Την εποχή που ο Γιώργος Βότσης, στην Ελευθεροτυπία, άνοιγε διάλογο («Άκου με ένοπλε σύντροφε»)
με τη 17Ν
Στα δώδεκά μου κάνω δύο μεγάλες ανακαλύψεις που είχαν μεγάλη επίδραση στην περαιτέρω ζωή μου: Τη μουσική και τις εφημερίδες. Τυχαία ένα απόγευμα σκαλίζοντας το νέο μας στερεοφωνικό έπεσα επάνω στην εκπομπή του Γιάννη Πετρίδη. Και ένα μεσημέρι μην έχοντας τι να κάνω, μπήκα σιγά σιγά στο δωμάτιο του πατέρα μου που κοιμόταν, και πήρα μέσα από τα χέρια του την εφημερίδα που κρατούσε. Από τότε ξεκινούν δύο σχέσεις ζωής, όπως λένε.
Ο πατέρας μου διάβαζε «Τα Νέα». Τότε ήταν σε μεγάλο σχήμα, με την παλιά γραμματοσειρά στον τίτλο. Έκανες ολόκληρη αεροπλανική κίνηση να γυρίσεις τη σελίδα. Το ΠαΣοΚ σε λίγο θα ερχόταν θριαμβευτικά να σηματοδοτήσει την εποχή της μεταδικτατορικής Ντόλτσε Βίτα, αυθαίρετα χτισμένη νύχτα και νομιμοποιημένη με επέκταση και ευρωπαϊκή επιδότηση. Τότε όμως, ο Αντρέας ήταν μια δύναμη αισιοδοξίας, για μια κοινωνία γεμάτη από χουντικά κατάλοιπα.
Ο παππούς μου διάβαζε την «Αυριανή», την «εφημερίδα που γκρέμισε τον Καραμανλισμό», όπως διατεινόταν για χρόνια στον υπέρτιτλο. Τότε η «Αυριανή» έκανε μισά λεφτά από τις άλλες, πέντε δραχμές αντί για δέκα, και επειδή είχε εξαναγκασθεί να αυξήσει την τιμή της, ενώ δεν ήθελε, προκειμένου να «διαβάζει ο λαός βρε τα αίσχη της Δεξιάς», έβαζε ένα κουπονάκι, (αμέ, τότε πρωτοξεκίνησαν), και για κάθε ένα που τους πήγαινες σου έδιναν ένα..
τάληρο, αν θυμάμαι καλά. Μια μέρα ο παππούς με πήρε βόλτα μέσα από τις γραμμές του τρένου στο Ρέντη και πήγαμε με τα πόδια μέσα από τα χωράφια, στον Ταύρο, με όλα τα κουπονάκια σε ματσάκι, και πήραμε κανένα διακοσαράκι από τα γραφεία της εφημερίδας.
Με τον ερχομό του ΠαΣοΚ σκάνε στα περίπτερα τα ταμπλόιντ, δηλαδή το «Έθνος», που πρώτο έφερε αυτό το ευρωπαϊκό σχήμα. Χρώμα, μικρό μέγεθος, χάρμα ιδέσθαι για τους ποδοσφαιρόφιλους, και Παπανδρεϊκό στο φουλ. Έσπαγε ρεκόρ τότε κυκλοφοριών, τρακοσαριές χιλιάδες, και σύντομα όλες οι υπόλοιπες αναγκάστηκαν να το ακολουθήσουν στο σχήμα, πλην «Καθημερινής» και «Εστίας».
Ο μισός και πλέον τύπος και βεβαίως οι πιο επιδραστικοί τίτλοι ήταν τότε με τη σημαία της Αλλαγής, που φυσούσε τρικάταρτα στα πανιά της χώρας: «Tα Νέα», «το Έθνος», «το Βήμα», η «Ελευθεροτυπία», η «Αυριανή», βεβαίως βεβαίως, και από απέναντι η Δεξιά είχε έντυπα παλαιάς κοπής: «Μεσημβρινή», «Καθημερινή», «Απογευματινή» (με τις γυμνόστηθες ενίοτε να πετάγονται ξεκάρφωτα σε κάτι άρθρα), «Ακρόπολις», πλην βεβαίως του «Ελεύθερου Τύπου», που μπουκάρισε δυναμικά, ως το πρώτο ταμπλόιντ νεοδημοκρατικό, να διεμβολίσει τα Πασοκικά έντυπα.
Κάθε μέρα λοιπόν διάβαζα δύο εφημερίδες, «τα Νέα» ή ενίοτε και το «Έθνος», από τον πατέρα μου, και την «Αυριανή» από τον παππού. Και κάθε Κυριακή, ενθαρρυμένος από τους καθηγητές μου για να βελτιωθώ στην έκθεση, άρχισα να αγοράζω «Tο Βήμα».
