Αναδημοσιεύουμε έστω και καθυστερημένα την επιστολή της Νικολέττας Μπούκα, δημοσιογράφου της εφημερίδας «Μακεδονία» που εξαναγκάστηκε, όπως και άλλοι, σε εκ περιτροπής εργασία που αποτελεί ίσως τη χειρότερη μορφή απασχόλησης - εξαθλίωσης του εργαζόμενου.
Μισά χρήματα, μισά ένσημα, μισή περίθαλψη, μισές ειδήσεις, μισή...ζωή, όπως λέει χαρακτηριστικά και η δημοσιογράφος στο κείμενό της . Διαβάστε το και θα.... καταλάβετε.
«Η ζωή μου εκ περιτροπής-To κείμενο της δημοσιογράφου πρωτοδημοσιεύτηκε στο journalism.gr
Λυπάμαι. Σήμερα δεν εργάζομαι. Δεν είμαι στη λίστα». Την απάντηση αυτή δίνω εδώ και περίπου τρεις εβδομάδες, από τότε δηλαδή που άρχισα να βιώνω στο πετσί μου τι θα πει εκ περιτροπής εργασία. Μισά χρήματα, μισά ένσημα, μισή περίθαλψη, μισές ειδήσεις, μισή...ζωή. Ντρέπομαι κάθε φορά που ξεστομίζω τις λέξεις αυτές σε ανθρώπους που μου τηλεφωνούν για να μου δώσουν μια είδηση ή να με ενημερώσουν για ένα θέμα που αξίζει να γίνει ρεπορτάζ. Ντρέπομαι κάθε φορά που είμαι απούσα από τα γεγονότα που διαδραματίζονται στην πόλη μου κι όχι μόνο, διότι απλώς δεν μου επιτρέπεται να τα καλύψω. Ντρέπομαι κάθε φορά που αντικρίζω τους συναδέλφους μου από τα άλλα μέσα μαζικής ενημέρωσης, οι οποίοι δηλώνουν το παρών στα ρεπορτάζ, ενώ εγώ απλώς παρακολουθώ τα γεγονότα και τις ειδήσεις να με προσπερνούν, χωρίς να μπορώ να κάνω κάτι. Δευτέρα δουλεύεις. Τρίτη και Τετάρτη κάτσε σπίτι σου. Πέμπτη και Παρασκευή έλα ξανά στη δουλειά. Αυτό «προστάζει» η λίστα της εκ περιτροπής εργασίας κι εγώ πρέπει να υπακούσω. Δεν έχω άλλη επιλογή. Αυτή η περιβόητη λίστα με τα ονόματα των συναδέλφων και το δικό μου, που μέσα σε μια στιγμή βρεθήκαμε να δουλεύουμε εκ περιτροπής, έχει καρφωθεί στο μυαλό μου και δεν λέει να βγει.
Το αρχικό μούδιασμα διαδέχτηκε η οργή. Κι ύστερα η θλίψη, η απογοήτευση κι η απαξίωση. Συναισθήματα που εναλλάσσονται κάθε φορά που φτάνω έξω από τα γραφεία της εφημερίδας, αλλά δεν έχω το δικαίωμα να περάσω το κατώφλι, διότι απλά δεν είναι η... μέρα μου. Δεν είναι η μέρα που δουλεύω, δεν είναι η μέρα που είμαι χρήσιμη. Είναι η μέρα που απλώς είμαι persona non grata. Εδώ και λίγο καιρό είμαι δημοσιογράφος των 14 ημερών το μήνα. Λες και τις υπόλοιπες ημέρες οι ειδήσεις... ξεκουράζονται και περιμένουν πότε θα γυρίσω στη δουλειά για να κάνουν και πάλι την εμφάνισή τους. Δεν είναι, όμως, έτσι. Όσοι πιστεύουν ότι μία εφημερίδα μπορεί να λειτουργήσει εκ περιτροπής, κάνουν μεγάλο λάθος. Οι ειδήσεις δεν περιμένουν και τα γεγονότα δεν σε... ρωτούν πότε θα συμβούν. Κι ο δημοσιογράφος οφείλει να είναι πάντα σε ετοιμότητα για να βρεθεί στο επίκεντρο των γεγονότων, να γράψει το ρεπορτάζ του και να ενημερώσει τους αναγνώστες. Άλλωστε, μία εφημερίδα μοιάζει με πολύβουο μελίσσι. Είναι ένας ζωντανός οργανισμός όπου γεννιούνται ιδέες και γράφονται ρεπορτάζ, τα οποία προκύπτουν από τη δουλειά και το μεράκι των απλών δημοσιογράφων, που αναζητούν να κάνουν κάτι διαφορετικό και να φανούν χρήσιμοι στους συνανθρώπους τους. Διότι υπάρχουν κι αυτοί οι δημοσιογράφοι. Στην εκ περιτροπής εργασία, αυτό δεν υπάρχει. Μόνο μια βαριά σιωπή που σε «πλακώνει» κι ένας κόμπος που σου κλείνει το λαιμό, καθώς το βλέμμα σου πλανάται στα άδεια γραφεία των συναδέλφων σου. Πώς είναι δυνατόν να επιβιώσει μία εφημερίδα χωρίς την ψυχή της, που είναι οι δημοσιογράφοι; Πώς είναι δυνατόν να δουλέψεις υπό τέτοιες συνθήκες; Πώς μπορείς να είσαι δημιουργικός, πώς μπορείς να βάλεις τη φαντασία σου να μεγαλουργήσει και πώς μπορείς να «ταξιδέψεις» τους αναγνώστες μέσα από τα κείμενά σου;
Κάποιοι μου είπαν χαριτολογώντας ότι «η εκ περιτροπής εργασία είναι μία ευκαιρία να κοιμηθείς λίγο παραπάνω τα πρωινά ή να πας για έναν καφέ». Κι όμως. Δεν είναι καθόλου έτσι. Το μόνο που κάνω τις ημέρες που δεν δουλεύω, είναι να ξυπνώ νωρίς το πρωί, όπως και παλιά, να παίρνω τη τσάντα μου και να τριγυρνάω στους δρόμους, προσπαθώντας να βρω από κάτι ή από κάπου να κρατηθώ. Άλλωστε, όταν επί 14 χρόνια έχεις μάθει να δουλεύεις καθημερινά έως και 12 ώρες, ακόμη κι αν δεν παίρνεις παχυλό μισθό ή δεν είσαι από τους... ευνοημένους, είναι πολύ δύσκολο να αντέξεις την εκ περιτροπής εργασία. Κάπως έτσι είναι η εκ περιτροπής εργασία και η εκ περιτροπής ζωή μου. Μου βαραίνει την ψυχή, μου κλέβει το χαμόγελο και μου πολιορκεί το μυαλό. Δεν ξέρω αν θα καταφέρω να επιβιώσω. Προσπαθώ ή τουλάχιστον αυτό ισχυρίζομαι. Δεν είμαι σίγουρη, όμως, αν στο τέλος της διαδρομής, που μόλις άρχισε, θα βγω νικήτρια. Ο χρόνος θα δείξει... !
Νικολέττα Μπούκα,
δημοσιογράφος της εφημερίδας «Μακεδονία»