Πριν από αρκετά χρόνια, σε μια σχετικώς απομακρυσμένη επαρχία της Ουζουμπούρου, ζούσε ένας μικρομεσαίος φύλαρχος. Κι ο φύλαρχος αυτός είχε ένα χόμπι -εκτός από το να κυνηγάει και να μασουλάει τους αντιπάλους του. Είχε τη μανία να εκδίδει μια εφημερίδα με τα νέα της ζούγκλας. Ενα φύλλο που ήταν κι αυτό μικρομεσαίο, σαν τον φύλαρχο τον ίδιο. Λίγο τσιφούτης ήταν, λίγο γκρινιάρης, λίγο μιρμίρης, αλλά οι κανίβαλοί του τον αγαπούσαν, γιατί εκείνη την εποχή πλήρωνε στην ώρα του. Κάποια μάλιστα από τα κανιβαλάκια ήταν τόσο χαϊδεμένα που τα άφηνε ελεύθερα να κυνηγάνε στα κτήματά του. Πήρε λοιπόν θάρρος ένας μικρός κανίβαλος κι αποφάσισε να κονομήσει από τη γενναιοδωρία του φύλαρχου. Και μέσα στο μαγαζί το δικό του, έστησε μηχανισμό για να εκδίδει εφημερίδα στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Και κονόμαγε μια χαρά, ώσπου ο φύλαρχος τον πήρε χαμπάρι. Τον κατάλαβε και αρχικώς τον..
ετοίμαζε για το καζάνι με τη σούπα. Πέσανε όμως επάνω του οι ψυχραιμότεροι και τον ηρέμησαν και τελικά κατέληξε το κανιβαλάκι στην εξορία. Το συνόδευσαν οι φρουροί του φύλαρχου ώς την άκρη της σχετικώς απομακρυσμένης επαρχίας και το διαολόστειλαν. Και νόμιζαν ότι θα ψοφήσει απ' την πείνα σε κάνα νερόλακκο. Αποτέλεσμα; Σήμερα ο κανιβαλάκος είναι αφεντικό με δικό του κατάστημα και παίρνει σκαλπ κι ο φύλαρχος κατέληξε υπάλληλος.
Καλοπληρωμένος έστω, αλλά υπάλληλος...
- από τα Μέσα και media του Χρ. Ξανθάκη / Κ.Ε.