Πέμπτη 17 Μαρτίου 2011

Του Κουτρούλη στο Σούλι του Ρασούλη


της Γιούλας Κουγιά* / protagon.gr


Ο Μανώλης πέθανε στο κρεβάτι του, στο σπίτι του, πριν από λίγες ημέρες από οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου. Αυτή είναι η είδηση. Από κει και πέρα ξεκίνησε ο κανιβαλισμός: «Ήταν μόνος, δεν είχε φίλους, δεν τον αναζήτησε κανείς, ήταν απομονωμένος, ήταν... ήταν...». Ο Μανώλης λοιπόν δεν ήταν τίποτα απ’ όλα αυτά. Απλώς νεκρός ήταν. Φίλους έχει πάρα πολλούς, συγγενείς, κόρη, εγγόνι, αδέρφια, ανίψια, κολλητούς, θαυμαστές, αναγνώστες. Η Αιμιλία Κουγιά είναι η αδερφή μου και επί δεκαπέντε χρόνια επιστήθια φίλη και συνεργάτις του Μανώλη. Το σπίτι της ήταν σπίτι του, συναντήθηκαν, έφαγαν, τα είπανε την παραμονή του θανάτου του. Ό,τι περιγράφω είναι η μοναδική αλήθεια και τεκμηριώνεται μέσα απ’ αυτήν τη μακρόχρονη και τόσο ξεχωριστή φιλία τους:

Ο Μανώλης συνήθιζε να παίρνει το καπελάκι του και –χωρίς ανακοινώσεις, αποχαιρετισμούς και φανφάρες– να φεύγει πότε για την Ισπανία, πότε για την Κίνα, τη Νέα Υόρκη, την Αυστραλία, τη Γαλλία, την Ιερουσαλήμ. Κάποια στιγμή έπαιρνε τηλέφωνο ή μας έστελνε μια καρτ ποστάλ από τις πυραμίδες της Αιγύπτου ή τη Σαραγόσα. Άλλοτε, πάλι, έκλεινε το τηλέφωνο και έγραφε στίχους, βιβλία, άρθρα. Η έμπνευση μερικές φορές ανθεί στη σιωπή και μακριά από την πολλή συνάφεια.
Όλοι όσοι τον γνωρίζαμε ξέραμε ότι θα εμφανιστεί με κείνο το πονηρό βλέμμα και το πλατύ χαμόγελο με βαλίτσες γεμάτες εμπειρίες από....άλλη γη, άλλα μέρη, ή με χαρτιά και ανάκατες σημειώσεις με καινούργια τραγούδια, ή τον σκελετό για ένα νέο βιβλίο. Και τότε θα ξεκινούσε η κουβέντα και η παρέα από κει που την είχαμε αφήσει έτσι απλά, γλυκά και φυσιολογικά.

Και για να ’ρθουμε στο σήμερα, το χθες, το προχθές, ναι, τον πήραμε τηλέφωνο και δεν απάντησε, όπως άλλες χίλιες φορές στα τόσα χρόνια της φιλίας μας. Και, όχι, δεν ανησυχήσαμε, γιατί ξέραμε ότι –αργά ή γρήγορα– θα πάρει εκείνος να μας πει όλα τα νέα του. Έτσι ήταν ο Μανώλης. Και έτσι ήμασταν κι εμείς όλοι: φίλοι, γνωστοί και συγγενείς.

Και τώρα που για πρώτη φορά θέλουμε να τον αποχαιρετίσουμε δεν μπορούμε, γιατί πρέπει να εξηγήσουμε σε όλον αυτόν τον συρφετό τηλεαστέρων, δημοσιογραφίσκων και «συναδέλφων» του, ότι δεν ήταν μόνος, εγκαταλελειμμένος, αποτραβηγμένος και σε παρακμή, αλλά ότι απλώς ήταν ο εαυτός του: δραστήριος, κεφάτος, δημιουργός, ταξιδευτής, πολίτης όλου του κόσμου. Να εξηγήσουμε ότι έζησε ακριβώς όπως ήθελε: με όλη του την ψυχή και σε όλες τις γωνιές της γης.

Όσο για το σώμα του που έμεινε άταφο λίγο παραπάνω από το... κανονικό, τον ίδιον ποσώς τον ενδιέφερε ακόμη κι αν το έκαιγαν, όπως κατά καιρούς έλεγε. Έζησε ωραία και είχε τον καλύτερο θάνατο – χωρίς πόνο, μέσα στα όνειρά του.

*Η Γιούλα Κουγιά είναι επιμελήτρια εκδόσεων