του Τάσου Τσακίρογλου
Η απάντηση στο ερώτημα εάν μπορεί η Ελευθεροτυπία να επιστρέψει, είναι σαφώς ότι ΟΦΕΙΛΕΙ να επιστρέψει, αλλά και να συμπληρωθεί με ένα δεύτερο ερώτημα, δηλαδή ΠΩΣ μπορεί να επιστρέψει;Η αποδοχή που είχε το απεργιακό φύλλο των εργαζομένων είναι μόνο μια μικρή ένδειξη ότι ο κόσμος θέλει και ζητά μια εναλλακτική ενημέρωση σε ένα τοπίο μνημονιακής μιζέριας, μιντιακού ολοκληρωτισμού και αποδόμησης όλης της φούσκας των ΜΜΕ. Το δικαίωμα των πολιτών για ανεξάρτητη και πλουραλιστική ενημέρωση έχει φαλκιδευτεί ουσιαστικά, υποσκάπτοντας τις δυνατότητες διαλόγου, επιλογής και διαμόρφωσης γνώμης πάνω στα καίρια ζητήματα που αφορούν τα κρίσιμα διακυβεύματα της συγκυρίας.
Εμείς οι δημοσιογράφοι της Ελευθεροτυπίας εισπράττουμε καθημερινά τη βούληση ενός σημαντικού μέρους του αναγνωστικού κοινού να στηρίξει..
μια τέτοια προσπάθεια επανέκδοσης της εφημερίδας μας, η οποία, ωστόσο, “σκοντάφτει” σε λίγο πολύ γνωστά εμπόδια.
Το θέμα της χρηματοδότησης των ΜΜΕ αποτελεί από μόνο του ένα κεφάλαιο στην ιστορία της διαπλοκής πολιτικής και επιχειρηματικής εξουσίας, με συγκεκριμένα ανταλλάγματα. Σήμερα που τα διλήμματα (κυρίως περί τα μνημόνια και την πορεία της χώρας) τίθενται όχι απλώς εκβιαστικά, αλλά στη λογική “όποιος δεν είναι μαζί μας, είναι εναντίον μας”, ο χώρος για μέσα ενημέρωσης που αμφισβητούν ή κοντράρουν θεμελιώδεις επιλογές είναι ελάχιστος έως ανύπαρκτος και αυτό είναι ένα τίμημα που σίγουρα πλήρωσε η “Ε”.
Από την άλλη, με δεδομένες τις συνθήκες και την πορεία των πραγμάτων στο χώρο του Τύπου τα τελευταία τρία χρόνια, όποιος δεν μπόρεσε να δει τα βράχια και να προχωρήσει σε διορθωτικές κινήσεις, πρωτοβουλίες και επιλογές οδηγήθηκε μοιραία σε αδιέξοδο. Μια εφημερίδα με την ιστορία της “Ε” και το αφοσιωμένο κοινό της με τις ιδιαιτερότητές του έπρεπε εδώ και καιρό να έχει βάλει στο παιχνίδι τους αναγνώστες, ως ένα σοβαρό αντίβαρο στις πιέσεις που ασκούσαν οι νέες συνθήκες. Κλασσικό παράδειγμα μιας τέτοιας τακτικής είναι η σχέση της Monde Diplomatique, η οποία στηρίζεται σημαντικά και σε οικονομικό επίπεδο από τους φίλους της.
Παράλληλα, ο λόγος για το δέον γενέσθαι δεν δόθηκε ποτέ στους συντάκτες (παρά τον τίτλο τιμής “εφημερίδα των συντακτών” που κάποτε τη συνόδευε), αλλά αντίθετα η διοίκηση ακολούθησε την πεπατημένη της απαξίωσής τους και προτίμησε τις απόψεις “συμβούλων” με αμφισβητούμενη ή καμία γνώση του αντικειμένου και του πολιτικο-οικονομικού περιβάλλοντος.