Παράλληλα ο καθηγητής μου στο φροντιστήριο αγγλικών διάβαζε συστηματικά «Tο Ποντίκι». Ξεκίνησα να το αγοράζω και δεν αραίωσα παρά δέκα σχεδόν χρόνια αργότερα, έχω ακόμη φυλαγμένα όλα τα φύλλα του από το 1984 μέχρι το 1990, κιτρινισμένα πια σε μεγάλες σακούλες. (για κάποιο διάστημα κυκλοφορούσε και «η Γάτα», για να φάει το «Ποντίκι», αλλά τελικά συνέβη το αντίθετο).
H εφημεριδάρα «Ελευθεροτυπία»
Κάποια στιγμή ο πατέρας μου άλλαξε εφημερίδα. Δε θυμάμαι ακριβώς το λόγο, αλλά το γύρισε στην «Ελευθεροτυπία». Την οποία ήξερα από τους φοιτητές ξαδέρφια μου. Η «Ελευθεροτυπία» ήταν η αγαπημένη των φοιτητών, από Εξάρχεια μέχρι Ζωγράφου, δεν υπήρχε καφετέρια, καφενείο, ταβέρνα, φοιτητικό στέκι που να μην έβλεπες ανθρώπους με «Ελευθεροτυπίες» στα χέρια. Το δε Σαββατιάτικο φύλλο της ήταν το κάτι άλλο. Η ωραιότερη παρέα για ταξίδι με τρένο ή στο πλοίο.
Κάποια στιγμή βέβαια βγήκαν και άλλα φύλλα τα οποία δε μαροημέρευσαν: η επίσης Πασοκική «Επικαιρότητα», η αριστερή «Πρώτη», η κατ΄αντιγραφή από τη USA Today, 24 Ώρες του Κοσκωτά, και άλλες και άλλες.
Ήταν ωραίες εποχές τότε στον ελληνικό τύπο: Ο Μητρόπουλος και ο Κυρ έβγαζαν τη γλώσσα στη Δεξιά που κατέρρεε. Στο «Έθνος» ο Ραφαηλίδης άφησε τον κινηματογράφο και έγραφε φοβερά ιστορικοπολιτικά άρθρα. Ο Μηνάς Χρηστίδης στην κριτική θεάτρου έσφαζε με το γάντι. Στο «Έθνος» είδα πρώτη φορά το ονομά μου σε εφημερίδα, στην κριτική του για την πρώτη μου παράσταση, το 1989.
Στην «Ελευθεροτυπία» ο Φυντανίδης σε ένα εντιτόριαλ αναφερόταν στην πρώτη -τότε- συναυλία των Scorpions! Ο Φρέντυ Γερμανός, με την κλασική του μικρή φωτογραφία δίπλα, έγραφε το χρονογράφημα της ημέρας. Ο Γιώργος Βότσης άνοιγε διάλογο με το «Άκου με ένοπλε σύντροφε» με τη 17 Νοέμβρη, ο Τσαγκαρουσιάνος έφτιαχνε τις «Επιλογές» κάθε Σάββατο -ακόμα έχω φυλαγμένα τα αποκόμματα για τους Massive Attack, ο εκπληκτικός Θ. Κρητικός (ψευδώνυμο) με τις κριτικές θεάτρου του που ο Θύμιος Καρακατσάνης απειλούσε να τον δείρει,ο Μικελίδης με το σινεμά, Ο Θέμος αργότερα με τη «Μαύρη Τρύπα», ο σχολιασμός του «Καιρού» στην τελευταία σελίδα,(μιλάμε για εφημεριδάρα, δε γράφω άλλο για την «Ελευθεροτυπία» γιατί θα κλάψω).
Αλλά δεν ήταν μόνο η Ελευθεροτυπία: Στο «Κυριακάτικο Βήμα» ήταν ο Πλωρίτης, ο Μπουσμπουρέλης, η Σίβυλλα τότε στις δόξες της, στα «Νέα» ο Γεωργουσόπουλος – ακόμη θυμάμαι την κριτική του για την Αντιγόνη του Βουτσινά: «Αντιγόνη μπουγιαμπέσσα»! χαχα! Μιλάμε για ηρωικές αντιδικίες, η στήλη του Ρούσου Βρανά, ο Σαρηγιάννης που έκανε ρεπορτάζ και έβλεπε -και ακόμη βλέπει- τα πάντα, στην Καθημερινή ο Λιγνάδης, άλλη αγάπη η Καθημερινή, δεν κάνω Κυριακή χωρίς αυτή, τέρατα έτσι, όχι αστεία, και βέβαια στο «Ποντίκι» ο Ιωάννου με τον Τρίτο Δρόμο, να βαράει τον Αντρέα αλύπητα, σε εποχή που κονομάγανε όλοι, και ποιος να μιλήσει για το Πασόκ, ο Τριανταφυλλόπουλος έφτιαχνε ακόμη σκίτσα και λεζάντες, ο Κώστας Παπαϊωάννου είχε ένα έντυπο που διαβαζόταν από την πρώτη μέχρι την τελευταία λέξη.
