Tη «βιομηχανία αγωγών» που έχει δημιουργήσει ο τυποκτόνος νόμος 1178 του 1981, και έχει λάβει εξοντωτικές για τους δημοσιογράφους διαστάσεις με κινδύνους για την ελευθεροτυπία (ιδιαίτερα μετά την τροποποίησή του το 1995) καταγγέλλει το Δ.Σ της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ενώσεων Συντακτών (ΠΟΕΣΥ).
Και μπορεί η υπ’ αριθμ. 6/2011 απόφαση της ολομέλειας του Αρείου Πάγου περί κηρύξεως αντισυνταγματικής της διάταξης της παρ. 2 του μόνου άρθρου του Ν. 1178/1981, όπως αυτός τροποποιήθηκε με το άρθρο 4 παρ. 10 του Ν. 2328/1994 να βάζει κάποιους φραγμούς στο νόμο, που προέβλεπε ανεξέλεγκτες αποζημιώσεις για περιπτώσεις συκοφαντικής δυσφήμησης δια του Τύπου, το πρόβλημα όμως παραμένει.
Πρόσφατο παράδειγμα, η καταδίκη τριών μελών της Ένωσης Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Θεσσαλίας, Στ. Ελλάδας και Εύβοιας που..τους επιδικάσθηκε από το Εφετείο, ύστερα από αναίρεση που είχε ασκηθεί στον Άρειο Πάγο μετά την πρωτόδικη αθώωσή τους, καταβολή αποζημιώσεων που αγγίζουν τις 30.000 ευρώ. Για δημοσιεύματα που αφορούσαν σε σύλληψη και προφυλάκιση κατηγορούμενου για τοκογλυφία. Η ΠΟΕΣΥ καυτηριάζει τις κραυγαλέες αυτές περιπτώσεις ποινικοποίησης του δημοσιογραφικού λειτουργήματος και καλεί την Πολιτεία να αναλάβει τις ευθύνες της, ώστε η δημοσιογραφία να ασκείται σε καθεστώς ελευθερίας, σύμφωνα με τις συνταγματικές επιταγές. Ταυτόχρονα, διακηρύσσει ότι μηνύσεις και αγωγές δεν θα απομακρύνουν τους δημοσιογράφους από την προσήλωσή τους στις αρχές της αλήθειας, της δεοντολογίας και της αντικειμενικότητας.
Πάγια θέση του κλάδου είναι η επιτακτική ανάγκη αλλαγής του υπάρχοντος νομικού συστήματος, με ένα άλλο το οποίο θα διέπεται από τη λογική της άμεσης και ουσιαστικής επανόρθωσης και αποκατάστασης του θιγέντος.
Η ολομέλεια του ανωτάτου δικαστηρίου, με εισήγηση του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Ιωάννη Τέντε, έκρινε αντισυνταγματική τη διάταξη του συγκεκριμένου νόμου, που επέβαλλε κατώτατο πλαφόν αποζημίωσης 300.000 ευρώ, οδηγώντας σε εξόντωση ΜΜΕ και δημοσιογράφους. Ωστόσο, εξακολουθεί να ισχύει το κατώτατο όριο των 30.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση, στο πλαίσιο ενός συστήματος αστικής ευθύνης και προστασίας της τιμής και υπολήψεως του θιγμένου, γεγονός που στην πράξη έγινε αφορμή της δημιουργίας «βιομηχανίας αγωγών». Οι περισσότερες δε από αυτές είναι προσχηματικές και επιδιώκουν τον εκβιασμό του εκδότη ή του δημοσιογράφου, με την απειλή μεγάλων αποζημιώσεων, να προέλθει σε έναν συμβιβασμό, με σκοπό τον προσπορισμό ενός ποσού ή την πλήρη ανασκευή και ανατροπή των όσων αποκάλυψε η δημοσιογραφική έρευνα. Ήδη, δεκάδες τέτοιες αγωγές εκκρεμούν στα δικαστήρια, με τις οποίες απειλούνται εκδότες και δημοσιογράφοι με την καταβολή χρηματικής ικανοποίησης εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ, ενώ είναι γνωστό ότι από αποφάσεις που έχουν εκδοθεί δημοσιογράφοι κινδυνεύουν να χάσουν κάθε περιουσιακό τους στοιχείο, λόγω κατάσχεσης.
Είναι φανερό ότι με το υπάρχον νομικό καθεστώς τίθεται σε άμεσο κίνδυνο αυτή η ίδια η ελευθερία του Τύπου, που αποτελεί ένα από τα στηρίγματα της Δημοκρατίας. Γιατί με το πρόσχημα των αγωγών και την απειλή εκδίκασης μεγάλων αποζημιώσεων εκείνο που επιχειρείται στην πραγματικότητα είναι η φίμωση του Τύπου. Και όταν φιμώνεται ο Τύπος, η ελευθερία παύει να υπάρχει.