Άλλωστε για αρκετά χρόνια η λειτουργία της “Ε” ως ΔΕΚΟ, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, άφησε ανοιχτά πεδία για προσωπικές στρατηγικές διευθυντικών στελεχών και προϊσταμένων, για παραμάγαζα, αλλά και για πολιτικά παιχνίδια με τις εκάστοτε εξουσίες. Είναι γνωστό πως εάν δεν υπάρχουν ασφαλιστικές δικλείδες δημοκρατικής λειτουργίας και ελέγχου, τα φαινόμενα αυτά παρουσιάζονται και στις καλύτερες οικογένειες. Το νοσηρό είναι όταν αυτά γίνονται αποδεκτά και ανεκτά, υποσκάπτοντας την αξιοπιστία του μέσου και διαρρηγνύοντας τους δεσμούς με ένα αξιόλογο μέρος του αναγνωστικού κοινού. Αυτά, μαζί με τη συνολικότερη κρίση του Τύπου και τις παρενέργειές της, οδήγησαν στα σημερινά αδιέξοδα.
ΜΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ ΧΩΡΙΣ ΟΡΑΜΑ;
Τι λείπει από τη συνταγή; Κατά την άποψή μου το όραμα. Η ιδιοκτησία δείχνει να επιθυμεί όχι την “Ε”, αλλά ΜΙΑ “Ε”. Ίσως οποιαδήποτε “Ε”. Και αυτό είναι όντως τραγικό, γιατί το brand της “Ε” είναι ο αμφισβητησιακός της χαρακτήρας και ο πλουραλισμός της, στοιχεία που σήμερα έχουν ανάγκη οι αναγνώστες. Όταν όμως μια επιχείρηση έχει ως βασικό της μέλημα να “ξεφορτώσει” αδιακρίτως προσωπικό (κάτι που κάνουν όλοι οι επιχειρηματίες σήμερα), ως μόνη λύση στην κρίση, τότε δεν διαφέρει σε τίποτα από τη μνημονιακή πολιτική που πιθανώς καταγγέλλει. Η μείωση του προσωπικού και του μισθολογικού κόστους, όπως αντιλαμβανόμαστε όλοι, είναι ο σκληρός πυρήνας αυτής της πολιτικής δήθεν “εξόδου από την κρίση”.
Μπορεί να συνεχίσει η “Ε” όπως ήταν μέχρι τη στιγμή που ανέστειλε τη λειτουργία της; Σαφώς όχι. Πολλά πρέπει να αλλάξουν, αρκεί να υπηρετούν ένα όραμα και όχι μόνο την επιβίωση μιας επιχείρησης που (ίσως μέσα από τη διαδικασία του άρθρου 99) θα μείνει ένα κουφάρι του παλιού εαυτού της, συνεχίζοντας μόνο με τους “πρόθυμους”, όποιοι και αν είναι αυτοί.
Η αντίσταση στην κοινωνική καταστροφή που ζούμε αποτελεί την πρώτη ύλη κάθε ΜΜΕ που θέλει να σταθεί στο πλευρό της μεγάλης λαϊκής πλειοψηφίας. Το ερώτημα που έχει να απαντήσει η ιδιοκτησία της “Ε”είναι αν αυτό μπορεί να γίνει με τους εργαζόμενους ή ενάντιά τους. Μέχρι σήμερα πάντως, η στάση που αντιμετωπίζουμε εμείς οι δημοσιογράφοι, οι διοικητικοί υπάλληλοι, οι τεχνικοί και όλο το υπόλοιπο προσωπικό είναι προσβλητική, απαξιωτική και σκληρή.
Όπως γράψαμε και στα απεργιακά φύλλα, “η Ελευθεροτυπία” είναι οι εργαζόμενοί της και τίποτα δεν γίνεται χωρίς αυτούς.