Χιλιάδες κόσμου κάθε μέρα αγόραζαν την εφημερίδα τους, μια συνήθεια άκρως απαραίτητη στην καθημερινότητά τους, όπως ο πρωινός καφές, το μεσημεριανό φαγητό και η απογευματινή ανάπαυση. Οι εφημερίδες, των οποίων η ανάγνωση απαγορευόταν τότε ακόμη στο στρατό «για να μην εξάπτονται τα πολιτικά πάθη», πουλούσαν εξαψήφια φύλλα καθημερινά η κάθε μία, η δε επιδραστικότητα τους γιγαντιαία. Η εικόνα ανθρώπων με εφημερίδες στα χέρια απόλυτα συνηθισμένη, στα μαγαζιά, τα τρένα, τις στάσεις λεωφορείων, στα σαλόνια των σπιτιών, παντού.
Γύρω στο 1990, ένα κουπονάκι κάνει την εμφάνισή του στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία. Αν μάζευες δέκα έπαιρνες το λεξικό Τεγόπουλου-Φυτράκη δωρεάν! Χαμός! Μέσα σε ένα χρόνο τα κουπόνια, τα οποία εξαπλώθηκαν σε όλες σχεδον τις εφημερίδες, έφτασαν να δίνουν εξοχικά στους Δελφούς και Πόρσε αυτοκίνητα – ναι!
Παράλληλα η Ελλάδα αφήνεται αμέριμνη στο λάιφστάιλ των περιοδικών και κάθε διασκέδαση αποενοχοποιείται. Η πάλη των τάξεων καταρρέει στη νύχτα. Όλοι πήγαιναν από το μπαρ στα μπουζούκια, κατόπιν στο κλαμπ, μετά στην καντίνα για «βρώμικα», ο λαός έφτιαχνε τα αμαξάκια του με τρελογκαζιές, και η κουβέντα ήταν στα λεφτά, τις πίστες και τις γκόμενες, τα «πιπίνια» που έγραφε ο Αντρέας Ρουμελιώτης στη στήλη του «ράδιο Ε».
Οι εφημερίδες έκτοτε δεν έγιναν χειρότερες. Κάθε άλλο. Δεν ισχυρίζομαι ντε και καλά ότι τότε ήταν καλύτερες ενώ τώρα όχι. Ποσώς. Απλώς, όπως λένε και οι παλαίμαχοι, τότε υπήρχε και η φανέλα, ενώ μετά…ας μην επεκταθώ.
Όπως και να έχει η εποχή αυτή μας τελείωσε. Όπως όλες. Παρήλθον οι χρόνοι εκείνοι. Και εφημερίδα θα δεις να διαβάζουν μόνον οι άνω των σαράντα, αν δείτε έφηβο με εφημερίδα στα χέρια φωτογραφήστε τον, είναι ουσιαστικά ανύπαρκτο είδος. Μπήκαμε στην ηλεκτρονική ενημέρωση με ελεύθερη πτώση. Η διαπλοκή παρέσυρε ένα σωρό έντυπα, τα διαδικτυακά σάιτ πρόσφεραν φτηνή ενημέρωση συνεχώς, με σχολιασμούς, να βγάζει κι ο αναγνώστης το άχτι του, αλλά τι να το κάνεις, στην πλειοψηφία τους, ό,τι πληρώνεις παίρνεις, χάθηκε η ψυχραιμία, ένα σωρό αρβυλοειδήσεις αναπαράγονται σαν τα μανιτάρια από κάθε σελίδα, βλέπεις σάιτ χωρίς κανένα δημοσιογράφο από πίσω, ταμπουρωμένοι μέσα στα γραφεία, να περιμένουν από άλλους να κάνουν τα ρεπορτάζ για να τα αναπαράγουν κονσερβαρισμένα και αλλοιωμένα, η έρευνα -και από οικονομική δυσπραγία- τινάχτηκε στον αέρα, το καρκίνωμα του παραπολιτικού σχολιασμού μόλυνε την πραγματική ειδησεογραφία.
