. Ήθελε να δουλεύω 4-5 ώρες κάθε μέρα στο σάιτ, για 30 μέρες, δηλαδή χωρίς ρεπό, με 200 ευρώ. Που σημαίνει για 6,6 ημερησίως. Τον ρώτησα αν εκείνος θα δούλευε τόσο πολύ και κάθε μέρα για 6,6 ευρώ. Δεν απάντησε και το θέμα έμεινε μετέωρο. Δεν με πήρε τηλέφωνο από τότε».
(Η δουλειά – φευ! – είχε χαθεί…)
Διονύσης Βραϊμάκης / harddog-sport
Ξύπνησα με έναν επαγγελματικό εφιάλτη που έτσι κι αλλιώς τον βιώνουμε στο ξύπνιο μας: ο εκδότης – ένας εκδότης, όχι συγκεκριμένος – μου ζητούσε ραντεβού στις 5 το πρωί (αν και μετά το μεσημέρι είμαστε καθημερινά τουλάχιστον για 12 ώρες στο ίδιο κτήριο) και με προϊδέασε για τον λόγο τής συνάντησης.
Έμαθα τις λεπτομέρειες τα χαράματα στο ραντεβού τής αφυπνισμένης τσίμπλας. Από το τέλος του μήνα θα έχανα την επιτελική μου θέση, και θα είχα τις εξής αυξημένες και πολλαπλές.. αρμοδιότητες:
- ρεπορτάζ αεροδρομίου (υπάρχει και τέτοιο;) για να καταγράφω με λεπτομέρειες τις αφίξεις προσωπικοτήτων τής ΕΕ,
- το μεσημέρι πληκτρολόγηση χειρόγραφων επιστολών από αναγνώστες,
- μεταφράσεις ειδήσεων από μια άγνωστη περίεργη γλώσσα που έχει μόνο οδοντικά και συριστικά σύμφωνα την οποία όφειλα να ξέρω,
- το απόγευμα μια-δυο συνεντεύξεις από πρόσωπα της ημέρας, ριράιτινγκ, «αλλά άμα χρειαστεί θα γράφεις και κάνα ματσάκι» και
- το βράδυ «ένα χεράκι βοηθείας στους διορθωτές», μερικές τηλεφωνικές ανταποκρίσεις (ακόμα υπάρχουν τέτοιες στην εποχή των ι-μέιλ;), μια-δυο ώρες στο τηλεφωνικό κέντρο και κλείσιμο σελίδων.
Μου έκλεισε πονηρά το μάτι, λέγοντας πως είμαι από τους λίγους τυχερούς (λόγω πολυετίας) που δεν θα αδειάζουν τα τασάκια, δεν θα σκουπίζουν-σφουγγαρίζουν, δεν θα αλλάζουν το χαρτί στην τουαλέτα και δεν σβήνουν όλα τα φώτα στα γραφεία τη νύχτα όταν θα φεύγει και ο προτελευταίος, κάνοντας όλα αυτά μαζί με τις άλλες δημοσιογραφικές ή δημοσιογραφοδήθεν ευθύνες.
Ο μισθός μου, είπε, θα είχε την αναγκαία λογική μείωση για να επιβιώσει η επιχείρηση και κάτι μου πέταξε για «πενήντα ευρώ», νομίζω τον μήνα, αλλά για να μην τον αδικώ μπορεί να είπε και την εβδομάδα – δεν βάζω το χέρι μου στη φωτιά. (Το μόνο σίγουρο ήταν ότι έπαιζε πάνω στο γραφείο του με ένα μπλοκάκι αποδείξεων παροχής υπηρεσιών).
Μου έδωσε το δικαίωμα της άρνησης αν το έκρινα και μου έδειξε την είσοδο όπου συνωστίζονταν απόφοιτοι δημοσιογραφικών σχολών που σήμερα τελειώνουν και αύριο πιάνουν δουλειά (θα επιλέγονταν, είπε, αυτοί με ημιτελή ελληνικά και ατελές νευρικό σύστημα για να μην εγείρουν απαιτήσεις αργότερα). Του απάντησα ότι θα το σκεφτώ, αλλά προηγουμένως ενδιαφέρθηκα να μάθω ποιοι τουλάχιστον θα ήταν οι νέοι διευθυντές και αρχισυντάκτες. «Τα παιδιά που επιμελούνταν πέρσι τη Δ΄ Εθνική, με κάποια άλλα που έγραφαν τα φαρμακεία και το τηλεοπτικό πρόγραμμα γιατί είναι φτηνοί», απάντησε.
Ξύπνησα με ένα αίσθημα αποφασιστικότητας, με ένα ψυχικό κύμα ανυποχώρητης επαναστατικότητας, αποφασισμένος να φωνάξω (και με αυτήν την κραυγή άνοιξα τα μάτια μου) «ΑΡΝΟΥΜΑΙ»! Αλλά ανακάθισα στο μαξιλάρι. Προσπάθησα να ελέγξω την αναπνοή μου (σαν από Μαραθώνιο σε ανηφόρα) κι άρχισα να το σκέφτομαι. Μήπως κάνω καμιά βλακεία και χάσω τη δουλειά μου; Δεν σου χαρίζει κανείς πενήντα ευρώ σήμερα χωρίς να κάνεις κάτι...
Υστερόγραφο: Με ελάχιστες γνώσεις τής φροϋδικής θεωρίας αναζήτησα σε απωθημένες δράσεις τού λίμπιτό μου (μετά από τόσες σεξιστικές δράσεις της τρόικας σε βάρος μας) την αιτία. Αλλά τη βρήκα σε μέιλ συναδέλφου που μου εξηγούσε τα αίτια της απώλειας της δουλειάς του σε ένα Μέσον ενημέρωσης (ο Θεός να το κάνει) – κι αυτό το μέιλ είναι πραγματικό, όχι ονειρικό. Μου γράφει ο καλός μου συνάδελφος και φίλος από τα παλιά:
«Μου ζήτησε μείωση σε ποσοστό 55%, να δουλεύω με 400 ευρώ στην εφημερίδα και στο σάιτ. Στην πρώτη συνάντηση μου είπε ότι μπορώ, αν θέλω, να μείνω σε κάποιο από τα δύο με 200. Την επόμενη, του ζήτησα να μείνω στην εφημερίδα αλλά το γύρισε και απάντησε πως πάνε πακέτο. Ήθελε να δουλεύω 4-5 ώρες κάθε μέρα στο σάιτ, για 30 μέρες, δηλαδή χωρίς ρεπό, με 200 ευρώ. Που σημαίνει για 6,6 ημερησίως. Τον ρώτησα αν εκείνος θα δούλευε τόσο πολύ και κάθε μέρα για 6,6 ευρώ. Δεν απάντησε και το θέμα έμεινε μετέωρο. Δεν με πήρε τηλέφωνο από τότε».
(Η δουλειά – φευ! – είχε χαθεί…)
Διονύσης Βραϊμάκης / harddog-sport