Μάρτιος 2012
-από ekprosoposeleftherotypias
Η απάντηση στο ερώτημα εάν μπορεί η Ελευθεροτυπία να επιστρέψει, είναι σαφώς ότι ΟΦΕΙΛΕΙ να επιστρέψει, αλλά και να συμπληρωθεί με ένα δεύτερο ερώτημα, δηλαδή ΠΩΣ μπορεί να επιστρέψει;Η αποδοχή που είχε το απεργιακό φύλλο των εργαζομένων είναι μόνο μια μικρή ένδειξη ότι ο κόσμος θέλει και ζητά μια εναλλακτική ενημέρωση σε ένα τοπίο μνημονιακής μιζέριας, μιντιακού ολοκληρωτισμού και αποδόμησης όλης της φούσκας των ΜΜΕ. Το δικαίωμα των πολιτών για ανεξάρτητη και πλουραλιστική ενημέρωση έχει φαλκιδευτεί ουσιαστικά, υποσκάπτοντας τις δυνατότητες διαλόγου, επιλογής και διαμόρφωσης γνώμης πάνω στα καίρια ζητήματα που αφορούν τα κρίσιμα διακυβεύματα της συγκυρίας.
Εμείς οι δημοσιογράφοι της Ελευθεροτυπίας εισπράττουμε καθημερινά τη βούληση ενός σημαντικού μέρους του αναγνωστικού κοινού να στηρίξει..
μια τέτοια προσπάθεια επανέκδοσης της εφημερίδας μας, η οποία, ωστόσο, “σκοντάφτει” σε λίγο πολύ γνωστά εμπόδια.
Το θέμα της χρηματοδότησης των ΜΜΕ αποτελεί από μόνο του ένα κεφάλαιο στην ιστορία της διαπλοκής πολιτικής και επιχειρηματικής εξουσίας, με συγκεκριμένα ανταλλάγματα. Σήμερα που τα διλήμματα (κυρίως περί τα μνημόνια και την πορεία της χώρας) τίθενται όχι απλώς εκβιαστικά, αλλά στη λογική “όποιος δεν είναι μαζί μας, είναι εναντίον μας”, ο χώρος για μέσα ενημέρωσης που αμφισβητούν ή κοντράρουν θεμελιώδεις επιλογές είναι ελάχιστος έως ανύπαρκτος και αυτό είναι ένα τίμημα που σίγουρα πλήρωσε η “Ε”.
Από την άλλη, με δεδομένες τις συνθήκες και την πορεία των πραγμάτων στο χώρο του Τύπου τα τελευταία τρία χρόνια, όποιος δεν μπόρεσε να δει τα βράχια και να προχωρήσει σε διορθωτικές κινήσεις, πρωτοβουλίες και επιλογές οδηγήθηκε μοιραία σε αδιέξοδο. Μια εφημερίδα με την ιστορία της “Ε” και το αφοσιωμένο κοινό της με τις ιδιαιτερότητές του έπρεπε εδώ και καιρό να έχει βάλει στο παιχνίδι τους αναγνώστες, ως ένα σοβαρό αντίβαρο στις πιέσεις που ασκούσαν οι νέες συνθήκες. Κλασσικό παράδειγμα μιας τέτοιας τακτικής είναι η σχέση της Monde Diplomatique, η οποία στηρίζεται σημαντικά και σε οικονομικό επίπεδο από τους φίλους της.
Παράλληλα, ο λόγος για το δέον γενέσθαι δεν δόθηκε ποτέ στους συντάκτες (παρά τον τίτλο τιμής “εφημερίδα των συντακτών” που κάποτε τη συνόδευε), αλλά αντίθετα η διοίκηση ακολούθησε την πεπατημένη της απαξίωσής τους και προτίμησε τις απόψεις “συμβούλων” με αμφισβητούμενη ή καμία γνώση του αντικειμένου και του πολιτικο-οικονομικού περιβάλλοντος.