Από την άλλη η πλειοψηφία των ανθρώπων που ενημερώνονται αποκλειστικά από το διαδίκτυο ρέπει προς μια ενίοτε ασυνάρτητη συνωμοσιολογία. Απαξίωσε τα γνωστά έντυπα, επειδή τα θεώρησε διαπλεκόμενα, και άρχισε να πιστεύει κάθε καρυδιάς ηλεκτρονικό σάιτ και κάθε σύντομο χαζοσχόλιο που διαβάζει από δω κι από κει στα κοινωνικά δίκτυα. Η δε νεολαία αντικατέστησε σχεδόν κάθε της δραστηριότητα με μια οθόνη. Και όχι μόνο η νεολαία βέβαια. Ό,τι δεν υπάρχει στο δίκτυο, πλέον δεν υπάρχει γενικώς για πολύ κόσμο.
Ο δε παραδοσιακός Τύπος, βλέποντας το κοινό να χάνεται, παρέμεινε αγκυλωμένος σε δημοσιογραφία παλαιοκομματικού τύπου, με αρθογραφία παλιομοδίτικη, από ανθρώπους πραγματικά ασύνδετους με τη σύγχρονη ιλιγγιώδη πραγματικότητα. Συνεντεύξεις υπουργών στα κεντρικά σαλόνια που δε λένε απολύτως τίποτα, μπηχτές από δω κι από κει, που έφαγε ο τάδε, με ποιον τα έπινε ο δείνα, ερωτήσεις σε πολιτικούς βολικές και από αποκαλύψεις ψίχουλα. Το έριξαν μετά και στις περικοπές και το πράγμα χειροτέρεψε. Οι αναγνώστες έφυγαν και ο φαύλος κύκλος ξεκίνησε. Οι εφημερίδες έγιναν δισκάδικα και ντιβιντοπωλεία. Και οι καλοί γραφιάδες πηδήξαν απ´ τα παράθυρα.
Όλα αυτά σκεφτόμουν, βλέποντας στο τρένο Δευτέρα πρωί κάποιον κύριο, άνω των πενηνταπέντε, να διαβάζει την εφημερίδα της Δευτέρας. Όχι της Κυριακής. Είχα να το δω τόσον καιρό. Ασυναίσθητα σαν να αισθάνθηκα τη μαυρίλα που άφηναν οι σελίδες στα δάχτυλά μου.
Λυπάμαι. Αλλά όχι και τόσο. Η εποχή είναι μεταβατική για όλους. Αλλά τα νέα έντυπα, για να πιάσουν πρέπει να είναι πραγματικά νέα. Και ηλεκτρονικά ταυτόχρονα. Ζούμε το τέλος της δημοσιογραφίας όπως την είχαμε συνηθίσει. Τέρμα τα άνετα. Δεν πειράζει. Καλό θα κάνει.
Κάνω μια πρόποση λοιπόν σε όσους ατέλειωτες μέρες έβλεπαν τα πιεστήρια με τα φύλλα να τρέχουν. Σε όσους έκαναν αμέτρητες απομαγνητοφωνήσεις. Σε όλους που δούλευαν στα ανήμερα των γιορτών. Σε όσους σαν κι εμένα πάντα κοντοστέκονται στα περίπτερα να διαβάσουν τα πρωτοσέλιδα. Που κουβαλούσαν σπίτι τις εφημερίδες με το κιλό. Αποχαιρετώ τα πηγαδάκια, τη μικρή Βουλή, της Ομόνοιας. Τα δάχτυλά μου δε μαυρίζουν πια τοσο συχνά. Είμαι όμως ακόμα εδώ. Περιμένω τις νέες υπογραφές. Και παρακολουθώ και όσες από τις παλιές μπορούν αιχμηρά να καταγράφουν τον καταρρέοντα κόσμο μας. Κάτι φεύγει κάτι έρχεται. Πάντα. Θέλουμε δε θέλουμε. Πίνω και στον Τύπο που έρχεται. Αλλά ακόμη δε φαίνεται.
*Είναι το τέλος του Τύπου όπως τον ξέραμε (κι εγώ νιώθω μια χαρά) Παραφράζοντας τους R.E.M.
Υ.Γ.1: Ζητώ συγγνώμη από τόσους συντάκτες που δεν αναφέρω για λόγους οικονομίας. Δεν τους ξέχασα.Τους θυμάμαι όλους.
Υ.Γ.1: Ένας καθηγητής μου στη Δραματική μου έλεγε: όποιος διαβάζει εφημερίδες δε διαβάζει βιβλία. Ίσα ίσα αγαπητέ. Το πρώτο τροφοδότησε το δεύτερο. Αν έμαθα σωστά ελληνικά τα έμαθα από τα εκατομμύρια άρθρα που καταβρόχθισα όλα αυτά τα χρόνια. Και τους είμαι ευγνώμων.
- Νίκος Ορφανός / protagon.gr