Πέμπτη 1 Νοεμβρίου 2012

Κολοκοτρώνη 8: Μεσ’ σε καπνούς και σε τσιγάρα


Nέα εξομολόγηση του Στάθη Τσαγκαρουσιάνου - Ποιους δημοσιογράφους αγάπησε και γιατί θέλει να πετύχει «Η Εφημερίδα των Συντακτών»

Αν μη τι άλλο ο Στάθης Τσαγκαρουσιάνος είναι ειλικρινής όταν περιγράφει την εργασιακή -κι όχι μόνο- εμπειρία του από την παλιά «Ελευθεροτυπία.
O δημοσιογράφος - εκδότης εκφράζοντας εμμέσως πλην σαφέστατα την πικρία του, αναφέρει ότι καταφανώς τον εκμεταλλεύονταν καθώς επί πολλά χρόνια αμειβόταν με μπλοκάκι.
Επίσης από τα γραφόμενά του διαφαίνεται ένα παράπονο και κάτι το ανεκπλήρωτο σε κοινωνικό επίπεδο και σε σχέση με τους συναδέλφους του στην παλιά Ελευθεροτυπία καθώς ομολογεί ότι ποτέ δεν εγκλιματίστηκε. «Μου έκανε εντύπωση ότι οι άνθρωποι εκεί ήταν καλοσυνάτοι και προσηνείς –κάπνιζαν όλοι, καλαμπούριζαν δυνατά– αλλά δεν είχα και πολλά κοινά με τα ενδιαφέροντά τους. Λίγες φορές που βγήκα μαζί τους (σε τραπέζια, σε κέντρα κ.λπ.) αλληλοκοιταζόμασταν σαν αντικρινές όχθες μιας αβύσσου...» γράφει χαρακτηριστικά.
Ο πάντα ειλικρινής και παραπονιάρης Τσαγκαρουσιάνος αναφέρει ποιούς ξεχώρισε  από την κλίκα και το συνάφι -γενικά- των δημοσιογράφων:..
«Μόνο στα γηρατειά τους, αγάπησα δυο έκκεντρους και διαφορετικούς δημοσιογράφους, αλλά με τρόπο προσωπικό: τον αγαθό και παθιασμένο Πάνο Γεραμάνη και την ντανταΐστρια Φωφώ Βασιλακάκη – ενώ πολύ πριν γίνει δημοσιογράφος, αγαπούσα τον Παντελή Μπουκάλα της Καθημερινής»...
 Ο Στάθης Τσαγκαρουσιάνος -πέρα από όλα αυτά- εξομολογείται στη Lifo για ποιους λόγους θέλει να πετύχει η «Εφημερίδα των Συντακτών».Διαβάστε τι γράφει:

Ξεκινά στις 5 Νοεμβρίου μια νέα εφημερίδα που για δύο λόγους θέλω να πετύχει: η «Εφημερίδα των Συντακτών».
Ο πρώτος λόγος είναι συναισθηματικός. Στεγάζεται εκεί όπου ξεκίνησα να δουλεύω – στην οδό Κολοκοτρώνη. Εκεί ήταν στοιβαγμένη η παλιά «Ελευθεροτυπία», που ακόμα θυμάμαι πόντο-πόντο τη διάταξή της, αν και πήγαινα σπανίως. Επί πολλά χρόνια ήμουνα με μπλοκάκι (αμειβόμουν με ψίχουλα) και καταφανώς με εκμεταλλεύονταν. Αλλά δεν με ένοιαζε - άλλες ήταν οι προτεραιότητές μου τότε, όχι ο μισθός. Μπορούσες να ζήσεις με ελάχιστα, η μπίρα στην ΕΒΓΑ ήταν τζάμπα. Και μ’ άρεσε να γράφω.
Ομολογώ, όμως, ότι ποτέ δεν εγκλιματίστηκα. Μου έκανε εντύπωση ότι οι άνθρωποι εκεί ήταν καλοσυνάτοι και προσηνείς –κάπνιζαν όλοι, καλαμπούριζαν δυνατά– αλλά δεν είχα και πολλά κοινά με τα ενδιαφέροντά τους. Λίγες φορές που βγήκα μαζί τους (σε τραπέζια, σε κέντρα κ.λπ.) αλληλοκοιταζόμασταν σαν αντικρινές όχθες μιας αβύσσου. Μια λατρεμένη αμηχανία.
Αργότερα, που άρχισα να κάνω τον γύρο της πιάτσας, είδα ότι η «Ελευθεροτυπία» ήταν το πιο δημοκρατικό και ανθρώπινο μαγαζί απ’ όλα. Ωστόσο, η πιάτσα ολοένα πρηζόταν κι αρρώσταινε. Οι δημοσιογράφοι, παντοδύναμοι, πριν από το ίντερνετ και την ιδιωτική τηλεόραση, ήταν κάτι σαν δεσπότες της πόλης. Όριζαν τους κανόνες του παιχνιδιού. Μια γραμμή τους, γραμμένη είτε με πάθος είτε με πόθο αλήθειας είτε με άδικη χολή, έκλεινε σπίτια, διοχέτευε αλλού τον μυστικό ρου του χρήματος, επέβαλλε αξίες (ή μετριότητες). Οι συνάδελφοί μου απολάμβαναν την αχαλίνωτη δύναμή τους, αμέριμνα. Ένιωθαν τυχεροί και προνομιούχοι - τα ομορφόπαιδα της πόλης.
Ήταν η εποχή που το ΠΑΣΟΚ, κατ’ αντιστοιχία, γιόρταζε τον δικό του θρίαμβο, που δεν ήταν μακριά από τη λαφυραγωγία. Και στους μεν και στο δε, η αίσθηση του χρέους, της ευσυνείδητης δουλειάς και του λειτουργήματος είχαν πάει περίπατο: ζούσαν την εποχή του χασάπικου στο Περιβόλι του Ουρανού.
Δεν ανήκα στις κλίκες αυτές (μόνο στα γηρατειά τους, αγάπησα δυο έκκεντρους και διαφορετικούς δημοσιογράφους, αλλά με τρόπο προσωπικό: τον αγαθό και παθιασμένο Πάνο Γεραμάνη και την ντανταΐστρια Φωφώ Βασιλακάκη – ενώ πολύ πριν γίνει δημοσιογράφος, αγαπούσα τον Παντελή Μπουκάλα της «Καθημερινής»). Αλλά δεν ήμουν βλάκας – έβλεπα! Έβλεπα την ολοένα ασφυκτικότερη διαπλοκή των εκδοτών με τους επαισχυντότερους των πολιτικών (ο ένας βάφτιζε τα παιδιά του άλλου!), τα παρακμιακά πάρτι τους, τα αιφνίδια αμάξια τους, τη βαθμηδόν απογύμνωση της δημοσιογραφίας από κάθε αρετή και βάσανο: μόνο η δουλειά να γίνεται. Έβλεπα το χυδαίο χάλασμα, που οδήγησε στη δημοσιογραφική απαξίωση, στα κουπόνια, στα δανεικά, στο άρθρο 99. Ήταν απλώς θέμα χρόνου.
Και να ‘μαστε σήμερα εδώ, σε αυτό το απόκρημνο σημείο, όπου όλα δείχνουν ότι επέρχεται το πλήρωμα του χρόνου. Λεφτά δεν υπάρχουν και οι χρόνιοι δεσπότες της πιάτσας χάνουν όλο και πιο πολύ το ενδιαφέρον τους για τις εκδόσεις. Αυτό που άλλοτε τους έφερνε χρήμα, δόξα, δύναμη, σήμερα φέρνει βάσανα, αμφιβολίες, πολλή δουλειά και τζούφια έσοδα. Το ίντερνετ καλό, αλλά φτωχό. Σαν να μην έφταναν αυτά, η βεβιασμένη «διαφάνεια» του δημόσιου βίου (ελέω Τρόικας) αφήνει γλίσχρα περιθώρια πολιτικών εκβιασμών. Από τη μεγάλη εικόνα οδηγούμαστε στα ψιλικά: στοχευμένα πρωτοσέλιδα εναντίον μεγαλοεπιχειρηματιών, μέχρι να λυγίσουν και να στείλουν τα λύτρα της σιωπής. Από δεσπότες, φτωχοδιάβολοι.
Οπότε, ερχόμαστε στον δεύτερο λόγο που θέλω να πετύχει η «Εφημερίδα των Συντακτών»: ευελπιστώ ότι σιγά-σιγά οι αλλήθωροι εκδότες θα την κάνουν (για νέες επικράτειες επιχειρηματικού ημίφωτος - κι αν όχι στην Ελλάδα, σε άλλες αναπτυσσόμενες αγορές, π.χ. στο Κουρδιστάν!) και στην καμένη πάτρια γη θα μείνουνε ξυπόλυτοι, αλλά χαριτωμένοι, όσοι πραγματικά αγαπούν αυτό το επάγγελμα. Κι όσοι το κάνουν επειδή, αν δεν γράψουνε, θα σκάσουν!
Πάντα θα υπάρχουν κι οι εκδότες με τα πούρα, που με τον Κουρή και τον Τράγκα θα λειτουργούν ως μεσημεριανάδικο της μικροπολιτικής. Είμαστε μια χώρα μικρή, ανώριμη, στυμμένη σαν λεμονόκουπα από τους ίδιους τους λεβέντες της – αυτά τα μέσα θα υπάρχουν για πολύ ακόμα. Αλλά το θέμα είναι να ξαναϋπάρξουν, δίπλα σε αυτά, και εφημερίδες με πίστη στο καλό γράψιμο, στην αισθητική της γλώσσας, στην ακρίβεια της είδησης και στην ελευθεροφροσύνη της γνώμης, στο καλό γούστο, στην ακηδεμόνευτη διοίκηση, στην ανεξαρτησία απέναντι σε πλουσίους και σε πολιτικούς, στη θέρμη της αληθινής επικοινωνίας.
Εύχομαι να συμβεί.