Άλλωστε για αρκετά χρόνια η λειτουργία της “Ε” ως ΔΕΚΟ, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, άφησε ανοιχτά πεδία για προσωπικές στρατηγικές διευθυντικών στελεχών και προϊσταμένων, για παραμάγαζα, αλλά και για πολιτικά παιχνίδια με τις εκάστοτε εξουσίες. Είναι γνωστό πως εάν δεν υπάρχουν ασφαλιστικές δικλείδες δημοκρατικής λειτουργίας και ελέγχου, τα φαινόμενα αυτά παρουσιάζονται και στις καλύτερες οικογένειες. Το νοσηρό είναι όταν αυτά γίνονται αποδεκτά και ανεκτά, υποσκάπτοντας την αξιοπιστία του μέσου και διαρρηγνύοντας τους δεσμούς με ένα αξιόλογο μέρος του αναγνωστικού κοινού. Αυτά, μαζί με τη συνολικότερη κρίση του Τύπου και τις παρενέργειές της, οδήγησαν στα σημερινά αδιέξοδα.
ΜΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ ΧΩΡΙΣ ΟΡΑΜΑ;
Τι λείπει από τη συνταγή; Κατά την άποψή μου το όραμα. Η ιδιοκτησία δείχνει να επιθυμεί όχι την “Ε”, αλλά ΜΙΑ “Ε”. Ίσως οποιαδήποτε “Ε”. Και αυτό είναι όντως τραγικό, γιατί το brand της “Ε” είναι ο αμφισβητησιακός της χαρακτήρας και ο πλουραλισμός της, στοιχεία που σήμερα έχουν ανάγκη οι αναγνώστες. Όταν όμως μια επιχείρηση έχει ως βασικό της μέλημα να “ξεφορτώσει” αδιακρίτως προσωπικό (κάτι που κάνουν όλοι οι επιχειρηματίες σήμερα), ως μόνη λύση στην κρίση, τότε δεν διαφέρει σε τίποτα από τη μνημονιακή πολιτική που πιθανώς καταγγέλλει. Η μείωση του προσωπικού και του μισθολογικού κόστους, όπως αντιλαμβανόμαστε όλοι, είναι ο σκληρός πυρήνας αυτής της πολιτικής δήθεν “εξόδου από την κρίση”.
Μπορεί να συνεχίσει η “Ε” όπως ήταν μέχρι τη στιγμή που ανέστειλε τη λειτουργία της; Σαφώς όχι. Πολλά πρέπει να αλλάξουν, αρκεί να υπηρετούν ένα όραμα και όχι μόνο την επιβίωση μιας επιχείρησης που (ίσως μέσα από τη διαδικασία του άρθρου 99) θα μείνει ένα κουφάρι του παλιού εαυτού της, συνεχίζοντας μόνο με τους “πρόθυμους”, όποιοι και αν είναι αυτοί.
Η αντίσταση στην κοινωνική καταστροφή που ζούμε αποτελεί την πρώτη ύλη κάθε ΜΜΕ που θέλει να σταθεί στο πλευρό της μεγάλης λαϊκής πλειοψηφίας. Το ερώτημα που έχει να απαντήσει η ιδιοκτησία της “Ε”είναι αν αυτό μπορεί να γίνει με τους εργαζόμενους ή ενάντιά τους. Μέχρι σήμερα πάντως, η στάση που αντιμετωπίζουμε εμείς οι δημοσιογράφοι, οι διοικητικοί υπάλληλοι, οι τεχνικοί και όλο το υπόλοιπο προσωπικό είναι προσβλητική, απαξιωτική και σκληρή.
Όπως γράψαμε και στα απεργιακά φύλλα, “η Ελευθεροτυπία” είναι οι εργαζόμενοί της και τίποτα δεν γίνεται χωρίς αυτούς.
Μάρτιος 2012
-από ekprosoposeleftherotypias